Η θεματική, με τίτλο «Εκάς του Δήμου» είναι αφιερωμένη στην Ακαδημία Πλάτωνος, το περιαστικό της τοπίο και την ανθρωπογεωγραφία της.

Η επιμελήτρια σημειώνει για την έκθεση:

Σε απόσταση άλλοτε από το «κλεινόν άστυ», ανάμεσα στον ποταμό Κηφισό και τις παρυφές του Δημόσιου Σήματος, εκεί όπου- κατά την παράδοση- ο επώνυμος Ήρωας εντόπισε την απαχθείσα Ωραία Ελένη, για να την επιστρέψει στους Διόσκουρους. Ο μύθος, άλλωστε, είναι εκείνος που διαφεντεύει αυτήν τη ζώνη αττικής γης, όπου μαζί με τις “μορίαι ελιαί”, που προμήθευαν με ιερό λάδι τους αμφορείς των Παναθηναϊκων αγώνων, ανθοφόρησε ο κόσμος των ιδεών, ο ένας πόλος της παγκόσμιας διανόησης, ο υπεραισθητός.

“Εντός και εκάς” του Δήμου, μέσα πια στον αστικό ιστό, αλλά τόσο ακόμη απόμακρη από τους ρυθμούς του, χωροθετείται η Ακαδημία Πλάτωνος. Ένας τόπος, μεστός από σημεία και αναφορές, που μετασχηματίστηκε στο διάβα του χρόνου ως προς τη δραστηριότητα και την ανθρωπογεωγραφία του, αφότου το Χρυσόβουλο του Ιουστινιανού βύθισε τις “ιερόσυλες” φιλοσοφικές συζητήσεις για τον έρωτα και την ψυχή στη θαλερή σιωπή της χειρωναξίας.

Αυτόν τον τόπο τον τόσο αντινομικό ως προς τον ρεαλισμό και τη μαγεία του, τον βερισμό της εικόνας και τη σημειολογία, πραγματεύεται ο Δημήτρης Καρυστινός στη δεύτερή του ατομική έκθεση, αποτυπώνοντας όψεις της πολεοδομίας, της καθημερινότητας, αλλά και της- άλλοτε- κραταιής του φύσης, όπου πια δειλά αποκαλύπτεται.

Γέννημα θρέμμα του Θησείου, ο καλλιτέχνης οικειοποιήθηκε από τα μικράτα του το αρχαιολογικό τοπίο, εγγράφοντας κάποτε πρωτόλειες αναμνήσεις σε αυτό, ιχνηλατώντας πλέον λαθραία, χωρίς εισιτήρια και διαπιστεύσεις ιστορημένους τόπους, με την ίδια άνεση που έπαιζε μήλα στον λόφο των Νυμφών, είτε έφθειρε τα κοντά παντελονάκια του στους σπονδύλους της Ποικίλης Στοάς.

Πλάνητας, σήμερα, «μπωντλαιρικός» σχεδόν, αθόρυβος μέσα στη βοή της πόλης, ιχνηλατεί την Ακαδημία Πλάτωνος, μια σύγχρονη βαρναλική ετεροτοπία δειλών, μοιραίων και άκληρων, που -διόλου τυχαία- επέλεξε για τον δικό του αέναο προορισμό.

Ένα πολυδύναμο για εκείνον πεδίο αναστοχασμού και ενατένισης, όπου η λήθη συμπλέκεται με τη μνήμη, το ανύποπτο με το αιώνιο, η εγκατάλειψη με τη φήμη ανά την οικουμένη, το γκροτέσκο με την έννοια του άφθορου κάλλους που πριν από αιώνες συνελήφθη κάπου πιο χαμηλά στη στρωματογραφία του.

Πίσω από τη συναισθησία της παρακμής, έναν παραστρατημένο κάδο σκουπιδιών, ένα σκουριασμένο ποδήλατο πεταμένο σαν απόρριμμα στην άκρη του δρόμου, τη μυρωδιά καμένου λάστιχου στην ατμόσφαιρα ή τις αυτοσχέδιες μάντρες από τσιμεντόλιθους, ο καλλιτέχνης ιχνογραφεί την ποιητική της λήθης, το γκρίζο περιβάλλον της βιοτεχνικής ζώνης με τη Μπάουχαους αισθητική, με μια κάποια προτίμηση στη φθινοπωρινή της εκδοχή. Καθώς αυτή είναι που αντικατοπτρίζει τους μπετονένιους όγκους στα λύματα μετά τη νεροποντή, που συνδέει την εικόνα με το απείκασμα της, το μόρφωμα με την εξωραϊσμένη αντιστροφή του.

Πέρα από τη δυστοπική όψη που έχει να κάνει με τα “ανθρώπων έργα”, τον υλικό κόσμο και την κοσμική εμπειρία, η θεματική του Δημήτρη Καρυστινού εμψυχώνεται από τον πάντα τροφοδότη μύθο. Με προσήλωση βλέμματος προς τον απαράλλαχτο αττικό ορίζοντα, ο καλλιτέχνης αποδίδει την αχλύ του στις εναλλαγές του καιρού, όπως μεταμορφώνεται στο φως της αυγής και το λυκόφως του δειλινού, τα χρώματα του ιριδικού φάσματος που μένουν ανέπαφα μέσα στους αιώνες, μαζί με την απρόσκοπτη θέα προς τον Ιερό βράχο.

Συνειρμικά, με καταλύτη τον αθηναϊκό ουρανό, η βιωματική σχέση με την περιοχή, που προσλαμβάνεται μέσα που την παρατήρηση ανάγεται σε πνευματική, που εξακοντίζεται στη σφαίρα της φαντασίας. Έτσι, το τσιμεντένιο περιβάλλον προσομοιώνεται με την παλαίστρα που άλλοτε έξυναν με τη στλεγγίδα τα γυμνασιόπαιδα τα γυμνά τους σώματα, οι υπερπλασμένες από τον μόχθο παλάμες των περιοίκων με τα λεπτά ακροδάχτυλα των Αθηναίων εφήβων που αντέγραφαν σε πινάκια χωρία από το Συμπόσιο, τα μουτζουρωμένα χέρια των βιοπαλαιστών με αυτόν τον πρώτο δείκτη που υψώθηκε ως ηθική πρόταση προς τον ουρανό.

Και ακόλουθα, ο τόπος απογυμνώνεται νοερά από κάθε σύγχρονη προσθήκη, για να μπορέσει ο καλλιτέχνης να ανασάνει μέσα στα απόβλητα τις μυρωδιές της νωπής Αττικής γης, να ακούσει πίσω από τον γραναρισμένο ήχο των μηχανών τα τιτιβίσματα των κοτσυφιών και αν είναι τυχερός να συναντήσει, μαζί με τους αγαπημένους του ανώνυμους αντί -ηρωες του περιθωρίου, τον Εύδοξο και τον Ισοκράτη να παίζουν πεσσούς στη σκιά μιας μυρτιάς σε κάποιο διάλειμμα από τη διδασκαλία τους…

Ε. Θ. Καϊράκη

Δημήτρης Καρυστινός – Βιογραφικά στοιχεία:

Ο Δημήτρης Καρυστινός γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Θησείο, δίπλα στο αρχαιολογικό τοπίο. Από μικρό παιδί εκδήλωσε την αγάπη του για την ιστορία και τη ζωγραφική. Η καλλιτεχνική του πορεία άρχισε με τη συμμετοχή του σε ομαδική έκθεση στην Ιταλία, όπου σπούδαζε Φαρμακευτική. Ακολουθήσαν εκθέσεις φωτογραφίας, όπου βραβεύτηκε. Το 2005, παρακολούθησε σεμινάρια ζωγραφικής στο Κολλέγιο Αθηνών με δασκάλους τον Κ. Λαζαρίδη και τον Ν. Χρισοφοράκη. Την πρώτη του ατομική έκθεση την παρουσίασε στο Παγκράτι, σε ένα μικρό εντευκτήριο. Έκτοτε, συμμετέχει επιλεκτικά σε εκθέσεις και πολιτιστικές δράσεις σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, με ενδεικτική αναφορά την αίθουσα τέχνης ΤΙΤΑΝΙUΜ σε θεματική αφιερωμένη στον ποιητή Καραβία, το 2014, στα Ναυπηγεία Περάματος, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου ΙΛΙΟΥ «Μ.ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ» και αλλού. Το αστικό τοπίο και ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται μέσα σε αυτό βρίσκονται στο κέντρο του εικαστικού του προβληματισμού.