Καταβύθιση σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί το άγνωστο, σε έναν κόσμο δηλαδή ανεξήγητο, έναν κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στο υπαρκτό και το μη υπαρκτό επιχειρεί ο Μπέκετ έχοντας για βάση του την σκέψη του στοχαστή Σοπενχάουερ. Το κύριο ζητούμενο για τον Σοπενχάουερ παραμένει πάντα η ενασχόληση με τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα: με το νόημα και την αξία της ζωής, τη φύση της τέχνης και της ηθικής. Με αυτά τα νοήματα καταπιάνεται και ο στοχαστικός Μπέκετ μέσα από μια αφήγηση σπαρακτικά δοσμένη. Ο λόγος του είναι δραματικός, είναι βαθιά διεισδυτικός στις αγωνίες και τις ανησυχίες της ανθρώπινης φύσης.

Περιμένοντας μιαν κάποια απάντηση στις απορίες

“Το να υπάρχει είναι οδύνη: αυτό υποστηρίζει ο Μπέκετ. Το να υπάρχει πραγματικά είναι οδύνη. Ποια όμως είναι αυτή η πραγματικότητα εντός της οποίας η ύπαρξή σου είναι οδύνη” θα γράψει ο μεταφραστής Θωμάς Συμεωνίδης στο εξαιρετικό επίμετρο που έχει ο ίδιος επιμεληθεί και προσπαθεί μέσα από διάφορους συνεκτικούς δεσμούς του Μπέκετ με την φιλοσοφία και την λογοτεχνία να αναλύσει την λαβυρινθώδη σκέψη του, αυτήν που μοιάζει να είναι δυσερμήνευτη και να καταλήγει στο άπειρο αλλά στην ουσία της είναι βαθιά φιλοσοφημένη και στοχευμένη. Ο Μπέκετ όπως και στον περίφημο Γκοντό του μας οδηγεί στις στοές μιας αντίληψης για το θέμα του ανθρώπινου νου και των όσων το διέπουν.

Διαβάζοντας τα λόγια του Μπέκετ οδηγούμαστε σε πολλά διαφορετικά και πολυποίκιλα συμπεράσματα και όμως την ίδια στιγμή αγνοούμε την πραγματική αλήθεια, μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα των απόψεων περί ζωής, ο Μπέκετ στέκεται γενναίος και αρθρώνει έναν λόγο καίριο και πηγαίο, συνομιλώντας ουσιαστικά με τον εσωτερικό του κόσμο στον οποίο και απευθύνει πληθώρα ερωτημάτων χωρίς να έχει απαραίτητα και τις κατάλληλες απαντήσεις. Ο Σοπενχάουερ ισχυριζόταν πως “κάθε ανθρώπινη ζωή είναι μία τραγωδία, δεν είναι παρά μία σειρά μάταιες ελπίδες, ατελέσφορα σχέδια και λάθη που συνειδητοποιούμε πολύ αργά. Προφανώς δεν αξίζει να τη ζήσει κανείς”. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και ο συλλογισμός του Μπέκετ μέσα από αλλεπάλληλες αναλύσεις περί της θεωρίας του ανθρώπινου είναι.

Ο λόγος του Μπέκετ είναι δυναμικά στάσιμος, νιώθουμε πως δεν υπάρχει δράση σε όσα αφηγείται και όμως είναι τόσο έντονα εμποτισμένη η αφήγησή του που ο κύλινδρος στον οποίο αναφέρεται βρίσκεται εκεί μπροστά μας και κινείται. Μοιάζει ο λόγος του με έναν βόλο σαν αυτούς που παίζαμε μικροί, αυτός ο βόλος χρειάζεται χρόνο για να μετακινηθεί και πολλές φορές χάνεται στην ίδια του την κίνηση ή μας παίρνει πίσω και η κίνηση ξεκινά από την αρχή. Ο Μπέκετ με την μελέτη του για τον Προυστ, τον οποίο και μελέτησε, κατατάσσεται σε αυτήν την κατηγορία των λογοτεχνών φιλοσόφων που μετακινούνται στο επέκεινα και αναζητούν σαφείς ή λιγότερο σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα που μοιάζουν να τους τυραννούν. Ο ίδιος θα πει σε μια επιστολή του: “Η πραγματική συνείδηση είναι το χάος, μια γκρίζα αναστάτωση του νου, χωρίς προϋποθέσεις ή συμπεράσματα ή προβλήματα ή λύσεις ή περιπτώσεις ή κρίσεις”.

Βαδίζοντας εμπνευσμένος, ανήσυχος και μετέωρος

Αυτό το κείμενο έχει πολλά θεατρικά στοιχεία που ακουμπούν και αγγίζουν τον φλοιό αυτής της ανθρώπινης υπόστασης που δεν αρκείται στις ήδη δοσμένες απαντήσεις και φροντίζει σε κάθε στιγμή να αναμοχλεύει την άμμο της συνείδησης που ουσιαστικά είναι χαώδης όπως ισχυρίζεται άλλωστε και ο ίδιος. “Η φιλοσοφία είναι κάτι πολύ πιο υψηλό από κάθε θρησκεία που είναι δυνατόν να υπάρξει… κάτι το οποίο πρέπει να κατανοήσει και να δει κανείς σε βάθος” είχε πει κάποτε ο Σοπενχάουερ και ο Μπέκετ βαδίζει μετέωρος σε αυτό το τεντωμένο σχοινί της ασάφειας περί των πραγμάτων. Ο Μπέκετ σε αυτό το βιβλίο επιχειρεί το πείραμα με “θύμα” του τον αναζητητή, αυτόν τον ανώνυμο ήρωα που μοιάζει με τα ανδρείκελα και τις μορφές του Ντε Κίρικο, ένας κάποιος χωρίς ταυτότητα που αιωρείται.

Παίζει με τις λέξεις, τις έννοιες, δοκιμάζει φραστικά επεισόδια, αναλύει περίπλοκες καταστάσεις, εκφράζεται ασύμβατα και υπόγεια, εκδηλώνει πλήθος μαθηματικών εξισώσεων προσπαθώντας να βρει λύσεις στα δυσθεώρητα αινίγματα. Ο αναγνώστης βρίσκεται ενώπιον ενός μυστηρίου σχημάτων και αριθμών που δεν έχει συγκεκριμένη δομή γιατί πολύ απλά εμπλέκεται το τέλος με το άπειρο και η σιωπή με την ανυπαρξία. Ο ίδιος άλλωστε αναφέρει στον Ακατονόμαστο: “Έφτανα στο σημείο να αμφιβάλλω για την ύπαρξή μου, και, ακόμα και σήμερα, δεν πιστεύω σε αυτήν ούτε για ένα δευτερόλεπτο, έτσι ώστε να πρέπει να λέω, όταν μιλάω, Ποιος μιλάει, και να ψάχνω, και όταν ψάχνω, Ποιος ψάχνει, και να ψάχνω και έτσι στη συνέχεια και με τον ίδιο τρόπο για όλα τα άλλα πράγματα που μου συμβαίνουν”.

Είναι χαώδης η σκέψη του αλλά συνάμα και πανανθρώπινη με ένα πρόσημο βαθιά στοχαστικό που διέπεται από μια θεατρικότητα της παύσης, χωρίς πρόδηλη κίνηση, αλλά με υποδόριο ρυθμό και παλμό που οφείλεις να τον νιώσεις μέσα σου καθώς εισπράττεις τον λόγο του. Ο Θωμάς Συμεωνίδης γράφει σχετικά: “Ο Μπέκετ στοχάζεται έναν κόσμο όπου η αιτιότητα παραμένει αδιευκρίνιστη ή, τουλάχιστον, έναν κόσμο για τον οποίο οι εξηγήσεις που παρέχει ο ορθολογισμός οδηγούν σε μια ελλιπή και λαθεμένη αντίληψη για την πραγματικότητα. Στοχάζεται έναν κόσμο για τον οποίο οι αντιλήψεις μας δεν μπορεί παρά να είναι λαθεμένες“.

Αποσπάσματα του βιβλίου

“Ένας αδρανής αναζητητής ο οποίος θα πατηθεί αντί να υπάρξει πέρασμα από πάνω του είναι ικανός για μια τέτοια έκρηξη θυμού που να θέσει ολόκληρο τον κύλινδρο σε αναβρασμό”.

“Αυτοί που δεν γνωρίζουν ποτέ μια στιγμή ανάπαυσης στέκονται ριζωμένοι στο σημείο σε στάσεις συνήθως υπερβολικές και η ακινησία των αδρανών και των νικημένων οξυμμένη στο δεκαπλάσιο κάνει αυτό που είναι κανονικά δικό τους να φαίνεται γελοίο στη σύγκριση”.


Διαβάστε επίσης:

Σάμιουελ Μπέκετ – Αυτοί που έχουν χαθεί