Ο Βλάσης Φρυσίρας μιλάει στο CultureNow για την συλλογή και τις δραστηριότητες του βραβευμένου Μουσείου Φρυσίρα και το ταξίδι στην τέχνη που είναι μια αδιάκοπη περιπέτεια με μοναδικές εμπειρίες και συγκλονιστικές γνωριμίες!

Συνέντευξη στην Λίλιαν Αλεξάκου

Λίλιαν Αλεξάκου: Γιατί σπουδάσατε Νομικά αφού σας αρέσει πάρα πολύ η Τέχνη; 
 
Βλάσης Φρυσίρας: Το 1963 μπήκα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Νομική Σχολή. Τα δεδομένα εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα στην επαρχία που ζούσα, στο Κιάτο Κορινθίας, η οικογενειακή μου κατάσταση και γενικότερα οι αντιλήψεις που επικρατούσαν δεν ευνοούσαν να επιλέξει κανείς τον χώρο της Τέχνης για να σταδιοδρομήσει. Άλλωστε αυτοί που επιλέγουν την Τέχνη διακατέχονται από άλλου είδους ανησυχίες, είναι λιγότερο πραγματιστές, περισσότερο ονειροπόλοι και μπαίνουν στο παιχνίδι της.
Εγώ σαν άνθρωπος ήμουν ιδιαίτερα πραγματιστής, είχα αυτογνωσία, δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα το ταλέντο μου στη ζωγραφική και γι’ αυτό έγινα Δικηγόρος. Η Δικηγορία όμως με βοήθησε και μου έδωσε τη δυνατότητα, να δημιουργήσω μια συλλογή με ταυτότητα, συλλογή έργων ζωγραφικής με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, πολύ συγκροτημένη. 

Λ. Α.: Ποια είναι η διαδρομή σας ως συλλέκτης; 
 
Β. Φ.: Ξεκίνησα στην αρχή να συλλέγω Έλληνες ζωγράφους προσεγγίζοντας νέους καλλιτέχνες κι αυτό είχε μια σκοπιμότητα, γιατί μπορούσα με λιγότερα χρήματα να αγοράζω περισσότερα έργα. Ήμουν μέρος ενός παιχνιδιού με μεγάλο ρίσκο αφού το ρίσκο είναι μέσα στη λειτουργία μου σαν άνθρωπος γιατί από αυτό μαθαίνεις αφενός και επιβεβαιώνεσαι αν επιτύχεις αφετέρου. Ξεκίνησα με νέους, επειδή είχα ένα ιδιαίτερο ένστικτο στις επιλογές μου, που το συμπλήρωνε η γνώση για την Τέχνη. Καλλιεργούσα την γνώση μου επισκεπτόμενος Μουσεία του κόσμου, διαβάζοντας βιβλία Τέχνης, αποκτούσα μόρφωση στο αντικείμενο που με ενδιέφερε παρακολουθώντας όλα τα κινήματα της Τέχνης. Όταν δεν λειτουργούσα συναισθηματικά και είχα τους αυστηρούς δογματικούς κανόνες που έβαζα στις επιλογές μου, οι επιλογές μου ήταν άριστες και δικαιώθηκαν διαχρονικά. Αισθάνεσαι μεγάλη ικανοποίηση όταν επιβεβαιώνεσαι από τις επιλογές σου, γιατί έχεις συμβάλει στη στήριξη καλλιτεχνών που το έργο τους καταξιώνεται στο χρόνο. 

Λ. Α.: Πόσα έργα είχε η συλλογή σας όταν τη δημοσιοποιήσατε; 
 
Β. Φ.: Όταν δημοσιοποιήθηκε η συλλογή μου το 1989-1990 και παρουσιάστηκε στην Αθήνα, στην Κρήτη, στην Ζάκυνθο και στη Θεσσαλονίκη αριθμούσε περίπου 1200 έργα, μόνον Ελλήνων καλλιτεχνών. Το νόημα της δημοσιοποίησης ήταν να φανεί η ζωγραφική σε μια εποχή που δεν ήταν στις πρώτες επιλογές των συλλεκτών αφού κυριαρχούσαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη άλλα κινήματα (εγκαταστάσεις, video κ.λ). Επίσης, να προκληθούν και να προσκληθούν νεότεροι συλλέκτες να στηρίξουν το έργο νέων καλλιτεχνών. 

Λ. Α.: Στο εξωτερικό, άνοιξαν εύκολα οι πόρτες για τη συλλογή σας; 
 
Β. Φ.: Θα έλεγα δεν άνοιγαν καθόλου. Η ζωγραφική θεωρείτο ντεμοντέ εκείνη την εποχή. Εγώ συνηθίζω να πηγαίνω κόντρα στα ρεύματα. Οι αντιστάσεις που βρήκα από το εξωτερικό άλλαξαν την στρατηγική μου. Στράφηκα μετά το 1990 στη συλλογή έργων από σημαντικούς ευρωπαίους ζωγράφους κι αυτό το έκανα για να δυναμώσω τη συλλογή μου και να αποκτήσει διεθνή εμβέλεια. Απέκτησα έργα Χόκνεϊ, Φρόυντ, Κιττάι, Άουερμπαχ, Πάολα Ρέγκο, Σεγκί, Ρουστέν, Πατ Αντρέα και άλλων που τους φιλοξενούσαν όλα τα μουσεία της γης. Στη συνέχεια ξαναμπήκα στο παιχνίδι της αναζήτησης νέων καλλιτεχνών. Σήμερα είναι πολύ εύκολο να φιλοξενηθεί το Μουσείο σε σημαντικούς ευρωπαϊκούς χώρους, όπως και έχει συμβεί.

Λ. Α.: Ο κόσμος της Τέχνης είναι μικρός; 
 
Β. Φ.: Οι άνθρωποι που ασχολούνται με την Τέχνη είναι ιδιαίτεροι. Τόσο αυτοί που δημιουργούν όσο και αυτοί που απολαμβάνουν τα δημιουργήματά τους. Εκ των πραγμάτων ο κόσμος αυτός αριθμητικά είναι μικρός. Πνευματικά πολύ μεγάλος. 

Λ. Α.: Το Μουσείο Φρυσίρα πότε δημιουργήθηκε; 

Β. Φ.: Το 1993 με την οικογένειά μου, συστήσαμε το Ίδρυμα που ονομάστηκε  «ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ-ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΡΥΣΙΡΑ». Στεγάστηκε σε δύο νεοκλασικά κτίρια στην Πλάκα στην οδό Μονής Αστερίου 3 και 7. Άρχισε να λειτουργεί από το 2000 παρουσιάζοντας τις συλλογές του και παράλληλα φιλοξενούσε μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις κορυφαίων Ευρωπαίων δημιουργών και Ελλήνων. Το Μουσείο χρηματοδοτείται αποκλειστικά από την οικογένεια Φρυσίρα. Πέραν των εκθέσεων στο Μουσείο παρουσιάζονται και άλλα πολιτιστικά γεγονότα, σεμινάρια τέχνης, εκπαιδευτικά προγράμματα, βραδιές λόγου, ποίησης, μουσικές βραδιές. Με άλλα λόγια είναι ένας ζωντανός πολιτιστικός οργανισμός, ένα κύτταρο που μέσα από κει προάγεται το πνεύμα, η αγάπη για την Τέχνη και η προσπάθεια προσέγγισης των νέων παιδιών για να αγαπήσουν την Τέχνη και να καλλιεργήσουν την ψυχούλα τους. Αυτό προσπαθεί να επιτύχει το Μουσείο και νιώθω πανευτυχής που το πραγματοποίησε.. Γίνεται ένας πολύ μεγάλος αγώνας για να μπορέσει να σταθεί όρθιος ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός και να προσφέρει σοβαρό πολιτιστικό έργο.

Λ. Α.: Γιατί επιλέγετε πορτραιτα δυστυχισμένων ανθρώπων; 
 
Β. Φ.: Μου αρέσει ο άνθρωπος, η ανθρώπινη προσέγγιση. Μ’ αρέσει να έχω λίγους ανθρώπους να κουβεντιάζω και το ίδιο συμβαίνει και με τα έργα: συνδιαλέγεσαι, μιλάς μαζί τους. Τη δυστυχία πρέπει να μπορούμε να την προσεγγίσουμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Δυστυχώς στις μέρες μας ο πόνος κυριαρχεί της χαράς. Για αυτό και ξεχωρίζουν οι ελάχιστοι άνθρωποι όπως οι γιατροί χωρίς σύνορα και κάποιοι που απαρνούνται τον εαυτό τους και προσφέρουν στον συνάνθρωπό τους. Γι’ αυτό και υπάρχει ελπίδα.

Έχω μεγάλη πνευματική συγγένεια με τον ζωγράφο Ρουστέν και τα έργα του, καθώς επίσης και με τον Εδουάρδο Σακαγιάν. Συναναστρέφομαι ελάχιστους ανθρώπους που με κάνουν να νιώθω καλά κουβεντιάζοντας μαζί τους.

Λ. Α.: Το έργο οδηγεί στον καλλιτέχνη; 
 
Β. Φ.: Πάντοτε. Είναι η πρώτη εικόνα, ο πρώτος καθρέφτης που σε οδηγεί στο να γνωρίσεις έναν άνθρωπο.-Οι καλλιτέχνες ξεφεύγουν από την πραγματικότητα; Ζουν σε δικό τους κόσμο;« Οι καλλιτέχνες είναι μέρος της κοινωνίας. Ιδιαίτερα όμως ευαίσθητοι. Χωρίς ευαισθησία δε δημιουργείς τέχνη. Έχουν άλλες συχνότητες ή αντιμετωπίζουν τα πράγματα από διαφορετική σκοπιά. Γι’ αυτό βλέπεις πολλούς να θυσιάζουν την άνεσή τους μπαίνοντας σε δυσκολίες και αντιπαλεύοντας με οικονομικές αντιξοότητες προσπαθώντας να δημιουργήσουν και να προτείνουν έργο. 

Λ. Α.: Είστε πραγματιστής; 
  
Β. Φ.: Μα κι εγώ ζώντας σ’ αυτό το περιβάλλον έχω ξεφύγει από την πραγματικότητα. Αλλιώς δεν θα δημιουργούσα το Μουσείο. Το ταξίδι στην Τέχνη ήταν μια αδιάκοπη περιπέτεια με μοναδικές εμπειρίες, συγκλονιστικές γνωριμίες με αξιόλογους ανθρώπους που συνεχίζεται και θα συνεχίζεται. 

Λ. Α.: Ποιες είναι οι πιο σημαντικές εκθέσεις του Μουσείου σας; 
  
Β. Φ.: Θεωρώ ότι οι εκθέσεις που φιλοξένησα στο Μουσείο είχαν μια διεθνή αποδοχή και επιβράβευση γιατί πολλές εξ αυτών είχαν φιλοξενηθεί σε σημαντικά ευρωπαϊκά Μουσεία. Θα αναφερθώ στις εκθέσεις
των συλλογών της Μαλμπορο Γκάλερυ με έργα του Μπέικον, Φρόυντ, Κιτάι, Κοκόσκα, Μποτέρο και άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, στην έκθεση των Βέλγων του 20ου αιώνα, σε αναδρομικές εκθέσεις Ρουστέν, Σεγκί, Αντάμυ, Σκουλάκη, Βαλαβανίδη, Σακαγιάν, στην έκθεση του Πατ Αντρέα με θέμα Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, στην έκθεση με τίτλο όταν οι θεοί γίνονται άνθρωποι με επιμέλεια του Άγγλου ιστορικού τέχνης Έντουαρντ Λουσι Σμιθ, στην έκθεση της γαλλικής pop art με επιμέλεια του Γάλλου ιστορικού τέχνης Φιλίπ Νταζέν, στις εκθέσεις των Γερμανών καλλιτεχνών Γκέρχαρντ Ρίχτερ και Πενκ με επιμέλεια του Γερμανού ιστορικού τέχνης Γιούργκεν Σίλινγκ και στην έκθεση με 15 καλλιτέχνες από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη με τίτλο η δύναμη της ζωγραφικής. 

Λ. Α.: Έχει βραβευθεί η προσπάθειά σας αυτή; 
 
Β. Φ.: Το 2003 το Μουσείο φιλοξενήθηκε στις αίθουσες του Ευρωκοινοβουλίου στις Βρυξέλλες και η παρουσίασή του έγινε με οπτικοαουστικά μέσα. Βραβεύθηκε σαν ένα από τα σημαντικότερα, τουλάχιστον για εκείνη την εποχή, έργα ιδιωτικής πρωτοβουλίας μέσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για την πολιτιστική μου προσφορά με τίμησε με τον Μεγαλόσταυρο του Φοίνικα.

Ευελπιστώ να συνεχίσω με την ίδια ευθύνη και την ίδια σοβαρότητα.