Ηστιγμή που γεννήθηκε η ιδέα για να μπει η Ειρήνη Δράκου στην περιπέτεια για το νέο έργο «Συνάντησέ με… στην έξοδο», ήταν όταν διάβασε αυτό το ανέκδοτο ποίημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου:

«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δε μπορώ να κάνω το ταξίδι σας.
Είμαι επισκέπτης.
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά.
Κι έπειτα, δε μου ανήκει.
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει “δικό μου είναι”.
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε.
Ότι δεν έχω, καν, όνομα.
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο.
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάζω. Ξεχάστε με στη θάλασσα.
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».

(Ανέκδοτο ποίημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, γραμμένο το 1982)

Η ίδια η Ειρήνη Δράκου, για το «Συνάντησέ με… στην έξοδο» που έκανε πρεμιέρα το περασμένο καλοκαίρι στην Άνδρο, σημειώνει:

Το νέο αυτό έργο – παράσταση άρχισε να γράφεται λίγο πριν την μεγάλη περιπέτεια της ανθρωπότητας το 2019 και ολοκληρώθηκε μέσα στην καρδιά της νέας εποχής που έφερε η Πανδημία. Λίγο πριν την έξοδο από αυτό το ‘σκοτεινό σύννεφο’ όπου δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα, προέκυψε και η παράσταση με τίτλο, σαν ραβασάκι και υπόσχεση για ένα κρυφό ραντεβού με τους επιζήσαντες εαυτούς μας, «Συνάντησέ με στην Έξοδο»…

***

-Υπογράφετε την παράσταση «Συνάντησέ με… στην έξοδο», που πρόκειται να παρουσιαστεί στο Θέατρο Θησείο. Μιλήστε μας για την ιστορία που αφηγείστε μέσα από αυτό το έργο.

H ιστορία είναι μια μετεγγραφή των δύο κλασσικών έργων του «Άμλετ» του Σαίξπηρ αλλά και της «Ηλέκτρας» με δάνεια όμως και από τους τρεις κλασσικούς. Στο δικό μου έργο, όλα τα στοιχεία του μύθου έχουν τραβηχτεί στην υπερβολή τους. Θα έλεγε κανείς ότι έχουν μεταφερθεί σε μια εποχή μεγάλης επιτάχυνσης όπως η σημερινή πραγματικότητα. Τα πάντα μπορούν ν’ αλλάξουν μέσα σε μια μέρα. Βρισκόμαστε στο πολυτελές ξενοδοχείο Ευρώπη τη βραδιά που ετοιμάζονται οι γάμοι της ‘μυτερούλας’ με τον No-body. Επικρατεί αναβρασμός και πυρετώδεις προετοιμασίες για το γαμήλιο πάρτι. Ταυτόχρονα ο Α. ο γιός της ‘μυτερούλας’ ετοιμάζει μια ταινία για να παιχτεί στο αποψινό πάρτι ως γαμήλιο δώρο για τους γάμους της μητέρας του με το θείο του. Μόλις την προηγούμενη μέρα έχουν κηδέψει τον πατέρα του. Αυτός ο μελαγχολικός και αγοραφοβικός, σ’ αυτή την ιστορία, γιός, αυτής της μεγάλης οικογένειας έχει βγάλει μια αγγελία στην οποία ‘ζητείται ηθοποιός άγαμη Ελληνίδα, ικανή για φόνο’. Στο κατώφλι του ξενοδοχείου εμφανίζεται μια γυναίκα ηθοποιός που όμως έχει χάσει τη μνήμη της και ζητάει δουλειά. Συμπωματικά… τη λένε Ηλέκτρα. Τη συνέχεια της δικής μας εκδοχής του μύθου σας προσκαλούμε να τη δείτε επί σκηνής…

-Πώς προέκυψε η κεντρική ιδέα και πώς αποκρυσταλλώθηκε;

Η αρχική ιδέα εμφανίστηκε μερικά χρόνια πριν, όταν είχα προτείνει στο συνεργάτη μου Δημήτρη Μπίτο να επιχειρήσουμε μάλλον κάτι πολύ ουτοπικό… να δημιουργήσουμε ένα έργο από θραύσματα από τα κύρια και πιο σημαντικά έργα που έχουν γραφτεί για τον Άμλετ και την Ηλέκτρα και να συνυπάρξουμε ως Άμλετ και Ηλέκτρα επί σκηνής, παίζοντας όλους τους ρόλους αυτού του ‘νέου’ έργου μόνοι μας και μιλώντας έτσι ως δύο ‘τρελοί’, ‘δύο μαύρα πρόβατα της ιστορίας για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, αναζητώντας πάντα μια κοινή και νέα γλώσσα’. Φυσικά αυτό το τρελό εγχείρημα δεν έγινε ποτέ… αλλά αυτή η ιδέα οδήγησε σ΄ ένα κρυφό διάλογο που άρχισε να μεγαλώνει μέσα μου. Εκεί καταρχήν έγινε η δεύτερη πρόσκληση σ’ έναν Πολωνό σκηνοθέτη να συναντηθούμε επί σκηνής με αφορμή αυτό το υλικό, εμπλέκοντας το εθνικό μας αφήγημα. Δουλέψαμε πλάι πλάι για λίγο καιρό αλλά ήρθε η εμπειρία της Πανδημίας και για άλλη μια φορά βρέθηκα μετέωρη μ’ ένα υλικό στα χέρια μου και χωρίς άντρα ηθοποιό…

Μέχρι που διάβασα ξανά τη ‘Μηχανή Άμλετ’ του Χάινερ Μύλλερ και μπόρεσα να ξεκλειδώσω τον δικό μου χρησμό στο κείμενό του. Εκεί που τελειώνει ο συγγραφέας το δικό του έργο και κάνει ως Άμλετ το δικό του ‘θέατρο μέσα στο θέατρο’, προσκαλώντας ουσιαστικά την Ηλέκτρα ν’ αναλάβει δράση, επιστρέφοντας ‘με το κουζινομάχαιρο’ στο χέρι, άρχισα να γράφω ένα άλλο έργο ως γυναίκα ηθοποιός, θέλοντας ν’ απαντήσω στον Άμλετ και ταυτόχρονα στον ίδιο τον Μύλλερ, από τον οποίο είμαι στοιχειωμένη. Μάλλον ένιωσα να με γαργαλάει αυτό το θράσος να μιλήσω εγώ ως γυναίκα για μένα…

-Τι υποδηλώνει ο τίτλος;

Είναι ένας τίτλος ανοικτός σε πολλές ερμηνείες κι ελπίζω να λειτουργήσει έτσι και για τον θεατή. Για εμένα αυτή η παράσταση είναι λίγο σαν τάμα. Σαν μια υπόσχεση που έχω δώσει στον εαυτό μου που με περιμένει στην Έξοδο μετά από την μεγάλη αυτή κοινή εμπειρία της πανδημίας, βγαίνοντας κι εγώ από αυτή λαβωμένη όπως όλοι και ίσως μεταμορφωμένη.

-Πώς συνδέονται ο Άμλετ και η Ηλέκτρα και γιατί επικεντρωθήκατε στα δύο αυτά πρόσωπα;

Οι δύο αυτοί ήρωες συναντιόνται σε μια περιοχή θλίψης. Υπάρχει μια αθρήνητη αλήθεια και διεκδικούν τον χρόνο και τον χώρο που της αξίζει για να την φέρουν στο φως. Ο Α. μοιάζει λίγο με αυτά τα νέα παιδιά που βλέπω όλο και συχνότερα γύρω μου με τα παγωμένα πρόσωπα. Θα μπορούσε να είναι ένας χάκερ ακτιβιστής, ένας από τους Ανώνυμους που περνάει ώρες στο δωμάτιό του με κλειστά παράθυρα και επικοινωνεί με τον έξω κόσμο μέσω του υπολογιστή του. Γι’ αυτό φτιάχνει και μια ταινία για να φέρει την αλήθεια στο φως, και όχι μια παράσταση… Είναι παιδί της ψηφιακής εποχής, που όλα τρέχουν ιλιγγιωδώς. Δεν προλαβαίνει να κλάψει… για να το πω καλύτερα, θα μπορούσε να είναι κάποιος που δεν προλαβαίνει, που έχει ξεχάσει να κλαίει ή ακόμη χειρότερα, που δεν έμαθε ποτέ… Γι’ αυτό φωνάζει την Ηλέκτρα, ως ένα πρόσωπο που έρχεται από πίσω, από παλιά, κι από έξω, από την ύπαιθρο, εκεί που η εμπειρία του αργού χρόνου κοντά στη φύση και ο θρήνος μέσα από την τελετή, ήταν σπουδή. Θα μπορούσα να πω ότι προσλαμβάνει μια μοιρολογίστρα να κλάψει για εκείνον… Πηγή έμπνευσης ήταν η εξαιρετική φράση που ο ίδιος ο Μύλλερ απευθύνει στην γυναίκα- Οφήλια : ‘Οφήλια θέλω να κλάψω με τα δικά σου δάκρυα’. Γι’ αυτό προσκαλεί και την Ηλέκτρα στο τέλος του έργου του. Γιατί αυτή ξέρει να το κάνει. Να κλάψει για λογαριασμό του και ελπίζω για όλους μας. Αυτή είναι και η λειτουργία του θεάτρου.

-Τι θα λέγατε πως σας εκφράζει περισσότερο; Η διαδικασία δημιουργίας ή η ερμηνεία ενός έργου;

Θεωρώ την ερμηνεία δημιουργική διαδικασία και η αφετηρία μου είναι πάντα το σώμα. Δεν ξέρω πώς ακούγεται αυτό αλλά όσο έγραφα το έργο είχα ένα ρυθμό σωματικό έβλεπα και άκουγα τις εικόνες, το μιλούσα. Φαντάζομαι ότι αυτή είναι ούτως ή άλλως μια λειτουργία που έχει όποιος γράφει αλλά σίγουρα έχει να κάνει το ότι σε εμένα προηγείται η εμπειρία της ερμηνείας. Δεν θέλω και δεν μπορώ να επιλέξω. Απλά ακολουθώ την ανάγκη και είμαι ανοικτή γιατί δεν μπορώ από τη φύση μου να δεσμευτώ εύκολα με κάποιο τίτλο ή όνομα, αυτό της ηθοποιού ή της συγγραφέα. Μου πέφτουν βαριά. Ίσως πρόκειται και για δειλία. Δεν ξέρω. Έχω μια ενδόμυχη τάση να τα παίρνω όλα τόσο σοβαρά και να κάνω τη ζωή του πρωταθλητή ή του μοναχού, που αν δεν βρω μια ελαφρότητα, μια ανοικτή σχέση με αυτό που κάνω, αν κάτσω και σκεφτώ ποια είμαι ή τι κάνω, ίσως να μην το κάνω ποτέ.

-Η παράσταση είχε παρουσιαστεί ως δουλειά σε εξέλιξη στην Άνδρο. Στην Αθήνα θα δούμε κάτι διαφορετικό;

Αναπόφευκτα. Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που παίχτηκε και στο ενδιάμεσο αναβλήθηκε πολλές φορές, λόγω περιπετειών. Αυτή η απόσταση όμως από το υλικό αναπόφευκτα οδηγεί σε μια νέα ανάγνωση του έργου και από εμένα. Αλλά, ούτως ή άλλως, η παράσταση αυτή λειτουργεί ως μπουλούκι που περνάει απόψε από την πόλη σας και έχει σκηνοθετηθεί με αυτή τη λογική.

-Ποια πιστεύετε πως θα είναι η υποδοχή του έργου από το αθηναϊκό κοινό;

Δεν ξέρω. Ανυπομονώ κι εγώ να μάθω.

Photo Credit: Μαρία Λαμπριάδου

Διαβάστε επίσης:

«Συνάντησέ με… στην έξοδο», της Ειρήνης Δράκου στο Θέατρο Θησείο