Εάν έχετε βρεθεί έστω μία φορά σε έκθεση έργων σύγχρονης τέχνης τότε δύο είναι τα τινά που συνεπάγονται: πρώτον έχετε υπόψιν σας την εννοιολογική τέχνη και δεύτερον έχετε σίγουρα ακούσει σχόλια όπως «Μα είναι τώρα αυτό τέχνη;». Φυσικά, δεν σχολιάζεται αξιολογικά-αρνητικά εκείνος που δεν συμπαθεί το είδος αυτό της τέχνης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η τέχνη είναι επικοινωνία, αξίζει να δούμε τι έχει να επικοινωνήσει αυτό το είδος που διχάζει τους αποδέκτες του!

Μια απόπειρα ορισμού

Ίσως ο ορισμός κι η ανάλυση της «εννοιολογικής τέχνης» (που σχεδόν ορίζεται μέσω του ονόματος της) θα έπρεπε να ξεκινήσει με εφαλτήριο τον ορισμό της ίδιας της τέχνης. Ο ορισμός αυτός σε κάθε περίπτωση αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται κι ο τομέας αυτός. Η «τέχνη», λοιπόν, καθώς είναι μια λέξη ετυμολογικά συγγενής με το ρήμα «τίκτω», δηλαδή γεννώ, συνεπάγεται τη γέννηση και τη δημιουργία ενός πρωτότυπου και μοναδικού έργου, ακόμη κι αν αυτό έχει επηρεαστεί από ένα άλλο καλλιτεχνικό πρότυπο («Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη» ). Εξάλλου, ακόμη κι η ζωγραφική απεικόνιση ενός παρθένου φυσικού τοπίου θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι «υποκλέπτει» τη μοναδικότητα της φυσικής δημιουργίας.

Urgent Conversation, από την συλλογή του ΕΜΣΤ

Η εννοιολογική τέχνη, εν προκειμένω, εξωθεί τον παραπάνω συλλογισμό στα άκρα. Υπονοεί δηλαδή περαιτέρω ότι κι η «υποκλοπή» στο πλαίσιο της δημιουργικής τέχνης είναι ένα προϊόν μοναδικό κι ανεξάρτητο, εφόσον προσδιορίζεται κατ’ εξοχήν από την οπτική του θεατή. Ο τελευταίος δικαιούται να αναγνώσει τις διαφορετικές πτυχές του εκάστοτε έργου με το δικό του μοναδικό τρόπο. Πρόκειται, επομένως, για μια τέχνη βαθιά ανθρωπιστική, αφού αναγάγει τον άνθρωπο (θεατή και δημιουργό) στον ύψιστο φορέα καλλιτεχνικής αξίας.

Η «εξαΰλωση της τέχνης» είναι αυτό που πραγματεύεται στην ουσία η εννοιολογική τέχνη. Η σύλληψη κι η ιδέα του έργου αποτελούν τα εργαλεία του καλλιτέχνη, ενώ η τεχνική αρτιότητα δεν ενδιαφέρει. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι κανείς ορισμός του είδους αυτού της τέχνης δεν έχει γίνει – ως τώρα – κοινά αποδεκτός. «Μετουσίωση της φιλοσοφίας της καθημερινότητας» ή «υποστασιοποίηση της φιλοσοφίας», αποτελούν απόπειρες ορισμού σαφώς πιο κοντά στην πραγματικότητα. Αντίθετα, ο όρος «τέχνη» μάλλον αυθαίρετα χρησιμοποιείται από τους λεγόμενους εννοιολογικούς καλλιτέχνες, δεδομένου ότι η τέχνη απεκδύεται σε αυτήν την περίπτωση τον υλιστικό/τεχνικό «μανδύα» της…

Η τέχνη ως μορφή αντίδρασης

Το είδος τέχνης για το οποίο συζητάμε άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως αντίδραση στην εμπορευματοποίηση και τη μουσειακή κατηγοριοποίηση. Αντέδρασε μάλιστα έντονα απέναντι στον φετιχισμό των μουσείων που θεωρούσαν τα έργα ιδιοκτησία τους τους και χαρακτηρίστηκε παροξυσμός και νευρική κρίση του μοντερνισμού. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η μουσειακή τοποθέτηση ενός από τα πρώτα έργα της εννοιολογικής τέχνης «Μία και τρεις καρέκλες», το οποίο αποφασίστηκε να εκτεθεί σ’ ένα μουσείο, όπου δεν υπήρχε τομέας εννοιολογικής τέχνης. Στην πορεία αποσυναρμολογήθηκε κι εν τέλει καταστράφηκε (το έργο αποτελούνταν από καρέκλες , φωτογραφίες και μία φωτοτυπία, τα οποία διαχωρίστηκαν, για να κατηγοριοποιηθούν).

Urgent Conversation, από την συλλογή του ΕΜΣΤ

Προς μια τέχνη «δημοκρατική»

Η σύγχρονη αυτή μορφή τέχνης αφιερώνει το περιεχόμενό της σε διάφορες μορφές κι όψεις της καθημερινότητας – συχνά απρόσεχτες από τη φευγαλέα ματιά -, γι’ αυτό και προϋποθέτει τη δυναμική αλληλεπίδραση με το θεατή-κριτή, χωρίς τον οποίο, μάλιστα, η εννοιολογική τέχνη δεν υφίσταται καθόλου, καθώς ο τελευταίος εξουσιοδοτείται να αναπροσαρμόσει και να ανασυντάξει το έργο μιμούμενος τον καλλιτέχνη.
Πρόκειται συλλήβδην για μια τέχνη «δημοκρατική» που προϋποθέτει όμως σύνθετη σκέψη για να γίνει καθολικά αποδεκτή. Συνδυάζει, εν τέλει, την καθολικότητα και την εξατομίκευση της τέχνης, διότι από τη μία η εμφάνιση και το οπτικό ερέθισμα είναι κοινό σε όλους, ενώ από την άλλη, ο αποσυμβολισμός ποικίλλει κι οι πιθανότητες διαφορετικής ερμηνείας είναι τόσες, όσος κι ο αριθμός των εν δυνάμει θεατών!

Οι πρώτοι διδάξαντες

Η art conceptual αναφέρεται στις πρωτοπορίες της τέχνης κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Γεννήθηκε σε μια εποχή πολιτικής κρίσης κι αστάθειας, όπου κάθε πολιτική αλλά και καλλιτεχνική αυθεντία τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Με σκοπό να δηλωθεί η αγανάκτηση των καλλιτεχνών και να απελευθερωθούν από τα δεσμά του μοντερνισμού που είχε πια εξαντλήσει τα περιθώρια του, οι conceptualists έδωσαν προβάδισμα στο αντικείμενο της τέχνης κι όχι στην υλοποίηση της. Το 1967 ο όρος εννοιολογική τέχνη χρησιμοποιείται για πρώτη φορά ευρέως, αλλά η εμφάνιση του συμπίπτει χρονικά με τα πρώτα δείγματα εννοιολογικής τέχνης, τα λεγόμενα ready-mades. Ο Marcel Duchamp είχε ήδη από το 1917 παρουσιάσει στην Έκθεση Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη τον «ανεστραμμένο ουρητήρα- σιντριβάνι» που σκοπό είχε να προβληματίσει σχετικά με το τι θεωρείται τέχνη και το αν ένας ουρητήρας, εν προκειμένω, θα μπορούσε να θεωρηθεί γλυπτό.

Τα θεμέλια που έθεσε ο Duchamp συνάντησαν το 1965 τον Joseph Kosuth (κι άλλους καλλιτέχνες), ο οποίος στο έργο του «Μία και τρεις καρέκλες» επεδίωκε να ορίσει έμμεσα την τέχνη ως μια ταυτολογία, η τέχνη δηλαδή είναι απλώς τέχνη, όπως ακριβώς η καρέκλα είναι μια καρέκλα. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως μετά χρονικά, την περίοδο 1966-1972, η εννοιολογική τέχνη γνώρισε το απόγειο της παρακμής της! Από το 1968 κι ύστερα, το ενδιαφέρον των εννοιολογικών καλλιτεχνών επικεντρώνεται στο θεατή και τον ενεργό του ρόλο.

Marcel Duchamp, Κρήνη (Fountain), 1917

Επίλογος

Κλείνοντας με μία τελευταία παρατήρηση, είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι παρά την πολιτική κρίση και την όξυνση των πολεμικών ενεργειών εκείνης της περιόδου (λ.χ. πόλεμος στο Βιετνάμ) που εμφανίζονται μάλιστα ως υπεύθυνες για την αντιδραστική δημιουργία των conceptualists, ελάχιστη έως ανύπαρκτη είναι η ύπαρξη πολιτικών αιχμών και κριτικών στα έργα τους. Ίσως, βέβαια, θα μπορούσε κι αυτή η στάση από μόνη της να εκληφθεί ως έμμεση αποδοκιμασία στα πολεμικά τεκταινόμενα που προκαλούσαν ξεκάθαρα τον αποτροπιασμό των καλλιτεχνών.

Η τέχνη είναι βαθιά ριζωμένη στο μυαλό μας δίπλα στην έννοια του ωραίου. Η έννοια του ωραίου πάλι είναι συνήθως δίπλα στα κλασικιστικά πρότυπα που διέπονται από τις αρχές της συμμετρίας, του μέτρου και της αρμονίας. Η τέχνη όμως είναι και μια προοπτική. Ως τέτοια προοπτική μπορεί να ιδωθεί και η εννοιολογική τέχνη. Δεν υστερεί καθόλου (κατά την γνώμη της γράφουσας) στο κομμάτι της αρμονίας και του ωραίου. Μόνο που το ωραίο σε αυτήν την περίπτωση δεν σχετίζεται με το οπτικό ερέθισμα, αλλά με την διανοητική λειτουργία. Είναι ο αποσυμβολισμός της ιδέας και όχι η ματιά που οδηγεί τον θεατή στην τέρψη.