Ένα οδοιπορικό στη νυχτερινή ζωή της επαρχίας, η οποία πίσω από τα χειροκροτήματα και την αποθέωση κρύβει παγίδες και κινδύνους. Η επικοινωνία με έναν κόσμο που το βράδυ “σε ανεβάζει” και το πρωί απλά δεν σε αναγνωρίζει.

“Είδα περιουσίες να εξανεμίζονται φύλλο φτερό. Φιλίες σοβαρών οικογενειών να γίνονται μίση και πάθη άγρια για μεσόκοπες τραγουδίστριες, που το καλύτερο γραφείο συνοικεσίων δεν θα μπορούσε να πασάρει στο χειρότερο συνταξιούχο. Είδα ένα κόσμο που άναψε και κάηκε πάνω σε μία σκηνή όλο μάγια.
Θέλω να πιστεύω πως μία θεϊκή συγκυρία οδήγησε ειδικά εμένα στο θαυμαστό κόσμο των σκυλάδικων και ουσιαστικά άλλαξε τη ζωή και την ψυχή μου. Το οδοιπορικό σ’ αυτούς τους χώρους είναι το ωραιότερο κομμάτι της καριέρας μου και με βοήθησε να ξεφύγω από τη μίζερη και συμβατική ζωή του θεάτρου και να ανακαλύψω το όνειρο.

Μπήκα φάλτσα με τραγούδια του Χατζιδάκι και δικαίως στην αρχή έφαγα τα μούτρα μου, γιατί το σκυλάδικο δεν είναι γκέτο που περιέχει ομαδοποιημένους, αλλά ένας χώρος που αποκλείει τους άσχετους. Εγώ στο σκληρό αυτό κόσμο έπαιξα τίμια και αντρίκεια και επιβίωσα δέκα ολόκληρα χρόνια.
Τη νύχτα ζεις. Μπορεί και να πεθάνεις, αλλά σίγουρα δεν φυτοζωείς. Ή ζεις ή πεθαίνεις.”

Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε:

– Η ομώνυμη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου
Η ομώνυμη ταινία της Κίρκης Κάραλη

O Θάνος Αλεξανδρής γεννήθηκε στην Νέα Αρτάκη, Ευβοίας. Δημοσιογράφος και στενός συνεργάτης της Μαλβίνας Κάραλη. Σπούδασε νομικά και στη δραματική σχολή του Κάρολου Κουν. Δούλεψε με το Γιώργο Μαρίνο στη «Μέδουσα». Το πρώτο του βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει» έγινε ταινία, όπου μαζί με τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο, υπογράφει και το σενάριο. Στη συνέχεια έγινε και παράσταση σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή, η οποία προσπαθεί να τον προσδιορίσει ως εξής:

«Το ποιος είναι ο Θάνος Αλεξανδρής μοιάζει αδύνατο να περιοριστεί σε μια ιδιότητα. H Αλεξάνδρα Τσόλκα τον χαρακτήρισε “Έλληνα Κέρουακ των Σκυλάδικων”.

Ήταν το παιδί που διάβαζε νυχθημερόν τα μαθήματά του, που άκουγε μανιωδώς τον “Μεγάλο Ερωτικό”, το παιδί που ποτέ δεν υπήρξε λογικό στη ζωή του, που απέκτησε ψυχολογικό πρόβλημα, αγαπώντας εξίσου τον Χατζιδάκι, τον Δάκη, τον Χριστιανόπουλο, τον Αγγελόπουλο, τον Τέρρη Χρυσό και τη Νταντωνάκη, που σπούδασε στη Νομική Σχολή και στη Δραματική σχολή Καρόλου Κουν, που έζησε την ένδοξη κόλαση της επαρχιώτικης νύχτας, που βούτηξε στο γκλίτερ των σκυλάδικων και στην ποίηση των υπερβατικών στιγμών τους, που φοβήθηκε τις κοσμικότητες και προτίμησε το περιθώριο, που 20 χρόνια πριν έγραψε το “Αυτή η νύχτα μένει”, που υπήρξε κομπέρ και τηλεπερσόνα, που “πολιτογράφησε” το τρας στο λεξιλόγιό μας, που του αποδίδεται η πατρότητα της φράσης “απο φωνή μ***ι και από μ***ι φωνάρα”, που πέρναγε απ’ τον Κάβαφη στον Καφάση και τούμπαλιν, που η αισθητική του -όση χρυσόσκονη κι αν έπεσε- δεν αλλοιώθηκε ποτέ, που αυτά που ήθελε να δει, τα έχει δει. “Η καθαρότητα των ειδών έχει οδηγήσει σε τεράστιους φασισμούς”, είχε πει η Μαλβίνα. Κι ο Θάνος μάλλον συμφωνεί.»