Ο σπουδαίος ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του πνεύματος της νεότερης Ελλάδος,αλλά και εθνικός της ποιητής έφυγε από τη ζωή, μια ημέρα σαν και αυτή.

Από τα Επτάνησα, στην Ιταλία για σπουδές και από την γειτονική χώρα, ξανά πίσω στην πατρίδα που αγάπησε. Νόστος. Ο Σολωμός, κατάφερε να αντλήσει στοιχεία της παράδοσης για τα μετουσιώσει σε ποίηση, άσματα, Εθνικό Ύμνο. Αρχικά της Ελλάδας και μετέπειτα της Κύπρου. Βεβαίως, είχε καλή γνώση των ήδη ανεκτίμητων δημοτικών τραγουδιών και λαογραφικού πλούτου γενικότερα. Έτσι, κατάφερε να αξιοποιήσει την γνώση συνάμα με την ψυχή του και να δημιουργήσει.

Η Ελληνική Επανάσταση, πέραν της ιστορικής της σημασίας, καθώς ένας λαός διεκδίκησε την ελευθερία του, κέρδισε επάξια την θέση της στην ελληνική λογοτεχνία. Ο Διονύσιος Σολωμός, συνεπαρμένος από την γενναιότητα αλλά και του πόνου, έγραψε τον εμβληματικό Ύμνο εις την Ελευθερίαν, έργο που παρουσιάζει ομοιότητες με το έργο Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον.

Ο Διονύσιος Σολωμός, γόνος προσφύγων από την Κρήτη, χάραξε ένα δρόμο ρομαντισμού και κλασικισμού, υμνώντας τους ανθρώπους που παλεύουν για την ελευθερία τους, κόντρα στην καταπίεση. Στον δρόμο του συναντήθηκε με πλήθος ανθρώπων που επηρέασε και επηρεάστηκε. Αντώνιος Μάτεσης, Γεώργιος Τερτσέτης, Νικόλαος Λούντζης.

Όπως είχε γράψει κάποτε ο Κώστας Βάρναλης για τον Διονύσιο Σολωμό, «Ο Σολωμός πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».

Ποίηση

Ἡ ψυχούλα

Ὡσὰν γλυκόπνοο,
δροσάτο ἀεράκι
μέσα σὲ ἀνθότοπο,
κειὸ τὸ παιδάκι
τὴν ὕστερη ἔβγαλε
ἀναπνοή.
Καὶ ἡ ψυχούλα του,
εἰς τὸν ἀέρα
γλήγορα ἀνέβαινε
πρὸς τὸν αἰθέρα,
σὰν λιανοτρέμουλη
σπίθα μικρή.

Ὅλα τὴν ἔκραξαν,
ὅλα τ᾿ ἀστέρια,
κι ἐκείνη ἐξάπλωνε
δειλὴ τὰ χέρια,
γιατὶ δὲν ἤξευρε
σὲ ποῖο νὰ μπεῖ.

Ἀλλά, νά, τοὔδωσε
ἕνα ἀγγελάκι
τὸ φιλὶ ἀθάνατο
στὸ μαγουλάκι
ποὺ ἔξαφνα
ἔλαμψε σὰν τὴν αὐγή.

Τὸ κολύμπι

Τὸ παιδάκι ὅταν ἀρχίσῃ
Τὸ κολύμπισμα νὰ μάθῃ,
Ὁ κολυμπιστὴς στὰ βάθη
Μὲ τὸ χέρι τὸ ὁδηγᾷ,

Τὸ ἀφήνει, τὸ προσέχει,
Κι᾿ ἂν ἰδῆ τὸ ὁπῶς δειλιάζει,
Εὐθὺς τρέχει καὶ τ᾿ ἁρπάζει,
Καὶ τὸν φόβον του ὀνειδᾷ.

Σονέττο ΧΙ

Ποιὰ εἶν᾿ αὐτὴ πού ῾ρχεται σὰν φανεῖ ἡ αὐγή,
μὲ ῥόδα ντυμένη στὸν κόσμο ξεπροβάλλει,
καὶ μ᾿ ὁλόλευκες σταγόνες τοὺς κάμπους δροσίζει,
ζωὴ δίνοντας πάλι σὲ κάθε ξερὸ χορτάρι;

Ὄμορφη σὰν τὸ φεγγάρι ποὺ ἀνασταίνει,
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ φωτεινὸ λύχνισμα ποὺ χαρίζει
τὸ λίγο τῆς νύχτας, γιὰ νὰ ξεχωρίζει
τέτοια νυχτερινὴ ὀμορφιὰ ποὺ μαγεύει.

Ἐκλεκτὴ σὰν τὸν Ἥλιο, ποὺ κι ἂν εὐγνωμονεῖ
τὸν Οὐρανό, τὶς ἐρημιὲς τῆς γῆς
ζεσταίνει, ζωντανεύει, ἀγαλλιάζει, ἀναθαρρεῖ κι ὁρίζει.

Φοβερὴ σὰν στρατὸς ποὺ ἕτοιμος
γιὰ μάχη σὲ ἀχανεῖς πεδιάδες
σκορπάει τὸν φόβο – ποιὰ εἶν᾿ αὐτή;

Τὸ ὄνειρο

Ἄκου ἕν᾿ ὄνειρο, ψυχή μου,
Καὶ τῆς ὀμορφιᾶς θεά·
Μοῦ ἐφαινότουν ὅπως ἤμουν
Μετ᾿ ἐσένα μία νυχτιά.
῾Σ ἕνα ὡραῖο περιβολάκι
Περπατούσαμε μαζί,
Ὅλα ἐλάμπανε τ᾿ ἀστέρια,
Καὶ τὰ κύτταζες ἐσύ.
Ἐγὼ τσὤλεα· πέστε, ἀστέρια,
Εἶν᾿ κανέν᾿ ἀπὸ τ᾿ ἐσᾶς,
Ποῦ νὰ λάμπη ἀπὸ κεῖ ἀπάνου
Σὰν τὰ μάτια τῆς κυρᾶς;
Πέστε ἂν εἴδετε ποτέ σας
῾Σ ἄλλη, τέτοια ὡραῖα μαλλιά,
Τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
Τέτοια ἀγγελικὴ θωριά;
Τέτοιο σῶμα ὡραῖον ὅπ᾿ ὅποιος
Τὸ κυττάζει εὐθὺς ρωτᾶ·
Ἂν εἶν᾿ ἄγγελος ἐκεῖνος,
πῶς δὲν ἔχει καὶ φτερά;
Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
Ὅπου μὤδινες γλυκά,
Ἐξεφύτρωνε ἄλλο ρόδο
Ἀπὸ τὴν τριανταφυλλιά.
Ὅλη νύχτα ἐξεφυτρώσαν,
Ὡς ὁποῦ λάμψεν ἡ αὐγή,
Ποὺ μᾶς ηὖρε καὶ τοὺς δυό μας
Μὲ τὴν ὄψη μας χλωμή.
Τοῦτο εἶν᾿ τ᾿ ὄνειρο, ψυχὴ μου·
Τώρα στέκεται εἰς ἐσέ,
Νὰ τὸ κάμης ν᾿ ἀληθέψῃη,
Καὶ νὰ θυμηθεῖς γιὰ μέ.