«Αν η αλήθεια υπάρχει εκεί που δεν υπάρχει λήθη, τότε τι υπάρχει εκεί που βρίσκεται η λησμονιά; Προσπαθώντας να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση που έχουν οι άνθρωποι για εκείνους που «πέρασαν», και έχοντας ως μέσα την φωτομεταφορά και το κέντημα, η Έλλη Εμπεδοκλή, έρχεται σε ρήξη με την βραχύβια μνήμη, που συχνά τείνει να ταυτίζει τις ζωές των ανθρώπων με την τελευταία ανάμνηση που έχουμε από αυτούς.

Η φωτογραφία έχει το χαρακτηριστικό να καθίσταται αόρατη και ως υλικό αντικείμενο να μην ξεχωρίζει ποτέ από το ανάφορό της, από εκείνο που απεικονίζει. Αντιτίθεται στην λήθη και η μνήμη επαφίεται σε αυτήν για να μη χαθεί οριστικά.

Η ανάκληση της ανάμνησης -ή η δημιουργία της- περνάει, στην προκειμένη περίπτωση, από την οπτική διαδικασία του “βλέπειν”, στην απτική διαδικασία του “πράττειν”. Καθώς η φωτογραφία φθείρεται, με την φωτομεταφορά, αποτρέπει την φθορά της μνήμης. Ταυτόχρονα, το κέντημα δημιουργεί παράλληλους τόπους, παλίμψηστα χρονικοτήτων, και γίνεται το νήμα που συνδέει παρόν και παρελθόν. Το στιγμιαίο που χαρακτηρίζει την φωτογραφία ξορκίζεται εδώ από την επανάληψη της βελονιάς. Η επανάληψη της διαδικασίας έρχεται να γίνει απομνημόνευση-μάθηση και εν τέλει μνήμη, φορτισμένη από συναισθήματα και αφηγήσεις. Το βίωμα μιας παρελθούσας ανάμνησης σε ενεστώτα χρόνο.»

– Βίκυ Τσίρου, Ιστορικός Τέχνης