«Collaborators», ένα νέο έργο του John Hodge, μια  ιστορική συνάντηση κορυφής: Ιωσήφ Στάλιν –Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, δυο κορυφαίοι βρετανοί

ηθοποιοί σε συγκλονιστικές ερμηνείες: Σάιμον Ράσελ Μπίλ και  Άλεξ Τζένινγκς και ένας σκηνοθέτης-αστέρας: Νίκολας Χάιτνερ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε απευθείας μετάδοση -προβολή από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας την Πέμπτη 1η Δεκεμβρίου 2011 στις 9 το βράδυ.

«Οι συνεργάτες» είναι η τρίτη απευθείας μετάδοση από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας –μετά το ‘One man two guvnors’ και την ‘Κουζίνα’- που το Μέγαρο Μουσικής προσφέρει φέτος στο κοινό της Αθήνας, σε συνεργασία με την Βρετανική Πρεσβεία και το Βρετανικό Συμβούλιο. Η παράσταση ανέβηκε στη σκηνή Κότεσλο του λονδρέζικου θεάτρου στις 4 Νοεμβρίου και θα συνεχιστεί μέχρι τις 21 Ιανουαρίου.

Μόσχα 1938: Ακατάλληλο μέρος για ανεξάρτητα πνεύματα. Ο Ιωσήφ Στάλιν είναι στην εξουσία, όσοι του στέκονται εμπόδιο περνάνε από συνοπτικές δίκες και εξαφανίζονται ή εξορίζονται, ο  Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ζει ανάμεσα σε διαφωνούντες και κάθε του κίνηση καταγράφεται από την αστυνομία, τα έργα του λογοκρίνονται και απαγορεύονται. Ο ύπατος άρχοντας θέλει να γιορτάσει τα 60 του χρόνια με ένα θεατρικό έργο του αμφισβητία συγγραφέα, εκείνος απαντάει με μια αγιογραφία-εγκώμιο  για τα  πρώτα νεανικά επαναστατικά χρόνια του Πατερούλη, που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.

Με αφετηρία τα πραγματικά γεγονότα, «Οι συνεργάτες» καταγράφουν ένα  σουρεαλιστικό ταξίδι  μέσα στην πυρακτωμένη φαντασία ενός συγγραφέα, που χάνει σιγά-σιγά τον εαυτό του σε μια μακάβρια, ταραγμένη και σκοτεινά κωμική σχέση με τον εξουσιαστή-πρωταγωνιστή του δράματός του και αποδέχεται ένα φαουστικό συμβόλαιο με τη μυστική αστυνομία. Ένα ανελέητο παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό με ένα ρεσιτάλ  συγκλονιστικών ερμηνειών, του Σάιμον Ράσελ Μπίλ –Στάλιν, που προσπαθεί να εξουσιάσει το μυαλό και τη σκέψη του Άλεξ Τζένινγκς –Μπουλγκάκοφ.

«Να σκοτώνεις τους αντιπάλους σου είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να αλλάξεις τον τρόπο που σκέφτονται, να ελέγξεις το μυαλό τους. Νομίζω ότι τα κατάφερα με σένα θαυμάσια. Στο μέλλον θα μπορώ να λέω, ο Μπουλγκάκοφ; Μα ναι, τον εκπαιδεύσαμε. Παραδόθηκε. Είδε το φως το αληθινό. Τον τσακίσαμε, μπορούμε να τσακίσουμε τους πάντες. Ο άνθρωπος αντιμέτωπος με το κτήνος, Μιχαήλ. Και το κτήνος είναι πάντα ο νικητής».

Ο Τζον Χοτζ (γ.1964), σεναριογράφος μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών, όπως το Τrainspotting (1996) με το πρώτο του θεατρικό επιχειρεί μια κατάβαση στο μυαλό του Μιχαήλ Μπουγκάλκοφ, καταγράφει τους αποκρουστικούς συμβιβασμούς και τις ταπεινώσεις που δέχεται ένας τολμηρός καλλιτέχνης από τη μηχανή της εξουσίας και τον  παρακολουθεί στην αργή διάβρωση των αρχών του, αλλά και στην αναμέτρησή του με τη νεφρική ανεπάρκεια, που θα τον σκοτώσει 2-3 χρόνια αργότερα.

Παράλληλα με τη σύνθετη και αντιφατική σχέση των δυο κεντρικών χαρακτήρων, το έργο αποτυπώνει και την απόλυτη παράνοια της καθημερινότητας στην Σοβιετική Ένωση του Ιωσήφ Στάλιν: ένας βιομηχανικός εργάτης μπορεί να ζει στη ντουλάπα του σπιτιού σου, το νερό μπορεί να έρχεται και να διακόπτεται χωρίς προειδοποίηση και οι άνθρωποι μπορεί να εκτελούνται ως προδότες με την κατηγορία ότι εκφράζουν «αντικειμενικές απόψεις».

Ο Νίκολας Χάιτνερ (γ. 1956), διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας και σκηνοθέτης της παράστασης, με μια εξωφρενικά ιλιγγιώδη παραγωγή, δημιουργεί μια συγκλονιστική εικόνα ενός καλλιτέχνη συντετριμμένου από την ενοχή για τη συνεργασία του με ένα καθεστώς, που ξέρει ότι είναι διεφθαρμένο και φαύλο ενώ ο πυρετώδης σουρεαλισμός και του κειμένου, αλλά και της σκηνοθεσίας  παραπέμπει σε επιρροές από το κορυφαίο, τελευταίο μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», στο οποίο ο Σατανάς επισκέπτεται τη Μόσχα.

«Το έργο του Χοτζ», έγραψε ο κριτικός του Guardian, Μάικλ Μπίλινγκτον, «έχει ένα εφιαλτικό σφρίγος, που το έχει συλλάβει άψογα η φρενήρης παραγωγή του Νίκολας Χάιτνερ, σε συνδυασμό με το διαρκώς εναλλασσόμενο σκηνικό του Μπομπ Κρόουλι. ….Ο Μπουλγκάκοφ του Άλεξ Τζένινγκς προσδίδει σε αυτό το  απρόθυμο θύμα ενός βάρβαρου συστήματος πολλά επίπεδα αισθημάτων και διαθέσεων. Τον ερμηνεύει σαν έναν άνθρωπο που παρασύρεται μοιραία σε μια συμφωνία με τον Διάβολο, που σιγά-σιγά συνειδητοποιεί την άβυσσο αυτού του συμβολαίου και συντρίβεται από την επίγνωση μιας αυτοπροδοσίας… Ο Σάιμον Ράσελ Μπιλ είναι  εκπληκτικός στο ρόλο του Στάλιν.  Αρχίζει κωμικά, μια κοντόχοντρη, βραδυκίνητη, αθυρόστομη φιγούρα με επαρχιώτικη προφορά στην αρχή ενώ στη συνέχεια, από σκηνή σε σκηνή, χτίζει έναν αδίστακτο και διπρόσωπο δυνάστη, που περιφρονεί την ανθρώπινη ζωή. Μια συγκλονιστική ερμηνεία, ένα ζοφερό πορτρέτο της ψυχής ενός τυράννου».

«Ο δημιουργικός καλλιτέχνης απέναντι στον δυνάστη, το ανθρώπινο πνεύμα απέναντι στις δυνάμεις της καταστροφής: η αέναη διαμάχη του Μπουλγκάκοφ», σημειώνει η κριτικός του Observer, Σουζάνα Κλαπ. «Ο Χότζ λέει και κάτι άλλο, δεν μιλάει μόνο για το περιεχόμενο των έργων του συγγραφέα, αλλά και για τις κωμικοτραγικές και ζοφερές πλευρές της μοίρας του και ο Νίκολας Χάιτνερ συλλαμβάνει την ουσία του έργου με μοναδική οξυδέρκεια, με ακανόνιστο ρυθμό, με σαρκασμό, με νεύρο. Το σκηνικό του Μπομπ Κρόουλι, που εμπνέεται από τον κονστρουκτιβισμό προσθέτει ένταση στη δράση και η μουσική επένδυση του Τζορτζ Φέντον, δημιουργεί κινηματογραφική ατμόσφαιρα, σέρνεται κάτω από τους διαλόγους και δίνει στο έργο έναν ξεχωριστό ρυθμό».

Οι πολιτιστικοί κομισάριοι του σοβιετικού καθεστώτος απαγόρευαν την έκδοση και την παρουσίαση κάθε έργου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891-1940), αλλά « Ο Λευκός Φρουρός» του ήταν από τα αγαπημένα έργα του Στάλιν, που το είχε δει 15 φορές, παρά του ότι εξέπεμπε συμπάθεια για τους χαρακτήρες που ήταν εναντίον του μπολσεβικισμού. Το 1938 ο Μπουλγκάκοφ δέχτηκε να γράψει ένα θεατρικό για τον παντοδύναμο Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, παραγγελία του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Την εποχή εκείνη ετοίμαζε το πιο ανατρεπτικό του βιβλίο, που θεωρείται ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του 20ου αιώνα, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα».

Ο συγγραφέας παρέδωσε το 1939 στο Θέατρο Τέχνης το «Batum», μια αγιογραφία-ύμνο στον νεαρό Στάλιν, ενώ το αριστούργημα του επρόκειτο να εκδοθεί, το 1966, 26 χρόνια μετά το θάνατό του. Ήθελε να κερδίσει την εύνοια του καθεστώτος, ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθειά του να δει κάποιο έργο του στην σκηνή –έστω και αυτό- μετά από τόσες απαγορεύσεις; Ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις και προκαλούν σκέψεις για τα όρια της ανατρεπτικής τέχνης, αλλά και για τη σκοτεινή γοητεία, ακόμα και της πιο ζοφερής εξουσίας. Με πρώτη ύλη αυτές τις απορίες, ο Τζον Χοτζ οργανώνει τη θεατρική συνάντηση του καλλιτέχνη με τον εξουσιαστή του και με τον δικό του μίτο δοκιμάζει να περιπλανηθεί στον δαίδαλο αυτής της περίπλοκης σχέσης.

Είναι πολλές οι πραγματικές ιστορίες για τους παράδοξους δεσμούς ανάμεσα στους δυο άνδρες. Ο Στάλιν προστάτεψε τον Μπουλγκάκοφ  πολλές φορές από τις υπερβολές της λογοκρισίας, του εξασφάλισε δουλειά στο μικρό μοσχοβίτικο θέατρο, που αργότερα έγινε το Θέατρο Τέχνης, του τηλεφώνησε ο ίδιος όταν έμαθε ότι ήθελε να εγκαταλείψει την Σοβιετική Ένωση και τον απέτρεψε και είχε ξεκαθαρίσει στους ζηλωτές του καθεστώτος του ότι συγγραφείς σαν τον Μπουλγκάκοφ είναι πέραν του καλού και του κακού. Για τον Χοτζ, ο Μπουλγκάκοφ είναι το παράδειγμα του συμβιβασμένου καλλιτέχνη, για την Ιστορία  είναι ο τολμηρός αντικαθεστωτικός, που είχε το κουράγιο να καταγγείλει το σοβιετικό ήθος, με βιβλία όπως «Η καρδιά του Σκύλου», «Ο Μολιέρος» και «Ο Μαίτρ και η Μαργαρίτα».

Σκηνικά:  Μπομπ Κρόουλι, μουσική επένδυση: Τζορτζ Φέντον