Ο γλύπτης παρουσιάζει στην τελευταία του έκθεση την ομώνυμη κεντρική εγκατάσταση, η οποία αποτελείται από έντεκα ξύλινους κορμούς ύψους 3.18-3.46. Πριν ξεκινήσει να δουλεύει τη  σύνθεση στο δάσος, ο Γεωργιλάκης  φιλοτέχνησε σχέδια και σπουδές με χρώμα καθώς και μικρά γλυπτά σε μπρούτζο και σίδερο, πάντα με το ίδιο θέμα.  Το μοτίβο του δένδρου, που απασχολεί το γλύπτη από νωρίς ακλουθώντας τον με συνέπεια, εξελίσσεται από το ενδιαφέρον του στο μεμονωμένο δένδρο στην ενασχόληση του με την εικόνα του δάσους.

Η Ευθυμία Μαυρομιχάλη, Επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Τέχνης (ΕΚΠΑ), παρατηρεί μεταξύ άλλων για την τελευταία δουλειά του Γεωργιλάκη:

«Ο καλλιτέχνης αξιοποιεί ως καλλιτεχνικό μέσο την Εγκατάσταση καθώς διατάσσει τη σύνθεσή του σε έναν ευρύ τρισδιάστατο χώρο, τον οποίο ενεργοποιεί εικαστικά, τον θεωρεί ως χώρο του προσωπικού του στοχασμού και καλεί τον θεατή να κινηθεί μέσα σε αυτόν και να συμμετάσχει βιωματικά. Ο ίδιος δηλώνει ότι οι προθέσεις του δεν πηγάζουν από την εννοιολογική τέχνη και ότι δεν αποδίδει στο έργο του κανέναν συμβολισμό. Διαβάζοντας προσεκτικά τα μικρά και τα  μνημειακά του  σχέδια, και τις σπουδές του με τα λαμπερά χρώματα και τη φευγαλέα πινελιά,  διαπιστώνουμε την πορεία του πλαστικού του στοχασμού και την «παραδοσιακή» για την τοπιογραφία του μοντερνισμού μέθοδό του. Ο καλλιτέχνης μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα βυθίζεται στο τοπίο του και καταγράφει τόσο τις φυσικές όσο και τις νοητικές του διαδικασίες. Όσο περισσότερο οικειοποιείται τον χώρο του τοπίου του, τόσο απομακρύνεται από την οπτική πραγματικότητα. Φθάνει σε αυτό που ο Gerard Manley Hopkins (1844-89) ονόμαζε «εσώτερο τοπίο» (inscape), το οποίο αναδύεται όταν ο καλλιτέχνης διαπεράσει και εισχωρήσει διανοητικά και συναισθηματικά στο τοπίο (landscape).

Τα σχέδια του Γεωργιλάκη εξελίσσονται σε παιχνίδισμα γραμμών με πορεία ανέλιξης. Την ίδια δυναμική ανέλιξης έχουν και οι κορμοί στο τελικό έργο. Χωρίς καμία περιγραφική αναφορά, χωρίς τη σταθερή πάκτωση των προηγούμενων μνημειακών έργων / δένδρων του, οι κορμοί Στο Δάσος του Γεωργιλάκη νικούν τη βαρύτητα και αναδεύονται ανησυχητικά προς τα πάνω. Το ακαθόριστο της πορείας τους και η επιφανειακή στερέωσή τους δημιουργούν ένα περιβάλλον ικανό να δώσει την αισθητική εμπειρία του Sublime, του Υψηλού, στον θεατή που θα κινηθεί ανάμεσά τους  και θα αναμετρηθεί με το ύψος τους. (…) Το δένδρο στη γλυπτική του Μάρκου Γεωργιλάκη, με κορύφωση την τελευταία του σύνθεση Στο Δάσος, είναι ένα θέμα με το οποίο ο καλλιτέχνης χαράσσει μια προσωπική πορεία στον χώρο της ιστορίας της τέχνης. Με απόλυτη κυριαρχία στα υλικά του διεισδύει σταθερά και διακριτικά στο ουσιαστικό, στο καθολικό, στο αέναο του χρόνου και της φόρμας».

Βιογραφικό

Ο Γλύπτης Μάρκος Γεωργιλάκης γεννήθηκε στο Σπήλι Ρεθύμνου, σπούδασε Γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Edinburgh College of Art και στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΙΚΥ. Είναι η ένατη ατομική του έκθεση, έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές και έχει διακριθεί με βραβεία σε διαγωνισμούς Γλυπτικής. Είναι δημιουργός της ταινίας «Χαλκός και Φωτιά» σε συνεργασία με την εκπαιδευτική τηλεόραση. Το 2015 συμμετείχε στο Φεστιβάλ Υψηλών Θερμοκρασιών Σχολής Καλών Τεχνών στην Πολωνία (Wroclaw). Το 2016 Επιμελήθηκε την έκθεση “Ανθρωπογραφές-η έννοια του εκμαγείου στην τέχνη” στο Μουσείο Μπενάκη. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην ΑΣΚΤ.