Σε μία παραλία της Λέσβου δύο βοσκοί βρίσκουν και υιοθετούν δύο έκθετα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τον Δάφνι και τη Χλόη. Όταν μεγαλώνουν τα παιδιά, αναλαμβάνουν τη βοσκή των κοπαδιών και μέσα σε μια μαγευτική φύση ανακαλύπτουν σιγά σιγά το μυστήριο του έρωτα.

Διαβάστε ξανά, σε νέα μετάφραση, το έργο του αρχαίου έλληνα μυθιστοριογράφου Λόγγου, μια ερωτική ιστορία που αγαπήθηκε όσο λίγες και επηρέασε αμέτρητους καλλιτέχνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

«Παιδιά μου, δεν υπάρχει φάρμακο για τον έρωτα. Ούτε από αυτά που τρώγονται ούτε από αυτά που πίνονται ούτε από αυτά που λέγονται σαν ξόρκια. Μόνο ένα φιλί, μια αγκαλιά και δυο γυμνά κορμιά μπορούν να τον γιατρέψουν».

Ο Λόγγος και το έργο του

Για τη ζωή του Λόγγου δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα πέρα από το αθάνατο έργο του, γι’ αυτό και οι μελετητές προσπάθησαν να αντλήσουν πληροφορίες από αυτό. Το γεγονός ότι διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στη Λέσβο και το ότι οι λεπτομερείς περιγραφές των τοπίων αλλά και των ανθρώπινων συνηθειών είναι αυθεντικές τους επέτρεψαν να εικάσουν ότι ήταν Λέσβιος. Η καθηγήτρια της Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Johns Hopkins των ΗΠΑ Emily Shields, το 1915, υποστήριξε ότι για πολλούς αιώνες μεταξύ των βοσκών του νησιού υπήρχαν παρόμοιες λατρείες σχετικά με τις Νύμφες και τον Πάνα όπως ακριβώς τις περιγράφει ο Λόγγος. Επίσης, από τρεις επιγραφές που βρέθηκαν στο νησί επιβεβαιώνεται η παρουσία του ονόματος Λόγγος στη Λέσβο. Το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποίησε σε συνδυασμό με τις πληροφο¬ρίες που διέσωσε τον τοποθετούν χρονικά στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα. Ο καθηγητής των κλασικών σπουδών του Ιλινόις Ben Edwin Perry, το 1967, υποστήριξε, βασιζόμενος στις επιγραφές, ότι ο Λόγγος θα πρέπει να έζησε στη Λέσβο στο δεύτερο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα και ότι το όνομά του θα πρέπει να ανήκε σε διακεκριμένη οικογένεια της Μυτιλήνης της νήσου Λέσβου. Επίσης πίστευε ότι θα πρέπει να πήρε τον τίτλο Πομπήιος από τον προστάτη του νησιού Γναίο Πομπήιο τον Μέγα. Δεν είναι λίγοι όμως οι ερευνητές που υποστήριξαν ότι το όνομα Λόγγος τού δόθηκε από την πρωτότυπη ονομασία του έργου του: «λόγγου πoιμενικῶν τῶν κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην». Επειδή η αρχική λέξη «λόγγου» ήταν γραμμένη με πεζό λ, το εξέλαβαν ως θαμνότοπο ή πυκνόφυτη περιοχή και όχι ως κύριο όνομα.

Καθώς δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τον Λόγγο, ας επικεντρωθούμε στο έργο του. Ο Δάφνις και η Χλόη που περιγράφει είναι δύο παιδιά εύπορων οικογενειών τα οποία εγκαταλείφθηκαν σε βρεφική ηλικία από τους πραγματικούς τους γονείς και, αφού σώθηκαν χάρη σε μια γίδα ο ένας και μια προβατίνα η άλλη, που τους θήλασαν και τους κράτησαν στη ζωή, ανατράφηκαν από οικογένειες ποιμένων. Μεγαλώνοντας μέσα στη φύση και περνώντας από την παιδική ηλικία στην εφηβεία βλέπουμε να αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια αγνή και αθώα αγάπη που εξελίσσεται σε παθιασμένο έρωτα. Το τοπίο βρίσκεται σε διαρκή εναλλαγή χάρη στον αδιάκοπο κύκλο των εποχών, που άλλοτε διευκολύνει και άλλοτε δυσκολεύει τους δύο νέους, οι οποίοι προσπαθούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει και να λύσουν τα μυστικά του έρωτα. Ύστερα από περιπέτειες και παρεμβάσεις θεών και ανθρώπων τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους με τον καλύτερο τρόπο και, αφού βρίσκουν τους πραγματικούς τους γονείς, ενώνονται για πάντα με τα δεσμά του γάμου…

Στην εισαγωγή τού έργου του ο Λόγγος αναφέρει έναν ονειρεμένο πίνακα στο Νυμφαίο, με υπέροχες εικόνες, που του γέννησε την ανάγκη να αποδώσει με λόγια αυτή την ομορφιά. Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του και θέλοντας να βάλει τελεία στον κύκλο που ξεκίνησε, ενημερώνει τους αναγνώστες πως το ζευγάρι μετά το ευτυχές τέλος στόλισε με εικόνες τη σπηλιά των Νυμφών για να δείξει την ευγνωμοσύνη του σ’ αυτές. Έτσι η ιστορία φαντάζει σαν μια πραγματική βιογραφία των παιδιών.

Όσο κοινότοπα και αν ακούγονται όλα αυτά, χάρη στη γραφή του Λόγγου γίνονται μοναδικά. Από όλες τις σελίδες του βιβλίου αναβλύζει αγάπη. Πέρα από τα δύο παιδιά, που είναι αξιαγάπητα, ειδικά μέσα από τους διαλόγους και τους μονολόγους τους, όλοι οι ήρωες, συμπεριλαμβανομένων και των δύο ζώων που θήλασαν τα βρέφη, έχουν μια τρυφερή και ανθρώπινη συμπεριφορά. Ακόμα και οι «κακοί» στα χέρια του Λόγγου βρίσκουν τον τρόπο να εξιλεωθούν. Ο συγγραφέας σαν ένας καλός μάγειρας μοιράζει σε σωστές δόσεις συναισθήματα και ρόλους στους ήρωές του και σαν καλός ζωγράφος σκιτσάρει πρόσωπα και εικόνες. Παράλληλα εξασφαλίζει μια ζηλευτή ισορροπία στην ιστορία του. Ύστερα από έναν σκληρό χειμώνα έρχεται η άνοιξη και το καλοκαίρι, ύστερα από μια άγρια επίθεση πειρατών ακολουθεί η ποθητή ειρήνη, τα εγκατελειμμένα και άπορα παιδιά στο τέλος αποκτούν τα πάντα. Ο αθώος έρωτας της μικρής Χλόης σβήνει στο λεπτό την ανάμνηση της ερωτικής συνεύρεσης του Δάφνιδος με τη Λυκαίνιο, η τολμηρή και γενναία συμπεριφορά του Γνάθωνος απαλύνει την αλγεινή εντύπωση των αισχρών ορέξεών του.

Οι περιγραφές και οι εύστοχες παρομοιώσεις κάνουν το βι¬βλίο σχεδόν διαδραστικό, καθώς άλλοτε ο αναγνώστης ακούει το γάργαρο νερό να τρέχει στην πηγή και άλλοτε μυρίζει το μεθυστικό άρωμα των ώριμων μήλων που πέφτουν στο χώμα. Σε μια εποχή που η ζωή στην πόλη φάνταζε πολύ πιο ελκυστική από αυτή της υπαίθρου, ο Λόγγος υμνεί τη φύση και τις ομορφιές της ζωής στην επαρχία. Με την τελική απόφαση των δύο παιδιών να επιστρέψουν στον τόπο τους στέλνει μέσα από τους αιώνες το δικό του μήνυμα στους σημερινούς νέους, υποδεικνύοντάς τους την εναλλακτική λύση της επιστροφής στις ρίζες. Με αφορμή τον πόλεμο Μυτιληναίων και Μηθυμναίων διακρίνουμε επίσης την άποψη του Λόγγου, που θέλει «…μεταξύ πολέμου και ειρήνης ωφελιμότερη την ειρήνη…».

Οι πληροφορίες που αντλούμε από το βιβλίο για τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο του 2ου αιώνα είναι πολύτιμες. Κατ’ αρχάς εντυπωσιάζει η ισότητα των δύο φύλων, που είναι αισθητή σε όλη την ιστορία. Τα ζευγάρια σε όλες τις κοινωνικές τάξεις παίρνουν από κοινού τις αποφάσεις και μοιράζονται όλες τις δουλειές μέσα και έξω από το σπίτι. Όταν η μητέρα της Χλόης ζυμώνει ψωμί, ο πατέρας της βράζει το κρέας, οι γονείς του Δάφνιδος κάθονται μαζί και μετρούν το κριθάρι που μόλις λίχνισαν. Τα παιδιά κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά, η διαφορά έχει να κάνει καθαρά με τη μυϊκή δύναμη, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο Λόγγος φρόντισε να βόσκει τις γίδες ο Δάφνις και τα πρόβατα η Χλόη, αφού οι γίδες είναι πολύ πιο ατίθασες. Ωστόσο, όταν χρειάζεται, τις αναλαμβάνει και αυτές η Χλόη. Παρότι θεω¬ρητικά είναι δούλοι ενός άρχοντα, κάτι που μόνο από τα συμφραζόμενα γίνεται κατανοητό, διακρίνεται μια εντυπωσιακή ελευθερία μεταξύ των ανθρώπων. Δούλοι και αφέντες τρώνε μαζί, γυναίκες και άνδρες εργάζονται και διασκεδάζουν μαζί, τα δύο παιδιά περνούν αμέτρητες ώρες μαζί και αυτό δεν κατακρίνεται από κανέναν. Ο Λόγγος μάς ενημερώνει για τις διατροφικές τους συνήθειες, για τα αμπέλια, ακόμα και για το είδος των σταφυλιών που έδιναν από τότε ένα από τα καλύτερα κρασιά. Το κρασί εξάλλου είναι σχεδόν ένας από τους βασικούς ήρωες της ιστορίας, καθώς πρωτοστατεί στο καθημερινό τραπέζι, στη διασκέδαση αλλά και στις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ενώ το έργο, όπως αναφέρθηκε ήδη, υπολογίζεται πως έχει γραφτεί στα τέλη του 2ου με αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στον χριστιανισμό, παρότι είναι γνωστό ότι ο απόστολος Παύλος είχε επισκεφθεί τη Λέσβο με σκοπό τη διάδοση του χριστιανισμού το 52 μ.Χ. Η παραμονή του στο νησί μία μόνο μέρα σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Λόγγου μάς επιτρέπουν να εικάσουμε ότι η νέα θρησκεία άργησε να διαδοθεί στη Λέσβο.

Τέλος, στο μυθιστόρημα υπάρχουν κάποια τολμηρά επεισόδια που έρχονται σε αντίθεση ακόμα και με τη σημερινή ηθική αντίληψη, πόσο μάλλον με εκείνη των παλαιότερων χρόνων. Όπως ήταν αναμενόμενο οι αναφορές αυτές έδωσαν αφορμή στους συντηρητικούς κύκλους ανά τους αιώνες να κατακρίνουν το έργο, πολλές φορές μάλιστα λυσσαλέα, απαιτώντας να αφαιρεθούν τα επίμαχα σημεία… Όσο όμως φαντάζει αδιανόητο το να σκανδαλίζεται κανείς στη θέα των γυμνών κορμιών της Αφροδίτης της Μήλου ή του Ερμή του Πραξιτέλη, που μόνο θαυμασμό στο κάλλος αλλά και στο ταλέντο των δημιουργών τους προκαλούν, άλλο τόσο αδιανόητο είναι και το να δυσανασχετεί με το έργο του Λόγγου, όπου υμνείται τόσο τρυφερά ο έρωτας σε όλα τα στάδιά του.