Πρέπει κανείς να ρισκάρει με το φόβο, όπως ρισκάρει και με το θάνατο. Το αληθινό θάρρος έχει να κάνει μ’ αυτό ακριβώς το ρίσκο.

Τις πρώτες ώρες της Γαλλικής Επανάστασης, η Μπλανς ντε λα Φορς απαρνείται τα προνόμια της υψηλής αριστοκρατίας προς χάριν της λιτής μοναστικής ζωής. Στη Μονή των Καρμηλιτισσών, η νεαρή γυναίκα βρίσκει τη γαλήνη που αναζητά. Όταν οι μοναχές αρνούνται να αναγνωρίσουν το επαναστατικό καθεστώς και συλλαμβάνονται, η Μπλανς δραπετεύει. Μα πώς να δεχτεί να μείνει ζωντανή την ώρα που οι αδελφές της οδηγούνται στη λαιμητόμο;

Ένα εκπληκτικό κείμενο γύρω από την αυταπάρνηση, τη θυσία, τον φόβο, ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ζωρζ Μπερνανός, γραμμένο παραμονές του δικού του θανάτου.

Ζωρζ Μπερνανός

O Γάλλος συγγραφέας Ζωρζ Μπερνανός (1888-1948) είχε μια ζωή και μια καριέρα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν “περιπετειώδεις”. Μαθητής Ιησουιτών, πτυχιούχος Νομικής και Φιλολογίας, οπαδός της Action francaise, ξεκίνησε ως δημοσιογράφος σε φιλοβασιλική εφημερίδα. Πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, εμπειρία που τον σημάδεψε δια βίου· παντρεύτηκε μια απόγονο της Ζαν ντ’ Αρκ κι απέκτησε έξι παιδιά. Λόγω οικονομικών προβλημάτων αλλά και υγείας έζησε σε διάφορα μέρη στο Νότο της Γαλλίας, στην Πάλμα της Μαγιόρκας, κι αργότερα στη Βραζιλία. Το 1930, ήδη διάσημος συγγραφέας των μυθιστορημάτων “Sous le soleil de Satan” (1926) και “La Joie” (βραβείο Femina 1929), διακόπτει τις σχέσεις του με την άκρα δεξιά κι απορρίπτει πολλές από τις πολιτικές, λογοτεχνικές και κοινωνιολογικές θέσεις του. Ασκεί κριτική κατά του κομφορμισμού των καθολικών κύκλων και λίγο αργότερα θα υπερασπιστεί τους Ισπανούς Δημοκρατικούς κατά του Φράνκο, μέσα από μια σειρά πολιτικών άρθρων. Θα επανέλθει στη λογοτεχνία με το “Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου” το 1936· θα ακολουθήσουν αρκετά μεγάλα έργα που έγραψε επηρεασμένος από τον ισπανικό εμφύλιο, (Grands Cimetieres sous la lune) και τα οποία θα εκδοθούν αργότερα. Σ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου βρίσκεται στην Βραζιλία, αρθρογραφώντας κατά της κυβέρνησης δωσίλογων του Βισύ, και παίρνοντας θέση υπέρ του Ντε Γκωλ, με παράκληση του οποίου θα επιστρέψει τελικά το 1945 στη Γαλλία. Θα αρνηθεί δυο φορές το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής καθώς κι την είσοδό του στη Γαλλική Ακαδημία, προκειμένου να κρατήσει την ανεξαρτησία του ως συγγραφέας. Πέθανε από καρκίνο το 1948.