Στην διπλή ατομική έκθεση της Μαρίας Τζανάκου και της Βάλιας Παπαστάμου που παρουσιάζεται στον 1ο όροφο της γκαλερί, οι δύο καλλιτέχνιδες δημιουργούν σε ισότιμη εικαστική βάση μια συνομιλία με θέμα τους πολυποίκιλους μηχανισμούς της γλώσσας. Με διαφορετικά μέσα η καθεμία, αλλά με τον ίδιο λεπτεπίλεπτο χειρισμό των υλικών, επιχειρούν να διατυπώσουν έναν προσωπικό λόγο, που το νόημά του συχνά παραμένει λανθάνον στη σιωπή. Στην περίπτωση της Τζανάκου η επικοινωνία αυτή γίνεται μέσω του γραπτού λόγου που μετατρέπεται σε καλλιτεχνικό έργο, ενώ, σε αντιπαράθεση, στη δουλειά της Παπαστάμου αρθρώνεται μέσα από τα γλυπτά που κατασκευάζει.

Όπως επισημαίνει η εικαστικός Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη, γράφοντας για την εγκατάσταση της Μαρίας Τζανάκου με τίτλο 33 is my favourite word, η εικαστικός παρουσιάζει μια σειρά έργων που πραγματεύονται το πέρασμα του χρόνου, την έννοια της επιστροφής αλλά και την διαρκή προσπάθεια παραγωγής και συγκρότησης προσωπικού λόγου.

Μέσα από προσωπικές αναφορές που παραμένουν εσκεμμένα αόριστες και ασύνδετες και μια φανερή οικονομία εικαστικών μέσων, η Τζανάκου παρουσιάζει μια σειρά από έργα-ίχνη. Σχέδια, γλυπτά, λάδια σε καμβά και αμοντάριστα βίντεο είναι όλα ισάξια στιγμιότυπα που τοποθετημένα στον εκθεσιακό χώρο συνθέτουν μια αποσπασματική αφήγηση.

Στον πυρήνα της δουλειάς της Τζανάκου βρίσκονται οι λέξεις που αποτελούν εδώ και αρκετά χρόνια μέσο και αντικείμενο της εικάστικής της έρευνας, μιας έρευνας που παραμένει σε εξέλιξη. Οι λέξεις και οι φράσεις γίνονται οι ίδιες ο τόπος της διαπραγμάτευσης: Μέσα από ιδιόμορφα λογοπαίγνια, παιγνιώδεις μεταλλάξεις, σουρεαλιστικά δάνεια, αλλά και τη θέση που καταλαμβάνουν στον φυσικό χώρο, τα έργα ακροβατούν διαρκώς μεταξύ του φανερού και του λανθάνοντος νοήματος, της κυριολεξίας και της μεταφοράς. Η αμεσότητα, ο αυθορμητισμός και η αίσθηση της οικειότητας που διέπει τον προφορικό λόγο συνδυάζονται στο σύνολο των έργων που παρουσιάζονται με την αυστηρότητα, αίσθηση μονιμότητας, και βαρύτητα του γραπτού.

Η Βάλια Παπαστάμου αντιλαμβάνεται τα Φωνολογικά Ορυκτά ως γλυπτικές εκφορές μιας ενδεχόμενης ομιλίας. Αναδύονται ως πράξεις μιας γλυπτικής εκφώνησης η οποία, αποδρώντας από τα όρια της στοματικής κοιλότητας, επιχειρεί να διανύσει την απόσταση ως τον Άλλον. Αυτή η προσπάθεια αρθρώνει τη γλώσσα-ως-πράγμα μέσα από την επαναδιατύπωση εκδοχών μιας απεύθυνσης.

Οι εκδοχές της φωνολογικής εξόρυξης αποτελούν σχηματισμούς ενός λεκτικού κόσμου ο οποίος αναδύεται για να κατοικήσει τα πράγματα τη στιγμή που ήδη κατοικούμε μέσα στη γλώσσα. Μορφοποιούνται ως γλυπτικές δυνατότητες της ίδιας της προσπάθειας ανάσυρσης της φωνής, μέσα από τη διπλή κίνηση ιδιοποίησης και απo-ιδιοποίησης της εκδίπλωσης της.

Τα φωνολογικά ορυκτά εμφανίζονται ως στιγμιότυπα ενεργημάτων που έχουν αναχθεί σε μια λεπτή σιωπή, μια ρήξη του ομιλιακού συνεχούς, που οδηγεί τη δυναμικότητα του εκφωνήματος στα υλικά της όρια. Η πράξη της μορφοποίησης των φωνολογικών ορυκτών αναπτύσσεται ως μια διαδικασία κατά την οποία γίνεται αυτό-που-δεν-είναι-γλώσσα. Μια διαδικασία ανοιχτότητας, όπου το στόμα δεν είναι ποτέ ένα στόμα σφραγισμένης σιωπής.

Φωτογραφία εξωφύλλου: Μαρία Τζανάκου, Maybe