Το Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη παρουσιάζει την έκθεση «Ο Γιώργος Γουναρόπουλος και η ποιητική του Συμβολισμού. Ζωγραφική 1912 – 1976.», η οποία θα εγκαινιαστεί, την Τετάρτη 9 Μαρτίου και ώρα 20.00 στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη.

Ογδόντα και πλέον αντιπροσωπευτικά έργα της πορείας του μεγάλου εκφραστή της γενιάς του ΄30 όπως: «Η μητέρα μου», λάδι σε μουσαμά, 90 x 71 εκ. του 1929, «Η κυρία Λουριώτη», λάδι σε μουσαμά, 174 x 71 εκ., 1923-24, «Ελευθέριος Βενιζέλος», λάδι σε μουσαμά, 70 x 56 εκ. του 1935, «Η Μονή Διονυσίου, Άγιο Όρος», λάδι σε κόντρα πλακέ, 64 x 77 εκ. του 1925,  «Γυναικείο γυμνό», λάδι σε κόντρα πλακέ, 89 x 116 εκ. του 1935, «Βάζο με άνθος», λάδι σε χάρτμπορντ, 74 x 54 εκ. του 1966, «Ζευγάρι», λάδι σε χάρτμπορντ, 55 x 61 εκ. του 1970 και «Γυναίκες σε τοπίο», λάδι σε μουσαμά, 82 x 117 εκ. του 1972, αποκαλύπτουν το προσωπικό ύφος της καλλιτεχνικής του πορείας από την εποχή της διαμονής του στο Παρίσι (1919-1930) έως την πολύχρονη διαμονή του στην Αθήνα, επιβεβαιώνοντας το στοχασμό του: «Σκοπός  μου είναι η λύτρωση του ανθρώπου μέσω της ζωγραφικής και όχι μέσω των θεμάτων. Κυκλοφορώ μέσα σε φως τριών διαστάσεων. Τη ζωγραφική μου την κλείνω μέσα σε μια διάφανη σφαίρα για να αισθάνεται καλύτερα ο θεατής την κοσμογονική προέλευση αυτής της ζωγραφικής ουσίας.»

«Η καθοριστική διαμόρφωση της μορφοπλαστικής έκφρασης του Γουναρόπουλου, ο τρόπος σχεδιασμού και ανάλυσης της φόρμας, ο αισθητισμός και ο συμβολισμός, η εσωτερική συνθετική δομή και η ρυθμική γραμμή, η χρήση κυρίως μη νατουραλιστικών χρωμάτων και οι λιτές – απλοποιημένες φόρμες αποκαλύπτουν την εσωτερική του ανάγκη  για τη διατύπωση μιας νέας ζωγραφικής άποψης. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από το «μέτρο» της προσωπικής του πρότασης, που βρίσκεται σε άμεση σχέση με την ύπαρξη του κόσμου, του μύθου και της ιστορίας… Ο Γουναρόπουλος έζησε ανάμεσα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και γνώρισε τις τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές, οι οποίες ακολούθησαν, κάνοντας το χαρακτήρα των ανθρώπων περισσότερο ριζοσπαστικό και συνάμα βαθύτερα ρεαλιστικό. Επίμονα αναζήτησε μια αδιαίρετη σχέση με την πραγματικότητα και την τέχνη, ιδιαίτερα δε με το λογοτεχνικό  κίνημα του συμβολισμού, που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον ρεαλισμό, κατά τον οποίο ο λογοτέχνης ή ο καλλιτέχνης ερμηνεύει διαισθητικά τον κόσμο ως σύνολο συμβόλων και αναζητεί την έκφραση ή την πρόκληση συναισθημάτων και ιδεών μέσω της χρήσεως συμβολικής γλώσσας, φαντασίας, χρωμάτων κ.λ.π. (Γ. Μπαμπινιώτης Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκ. Κέντρο Λεξικολογίας). Μελέτησε με προσοχή το έργο των συμβολιστών ζωγράφων Puvis de Chavannes, Alphonse Osbert, Odilon Redon και Gustave Moreau μεταξύ των άλλων, καταφέρνοντας με αμεσότητα να εκφράζει την εσωτερική του παρόρμηση παραμένοντας ένας «κλασικιστής» στην απόδοση του ποιητικού ζωγραφικού του οράματος.

Ο Γουναρόπουλος, με το πολυεπίπεδο ζωγραφικό του έργο, της περιόδου 1912 έως 1976, για το οποίο τιμήθηκε το 1958 με το διεθνές βραβείο Guggenheim, στερέωσε μια θεματολογία κυρίως κοσμική, κατακτώντας μια μυστηριακή ατμόσφαιρα, όπου αναδύονται συναισθήματα και συγκινήσεις, όνειρα και επιθυμίες. Η γραμμή του, έχεις την αίσθηση ότι κυλάει αέναα και το χρώμα του, με τη λυρική μελωδική έκφραση του φωτός, στερεώνει τη διαυγή αισθαντική του ατμόσφαιρα. Έτσι, κάθε του πίνακας εκφράζει τη σύνοψη μιας έντονης ζωγραφικής και το συνολικό του έργο, το αναλλοίωτο μορφοπλαστικό του ύφος στο πέρασμα του χρόνου.», χαρακτηριστικά αναφέρει στον ομότιτλο κατάλογο ο επιμελητής της έκθεσης και Διευθυντής Εικαστικού Προγράμματος του Ιδρύματος, κ. Τάκης Μαυρωτάς.

Ο Γιώργος Γουναρόπουλος (G. Gounaro) γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου του 1889 στη Σωζόπολη, μικρή παραθαλάσσια πόλη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στη Βουλγαρία. Την εποχή των αρχών του 1900 η Βουλγαρική Κυβέρνηση πιέζει τους Έλληνες να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι . Η οικογένεια τότε αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Το 1906 ο Γουναρόπουλος εγγράφεται  στη Σχολή Καλών Τεχνών και το 1912 παίρνει το δίπλωμα του από την Σχολή Καλών Τεχνών μαζί με το πρώτο βραβείο . Παίρνει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πετυχαίνει στον Αβερώφειο διαγωνισμό και παίρνει υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου σπουδάζει και εργάζεται από το 1919 έως το 1932. Στην αρχή γράφεται στην Academie Julien, όπου φοιτά ως το 1924 και συνεχίζει τις σπουδές του στην Αcademie de la Grande Chaumiere, από το 1924 έως το 1925.  Εκθέτει εν τω μεταξύ έργα του στο Salon National des Beaux Arts, στο Salon d’ Automne και στο Salon des Independants στα 1924. Το φθινόπωρο του 1924 επιστρέφει στην Αθήνα και κάνει την πρώτη του έκθεση στις αίθουσες του Ζαππείου με 77 πίνακες από την τελευταία δουλειά του στο Παρίσι. Το 1925 επιστρέφει στο Παρίσι και αρχίζει τότε να μορφοποιεί το προσωπικό του στυλ, το οποίο αργότερα θα τον καθιερώσει. Τον Οκτώβριο του 1925 εκθέτει στην Galerie Vavain-Raspail, μια από τις σημαντικότερες γκαλερί του Παρισιού. Ο Γουναρόπουλος επιστρέφει στο Παρίσι όπου εργάζεται μέχρι το 1930. Το οικονομικό κραχ του 1929-32, που έπληξε την αγοραστική κίνηση του Παρισιού, τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Κάνει το τελευταίο ταξίδι του στο Παρίσι το 1932 και τον ίδιο χρόνο επιστρέφει στην Ελλάδα που εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στο ιδιόκτητο ατελιέ του.

Παντρεύεται την μουσικοσυνθέτρια Μαρίκα Πρωἰου και αποκτά έναν γιο, τον μετέπειτα αρχιτέκτονα Ηλία Γουναρόπουλο. Διατηρεί, όμως, μια σποραδική επικοινωνία με τον Marius Arg Leblond και τακτική με τον Teriade, έως το τέλος της ζωής του (1977). Η επιστροφή του Γουναρόπουλου στην Ελλάδα θα συμπέσει με την δημιουργία μιας σημαντικής εικαστικής κίνησης, στην οποία πρωτοστατεί η γενιά του 30. Το 1934 μετέχει για πρώτη φορά στην Βiennale της Βενετίας, ενώ το 1934 εικονογραφεί το βιβλίο «Αλληλουχίες» του στενού του φίλου και αγαπημένου ποιητή Α. Εμπειρίκου, ο οποίος του αφιερώνει το ποίημα «Καρυάτιδες» της ενότητας «Οι σπόνδυλοι της πολιτείας» (1935) από την συλλογή «Ενδοχώρα». Το 1937 ανατίθεται στον Γουναρόπουλο από τον Δήμο Αθηναίων η τοιχογράφηση της αίθουσας Δημοτικού Συμβουλίου του Δημαρχείου της Αθήνας. Το 1948 πηγαίνει στην Ν. Υόρκη των Η.Π.Α. και εκθέτει στην γκαλερί «Hugo» του Α. Ιόλα. To 1951 εκτελεί τις αγιογραφίες της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στο Βόλο Το 1958 του απονέμεται το βραβείο Gugenheim για την Ελλάδα. Το 1957 ο Γ. Μουρέλος καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης με πρωτοβουλία του Ο. Merlier γράφει την μελέτη για το έργο του Γουναρόπουλου βασισμένο στις αρχές της αισθητικής ψυχολογίας που χαιρετίζεται ομόφωνα από τον Τύπο. Η πέμπτη ατομική του έκθεση θα πραγματοποιηθεί στην γκαλερί «Ζυγός» το 1959. Ακολουθεί η συμμετοχή του στην Ε΄ Βiennale του Sao Ρaulo. Μετά την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας οργανώνεται από την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας η μεγάλη αναδρομική έκθεση του Γουναρόπουλου. Στα 1977 ο Γουναρόπουλος θα φύγει από την ζωή έχοντας συμπληρώσει ογδόντα οκτώ χρόνια ζωής.

Επιμέλεια έκθεσης: Τάκης Μαυρωτάς