Το Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη παρουσιάζει τη νέα περιοδική έκθεση με τίτλο «Το Αττικό τοπίο». Πολύτιμα μικρογλυπτά του Ηλία Λαλαούνη εμπνευσμένα από τη μοναδικότητα της Ελληνικής υπαίθρου συνομιλούν με έργα τεσσάρων σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών – των Μανώλη Ζαχαριουδάκη, Χάρη Λάμπερτ, Γιώργο Χαδούλη και Μανώλη Χάρο, σε μια έκθεση που φέρνει κοντά δύο γενιές πρωτοπορίας στον χώρο της Ελληνικής τέχνης, παρουσιάζοντας το έργο του διακεκριμένου Έλληνα χρυσοχόου σε αντιπαραβολή με αυτό σημαντικών εκπροσώπων της σύγχρονης εικαστικής σκηνής.

Σε μια δύσκολη συγκυρία για τον τόπο μας, το Μουσείο Κοσμήματος, μέσα από μια έκθεση-αφιέρωμα στην εικαστική δημιουργία και τις διακοσμητικές και εφαρμοσμένες τέχνες, μια έκθεση που στηρίζεται από τους ίδιους τους καλλιτέχνες και την ιστορικό τέχνης Ελένη Αθανασίου – προβάλλει έργα που, σαν το Αττικό Τοπίο αποπνέουν Ελληνικότητα, αισιοδοξία, και καλοκαίρι.

ΜΕΡΟΣ Ι
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΥΝ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Η έκθεση Αττικό Τοπίο περιλαμβάνει ποικίλα θέματα του φυσικού περιβάλλοντος της Αττικής και αποτελεί μία συνύπαρξη των καλών τεχνών με τις εφαρμοσμένες. Τέσσερις καλλιτέχνες βγαίνουν και ζωγραφίζουν για πρώτη φορά στη φύση.

Πειραματίζονται πάνω σ’ αυτό που βλέπουμε και τον τρόπο που το βλέπουμε. Ζωγραφίζουν εξ’ επαφής και αναζητούν τους παράγοντες που στοιχειοθετούν το ωραίο. Με λίγα λόγια εξετάζουν τον τρόπο που βλέπει το μάτι. Οι εικαστικοί που συμμετέχουν είναι ο Μανώλης Ζαχαριουδάκης, ο Χάρης Λάμπερτ, ο Γιώργος Χαδούλης ο Μανώλης Χάρος ενώ η φωτογραφική αποτύπωση αυτού του οδοιπορικού ανήκει στον Γιώργο Βδοκάκη.

Η θεματολογία τους περιορίζεται στις σκηνές της υπαίθρου. Γεννιέται και αναπτύσσεται κάτω από αίθριους ουρανούς, μεσογειακούς ήλιους, και καταπράσινα λιβάδια. Ακρόπολη, Ανάβυσσο, Βραυρώνα, Σούνιο, Καπανδρίτι, Κουβαράς, Σαλαμίνα είναι κάποιες από τις περιπλανήσεις τους στην Αττική γη. Λάδια, σχέδια, ακουαρέλες και φωτογραφίες προσπαθούν να αποδώσουν το σήμερα με τις εικαστικές τάσεις της εποχής μας συνδυάζοντας τον λυρισμό με μια νέα αντίληψη χρωμάτων.

Δίχως να βουλιάζουν στη βαριά ατμόσφαιρα των νατουραλιστών, χρησιμοποιούν την παλέτα τους για να εκφράσουν το συναίσθημα, το πάθος και την ένταση. Τα στοιχεία της φύσης, το τοπίο γενικότερα είναι χώροι που προσεγγίζουν σχεδιαστικά αλλά δεν αντιγράφουν. Η ζωγραφική τους έχει τη σημασία του πειράματος για την επαλήθευση γενικότερων νόμων. Είναι συγχρόνως πεδίο μαθητείας και άσκησης. Φανερώνει έναν αγώνα για την κατάκτηση της αλήθειας, της γνώσης στον τομέα της ζωγραφικής. Τα σχέδια τους είναι εργαλεία ανίχνευσης και γνώσης της ουσίας, της ψυχής αυτού του κόσμου.

Εμφανείς είναι οι έμμεσοι απόηχοι από τα ευρωπαϊκά κινήματα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου  αιώνα. Στην αρχή αποτύπωναν φωτογραφικά και με ρομαντική διάθεση το Αττικό τοπίο έχοντας ιδιαίτερη προτίμηση στην αρχαιότητα ενώ αργότερα με την έλευση του μοντερνισμού, οι καλλιτέχνες επιλέγουν μια πιο ελεύθερη πινελιά και δημιουργούν τοπία με αφηγηματικές ενίοτε τάσεις, απαλλαγμένα από τους κανόνες της φωτογραφικής αποτύπωσης και του ρεαλισμού.

Ο Μανώλης Χάρος επηρεάζεται από την αρχαιότητα, ιχνηλατεί την ιστορία που κρύβεται πίσω από έναν τοίχο ή μια κολώνα, αποκρυπτογραφεί το χθες μέσα από ένα δένδρο.

Οι εικόνες του ξεπερνούν τη νατουραλιστική αποτύπωση της σιωπής και μεταφέρουν την μεταφυσική ατμόσφαιρα του Bőcklin. Δεν αποτελούν αυτοτελείς συνθέσεις. Μπορεί να αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου έργου. Η γοητεία της ζωγραφικής του στηρίζεται στην ασάφειά της. Εξάλλου τίποτα το πολύ σαφές και εκλογικεύσιμο δεν είναι δυνατόν να μας γοητεύσει. Η γοητεία είναι κάτι σαν μουσική, είναι μια αιώρηση ανάμεσα στο είναι και στο μη είναι.

Ο Μανώλης Ζαχαριουδάκης με αφαιρετική διάθεση δημιουργεί από μελάνι και κάρβουνο ένα patch της Αττικής γης, πολλαπλά μικρά τοπία στην ίδια εικόνα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η ουσία μιας γραμμής είναι αφαίρεση• εξάλλου πόσες φορές μεγάλοι καλλιτέχνες δεν τόνισαν το γεγονός ότι δεν υπάρχουν γραμμές στη φύση, πως το περίγραμμα ενός αντικειμένου είναι ένα σχήμα καθαρά νοητικό, πως η γραμμή που οριοθετεί ένα πράγμα δεν υπάρχει πουθενά, πως έχουμε να κάνουμε με ένα νεφέλωμα παρά με ένα ευδιάκριτο σχήμα.

Ο Γιώργος Χαδούλης με κοφτές νευρικές πινελιές και με εκούσια απουσία του περιγράμματος των σχημάτων, περίπου αρχέγονα, αποδίδει την φωτεινή εντύπωση της στιγμής αλλά και τις σπάνιες ατμοσφαιρικές όψεις που σχηματίζονται όταν πέφτει καταχνιά στην θάλασσα και τις πλαγιές. Λούζει τα έργα του με το Αττικό φως το οποίο αποτελεί και δομικό στοιχείο της παράστασης, «ζυμωμένο» με τα χρώματα και την υλική τους σύσταση.

Ζωγραφίζει τη δροσιά της αυγής, τη ψύχρα και την υγρασία της νύχτας. Ζωγραφίζει τις κλιματολογικές συνθήκες περισσότερο παρά τις γεωγραφικές.

Ο Χάρης Λάμπερτ ακολουθώντας το γνώριμο ύφος της pop art και με την τεχνική μιας πιο ελεύθερης πινελιάς και φωτεινότερα χρώματα αντιμετωπίζει το τοπίο σαν μια αυτοτελή σύνθεση. Επηρεασμένος από τις αρχές της πρώιμης Αναγέννησης ξαναδίνει νόμους όπως οι Ιταλοί καλλιτέχνες, γιατί πιστεύει ότι το έργο τέχνης αποτελεί έκφραση των αιώνιων αρμονιών της φύσης και γι’ αυτό δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη. Ανακεφαλαιώνει την εξέλιξη των θεωριών περί αναλογίας, αρμονίας και γεωμετρικών κανόνων και αποτυπώνει την ψυχή του τοπίου, ενώ ο Γιώργος Βδοκάκης μέσα από τον φωτογραφικό του φακό και το video, προτείνει τη δική του εκδοχή ξεκινώντας την καταγραφή από επαναλαμβανόμενα γενικά πλάνα, και – προχωρώντας και αποτυπώνοντας μεγεθυσμένες λεπτομέρειες του Αττικού τοπίου και των καλλιτεχνών ¬– καταλήγει στη λήψη του υπόλοιπου «σκηνικού» περίγυρου. Οι φωτογραφίες του εξιστορούν κινηματογραφικά, καρέ-καρέ και με τρόπο αφηγηματικό τις στιγμές αυτού του εικαστικού οδοιπορικού.

Τοπία με τάσεις ρεαλιστικές, αφαιρετικές, ιμπρεσσιονιστικές κυριαρχούν στην ζωγραφική και των τεσσάρων καλλιτεχνών και συνυπάρχουν διαλεκτικά με μνήμες και οπτικά βιώματα από την αττική ατμόσφαιρα που μετουσιώνει  τα αντικείμενα και τις επιδράσεις του φωτός στον τόπο μας. Παγιδεύουν αυτή τη βαθύτερη ζωή που κρύβεται αλλά και υπάρχει πίσω από την πραγματικότητα, ακριβώς εκεί που αρχίζει η ποίηση.

Κάποιοι αποφεύγουν τους ουδέτερους τόνους, τα μαύρα, και τα γκρι που αφαιρούν από τα αντικείμενα τη φωτεινότητα τους. Άλλοι πάλι το επιδιώκουν. Το τελικό αποτέλεσμα διακρίνεται για την πηγαιότητα και την γνησιότητα των αναζητήσεων τους, την ειλικρίνεια και τον πλούτο της εκφραστικής τους γλώσσας, την ποιότητα και την αλήθεια των διατυπώσεων τους. Η ζωγραφική τους γραφή είναι έντιμη, χωρίς τεχνάσματα, με ψυχική γενναιοδωρία προς τον θεατή.

Επιμέλεια έκθεσης εικαστικών έργων: Δρ. Ελένη Αθανασίου

 

MEΡΟΣ ΙΙ
ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΜΚΗΛ

Για τους σκοπούς της έκθεσης αυτής το ΜΚΗΛ παρουσιάζει τις τρείς σημαντικότερες συλλογές Μικρογλυπτών που σχεδίασε ο Ηλίας Λαλαούνης από το 1970 έως το 1975 – πολύτιμα εκθέματα που ανήκουν σήμερα στις Μόνιμες Συλλογές του ΜΚΗΛ και αναγνωρίστηκαν διεθνώς, ήδη από την δεκαετία του ’70, τόσο για την εικαστική όσο και για την τεχνική τους αρτιότητα.

Στα Αγριολούλουδα (1970), συλλογή αφιερωμένη στον φυσιοδίφη Ιωάννη Λαλαούνη, πατέρα του Ηλία (και εμπνευσμένη από τον εικονογραφημένο τόμο της Νίκης Γουλανδρή) τα γνώριμα άνθη της Αττικής γης αποτυπώνονται σε χρυσό και παρουσιάζονται ‘ριζωμένα’ σε βάσεις από ημιπολύτιμα ορυκτά. Δουλεμένα με απόλυτη προσήλωση στη λεπτομέρεια τα έργα του Λαλαούνη μοιάζουν να ξεπηδούν από τις σελίδες βοτανολογικού συγγράμματος, κερδίζοντας τις εντυπώσεις, τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους όσο και στον κόσμο της τέχνης. Στον τύπο της εποχής, ο χρυσοχόος παραλληλίζεται με τον μυθικό Μίδα, και τα έργα του με τις δημιουργίες-κοσμήματα του –φίλου του- Salvador Dali.

Στον Μικρόκοσμο (1974), τα λεπτεπίλεπτα σώματα των εντόμων γίνονται έργα τέχνης σε ασήμι και ημιπολύτιμες πέτρες. Με τη δεξιοτεχνία του γλύπτη, οι πολύχρωμοι λίθοι σμιλεύονται στο εργαστήρι του χρυσοχόου για να γίνουν θώρακες σκαθαριών ή διάφανα φτερά, χρησιμοποιώντας τεχνικές πρωτοπόρες – και ο Ηλίας Λαλαούνης τιμάται από τους κριτικούς τέχνης με τον ‘τίτλο’ του Έλληνα Faberge’. Η αναφορά στην Αττική γη στη συλλογή αυτή, έμμεση όσο και άμεση: με αφορμή τα μικροσκοπικά  πλάσματα που κατοικούν πάνω σε αυτή, ο δημιουργός μας ταξιδεύει στον μύθο, εκεί που το τζιτζίκι και το μυρμήγκι γίνονται πρωταγωνιστές του Αισώπου, και η θνητή Αράχνη καταδικάζεται πάντα να υφαίνει.

Τέλος, στη συλλογή Γλαύκες και Ανθέμια (1975) σχηματοποιημένα άνθη που λειτουργούν ως διακοσμητικά μοτίβα από την αρχαιότητα, συνδυάζουν φύση και τέχνη. Η γλαύκα, αρχαίο σύμβολο της πόλης της Αθήνας και της Θεάς που την προστάτευε, αποκτά για τον Ηλία Λαλαούνη μια χροιά πιο προσωπική. Η μορφή της ταξιδεύει τον ίδιο, που γεννήθηκε στους πρόποδες του Ιερού Βράχου (εκεί που σήμερα το Μουσείο Κοσμήματος φέρει το όνομά του) σε μια άλλη Αθήνα, όπου ακουγόταν ακόμα το σούρουπο, τα καλοκαιρινά βράδια, η φωνή της κουκουβάγιας. Ημιπολύτιμες πέτρες, ανάμεσά τους και ο οψιανός – ένα υλικό Ελληνικό – γίνονται γλυπτά, συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, και με τις αναμνήσεις του ίδιου του δημιουργού, άρρηκτα συνδεδεμένες με ένα άλλο Αττικό Τοπίο.

Στην έκθεση αυτή, με κοινό παρονομαστή την Αττική γη, το άγγιγμα του χρυσοχόου Ηλία Λαλαούνη αντιπαραβάλλεται με την προκλητική ματιά του Μανώλη Ζαχαριουδάκη, του Χάρη Λάμπερτ, του Γιώργου Χαδούλη και Μανώλη Χάρου, που ζωγραφίζουν εκ του φυσικού, και φωτογραφίζονται επί το έργο από τον φακό του Γιώργου Βδοκάκη. Χρυσός και χρώμα, αποτυπώνουν το οικείο – και το μετουσιώνουν.

Επιμέλεια Έκθεσης Συλλογών ΜΚΗΛ: Δρ. Μυρτώ Χατζάκη, Επιμελήτρια ΜΚΗΛ