Ο Άρθουρ Μίλερ θεωρείται ένας από τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, με έργα που έχουν διασκευαστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και έθιξαν τα χρηστά ήθη των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρότι λοιδορήθηκε και στοχοποιήθηκε για τη σχέση του με την Μέριλιν Μονρόε, αλλά κυρίως για το πώς παρουσίασε τον χαρακτήρα της ηθοποιού στα έργα του, χαίρει καθολικής αναγνώρισης ως ένας σπουδαίος ηθογράφος του αμερικανικού πολιτισμού που γεφύρωσε το θέατρο υψηλών ιδανικών με την εμπορική επιτυχία. Με αφορμή τη γέννησή του, αναψηλαφούμε τη ζωή και το έργο του.

Η ζωή κατά το κραχ

Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1915 στο Χάρλεμ, στη βόρεια πλευρά του Μανχάταν. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά μίας εύπορης εβραϊκής οικογένειας, που γνώρισε την οικονομική κατάρρευση κατά την οικονομική κρίση του ’29. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μίλερ, η οικονομική κατάσταση έφερε στην επιφάνεια προβλήματα της οικογένειας και έκανε για πρώτη φορά εμφανές το χάσμα που χώριζε τους γονείς του: ο πατέρας του, Ισίδωρος, ήταν μετανάστης από την Πολωνία, εργάτης στον τομέα των ενδυμάτων από νεαρή ηλικία και μετέπειτα ιδιοκτήτης βιοτεχνίας και ήταν σχεδόν αναλφάβητος, καθώς ήξερε μόνο να συλλαβίζει και να κάνει απλές πράξεις. Το μεταναστευτικό παρελθόν των προγόνων του ήταν ένας παράγοντας που επηρέασε το -κυρίως αυτοβιογραφικό- έργο του Μίλερ, αφού συνδέθηκε με την έννοια του «unrelatedness», της αποσύνδεσης και έλλειψης συγγένειας που εξετάστηκαν κυρίως μέσα στα οικογενειακά δυναμικά των ηρώων. Απεναντίας, η μητέρα του ήταν καλλιεργημένη και συχνά παρακολουθούσε παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, τις οποίες και διηγούταν στα παιδιά της. Παρά την ανθηρή επιχείρηση, το κραχ του ’29 ανάγκασε την οικογένεια να εγκαταλείψει την πολυτελή καθημερινότητα του Μανχάταν και να μετακομίσει στην αντίπερα όχθη, στο εργατικό Μπρούκλιν. Εκεί ο Άρθουρ ξεκίνησε να εργάζεται προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα για να φύγει από την Νέα Υόρκη και να εγκατασταθεί στο Μίσιγκαν, μία απόφαση με διττό σκοπό: αφενός, για να ασχοληθεί με τις σπουδές του στη δημοσιογραφία και την αγγλική λογοτεχνία. Αφετέρου, ήταν η αφορμή απομακρυνθεί από την πατρική εστία και κυρίως από τον πατέρα του, στον οποίο έβλεπε το πρότυπο «παραιτημένου» άνδρα, του «αποτελέσματος του κραχ» ένα μοτίβο που εμφανίστηκε αρκετές φορές στο έργο του ως σύγκρουση μεταξύ πατέρα-γιου.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, η θητεία του στην πανεπιστημιακή εφημερίδα τον έφερε σε επαφή με την επιχειρηματολογία και τους πολιτικούς διαξιφισμούς, γεγονός που αποτέλεσε κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση των πεποιθήσεων που θα υποστήριζε με πάθος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του έργο όταν ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο, βαθιά επηρεασμένος από τον καθηγητή Κένεθ Ρόου, υπό την καθοδήγηση του οποίου παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας θεάτρου και ήρθε σε επαφή με τις νέες θεατρικές ιδέες που αναπτύσσονταν στη Νέα Υόρκη.

Η καταξίωση στο Μπρόντγουεϊ και η σύλληψη του τραγικού ήρωα

Με την αποφοίτησή του το 1938, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να εργαστεί ως θεατρικός συγγραφέας. Η πρώτη του απόπειρα δεν στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1944 ανέβασε στο Μπρόντγουεϊ το έργο «The Man Who Had All The Luck», το οποίο κατέβηκε μετά από μόλις τέσσερις παραστάσεις. Οι αρνητικές κριτικές τον έκαναν να απομακρυνθεί από το θέατρο και να γράψει το μοναδικό του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Focus», ένα έργο που θεωρείται πιθανότατα το πρώτο που αναφέρθηκε στον αντισημιτισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, ο Μίλερ μιλά ως κοσμικός Εβραίος και πραγματεύεται τόσο την ταυτότητα του εβραϊσμού όσο και την αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητα του Ισραήλ. Το ενδιαφέρον του για το ζήτημα μόνο πρόσκαιρο δεν ήταν. Μετά την αποφοίτησή του την άνοιξη του 1938, ο Μίλερ έγραψε δύο θεατρικά έργα βασισμένα σε εβραϊκά θέματα σε δύο χρόνια: το «The Grass Still Grows», μια αυτοβιογραφική οικογενειακή κωμωδία με σοσιαλιστικούς τόνους και το «The Golden Years», μια επική αφήγηση της κατάκτησης του Βασιλείου των Αζτέκων από τον Κορτέζ που λειτούργησε και ως μεταφορική αποδοκιμασία των Συμμάχων επειδή προσπάθησαν να κατευνάσουν τον Χίτλερ. Ο Μίλερ δεν κατάφερε να βρει στέγη για τα έργα του και πείστηκε ότι το θεατρικό κατεστημένο της Νέας Υόρκης φοβόταν να αντιμετωπίσει απροκάλυπτα εβραϊκό υλικό, κάτι που στην πορεία φάνηκε να μην επιβεβαιώνεται. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια να φωτίσει τη σύγχρονη ηθική, καθώς συχνά αναρωτιόταν μέσω των ηρώων του κατά πόσο θα μπορούσαμε να μιλάμε για ηθική μετά το Ολοκαύτωμα.

Ο Άρθουρ Μίλερ καθιερώνεται με το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του 1947, όπου έθιξε ζητήματα ευθύνης, ενοχής, άρνησης και τις προεκτάσεις που μπορεί να λάβει η προδοσία. Το 1954 ο Μίλερ ανεβάζει το πλέον αναγνωρίσιμο έργο του «Ο θάνατος του εμποράκου», το οποίο γνώρισε διθυραμβικές κριτικές και τεράστια εισπρακτική επιτυχία και βραβεύτηκε με ένα Τόνι και ένα Πούλιτζερ. Η επαφή του Μίλερ με την αρχαία ελληνική τραγωδία και το έργο του Ίψεν κατά τη διάρκεια των σπουδών του ήταν ιδιαίτερα καθοριστική, καθώς συνέλαβε την ιδέα ότι το παρελθόν ενυπάρχει στο παρόν, ενώ εγκόλπωσε στο έργο του και τη σημασία της κάθαρσης, του γεγονότος που θα φέρει τη λύση. Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί η διαπίστωσή του ότι ο απλός άνθρωπος βιώνει τις ίδιες ψυχικές διεργασίες με τους υψηλούς ήρωες του παρελθόντος, διευκολύνοντας την εκκοσμίκευση της τραγωδίας, κάτι το οποίο προσάρμοσε και στον χαρακτήρα του Γουίλι Λόμαν στον «Θάνατο του εμποράκου». Ο «μέσος άνθρωπος» που πρωταγωνιστούσε αντιπροσώπευε ένα νέο είδος τραγικού ήρωα: σε αντίθεση με τους αρχαιοελληνικούς και σαιξπηρικούς μεγαλοπρεπείς ήρωες, ο Γουίλι Λόμαν είναι ένας αδιάφορος, χαμηλών τόνων άνδρας ο οποίος συνδιαλέγεται με την αξιοπρέπεια, τη θυσία και τη συντριβή. Συνεπώς, η τραγωδία για τον Μίλερ, δεν αφορά συγκεκριμένα άτομα, αλλά λειτουργεί σαν μικροϊστορία όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια για τις ανθρώπινες κοινωνίες και την παροδικότητα των πραγμάτων.

Στο στόχαστρο του μακαρθισμού

Μετά από μία διασκευή του «Εχθρού του λαού» του Ίψεν, ο Μίλερ ανεβάζει το 1953 το έργο «Δοκιμασία», επίσης γνωστό ως «Οι μάγισσες του Σάλεμ», και μπαίνει στο στόχαστρο του μακαρθισμού. Το έργο αντιμετωπίστηκε με καχυποψία λόγω των παραλληλισμών με τη σύγχρονη μαζική υστερία, αφού η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων επικεντρωνόταν στην παρακολούθηση και στοχοποίηση καλλιτεχνών που θεωρούταν «φιλο-κομμουνιστές». Σε αντίθεση με τον καλό του φίλο Ελία Καζάν, ο οποίος παρέδωσε μία λίστα με ηθοποιούς και σκηνοθέτες που ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Αμερικής, ο Μίλερ αρνήθηκε να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες και να καταδώσει συναδέλφους του. Η στάση του δεν οδήγησε μόνο στη διακοπή κάθε δεσμού με τον Καζάν, αλλά και στην άρνηση των ΗΠΑ να ανανεώσουν το διαβατήριό του. Το 1957 ο Μίλερ καταδικάστηκε με την κατηγορία της περιφρόνησης του κογκρέσου, κάτι που αναιρέθηκε έναν χρόνο μετά.

Το εντυπωσιακό στην υπόθεση δεν είναι η άρνηση του Μίλερ να συνηγορήσει στο «κυνήγι μαγισσών» που είχε ξεκινήσει η αμερικανική κυβέρνηση, αλλά η επισφράγιση των γιγαντιαίων διαστάσεων που είχε λάβει η καχυποψία των αρχών απέναντι σε κάθε τι «μη συμβατικό». Ο Μίλερ δεν ήταν κομμουνιστής, ήταν ωστόσο θετικά διακείμενος προς την ενεργή πολιτική συμμετοχή, τη διαμαρτυρία και τις καταγγελτικές δράσεις, έννοιες συνδεόμενες με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και την αριστερά. Οι υποψίες και η φρενίτιδα καταδόσεων μετέφραζαν το έργο του ως «αντι-αμερικανικό», καθώς κατέγραφε τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου και τις παθογένειες, που κρυβόταν πίσω από την κουρτίνα της καθαγιασμένης ιδιωτικότητας.

Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ έγραψε το σενάριο για τον κινηματογράφο «Οι Αταίριαστοι» (1960), και τα επόμενα χρόνια συνέγραψε κάποια από τα καλύτερα θεατρικά του έργα, το «Επεισόδιο στο Βισύ» (1964), το «Μετά την πτώση» (1964), το «Τίμημα» (1968) και «Το Ταβάνι του Αρχιεπίσκοπου» του 1977.

«Η στιγμή που το μεγάλο αμερικανικό μυαλό γνωρίζει το μεγάλο αμερικανικό κορμί»: Ο γάμος με τη Μέριλιν Μονρόε

Η σχέση μεταξύ του Άρθουρ Μίλερ και της Μέριλιν Μονρόε ήταν, όπως αναμενόταν, θυελλώδης. Ξεκίνησε το 1951, όταν στην πρώτη τους συνάντηση ο Μίλερ χαρακτήρισε την Μονρόε «το πιο θλιμμένο κορίτσι που έχω δει ποτέ». Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Ιούνιο του 1957 με πολιτική και θρησκευτική τελετή, για χάρη της οποίας η Μονρόε ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό. Λίγο καιρό μετά τον γάμο έγιναν εμφανείς οι μεταξύ τους αντιθέσεις: ο Μίλερ ήταν αρκετά εσωστρεφής, ενώ η Μονρόε, το σύγχρονο σύμβολο του σεξ, λάτρευε τις κοινωνικές εκδηλώσεις, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τον συγγραφέα, ο οποίος συμπεριφερόταν με κτητικότητα και θυμό. Μακριά από τις σοφιστείες που θέλουν τα ετερώνυμα να έλκονται, ο γάμος τους οδηγούταν σε διάλυση.

Η επισημοποίηση ήρθε το 1961 με την υπογραφή του διαζυγίου. Η Μονρόε έμοιαζε χαμένη, βουτηγμένη στον κόσμο του αλκοόλ, ενώ ο Μίλερ φάνηκε να ανακουφίζεται από την εξέλιξη, καθώς ήδη διατηρούσε παράλληλη σχέση με την μετέπειτα σύζυγο του Ίνγκε Μόρατ. Η στάση του Μίλερ απέναντι στο θάνατο της πρώην συζύγου του, που έγινε γνωστός έναν χρόνο αργότερα, στις 5 Αυγούστου του 1962, αλλά και η απόφασή του να ανεβάσει το έργο «Μετά την Πτώση» το 1964, τον έφεραν αντιμέτωπο με κύματα κατακραυγής. Ο Μίλερ κράτησε στάση σιγής απέναντι στον θάνατο της Μονρόε, αρνούμενος να παρευρεθεί στην κηδεία της, ενώ το «Μετά την Πτώση» παρουσίαζε μεγάλες ομοιότητες με την πραγματική ζωή του ζευγαριού. Στο έργο, η πρωταγωνίστρια Μάγκι σκιαγραφείται ως εγωίστρια και ωραιοπαθής και πεθαίνει από υπερβολική δόση χαπιών, ενώ τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή, Κουέντιν, πιστεύεται συχνά ότι είναι οι σκέψεις του ίδιου του Μίλερ για τον αποτυχημένο γάμο του.

Ο Άρθουρ Μίλερ συνδέθηκε ατυχώς με την πρώην σύζυγό του και ο κίτρινος τύπος συχνά αναφερόταν σε αυτόν ως «ο άνθρωπος που κατέστρεψε την Μέριλιν». Παρόλα αυτά, η καλλιτεχνική δημιουργία του δεν φάνηκε να επηρεάστηκε από την κριτική. Ο Μίλερ ασχολήθηκε εκτενώς με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικότερα με την ελευθερία της έκφρασης και τα δικαιώματα των λογοτεχνών ανά την υφήλιο, πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια. Συνέχισε να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής του, προτιμώντας την απομόνωσή του στο μικρό σπίτι που διατηρούσε στο Ρόξμπουρι του Κοννέκτικατ. Τα τελευταία έργα του, που ξεχώρισαν ήταν «Ο Τελευταίος Γιάνκης» (1992) και το «Το Σπασμένο Γυαλί» (1993). «Το Σπασμένο Γυαλί» είναι μία από τις καλύτερες ώριμες δουλειές του, όπου διηγείται τη ζωή ενός μεσήλικου ζευγαριού Εβραίων στο Μπρούκλιν του ’30. Καθώς τα νέα από την Ευρώπη φτάνουν στην Αμερική, που τότε διατηρούσε στάση σιγής, η σύζυγος αρχίζει να παραλύει από μία παράξενη ασθένεια. Το έργο πραγματεύτηκε τη συλλογική ενοχή και την ανάγκη να αναγνωριστεί η καθυστερημένη δράση του δυτικού κόσμου απέναντι στο Ολοκαύτωμα και τον αντισημιτισμό.

Ο Άρθουρ Μίλερ έφυγε από τη ζωή στις 10 Φεβρουαρίου του 2005, σε ηλικία 90 ετών. Έζησε όλον τον 20ο αιώνα, τον αιώνα της Αμερικής, όπως συχνά αναφέρεται, και θεωρείται «ο μεγάλος Αμερικάνος ποιητής». Έμεινε γνωστός για την εναργή καταγραφή των νοσηροτήτων των κοινοτήτων και ειδικότερα εκείνη της αμερικανικής κοινωνίας, όπως προέκυψε μετά το Κράχ του ’29. Ο Μίλερ μίλησε για τη σκοτεινή πλευρά του αμερικάνικου ονείρου, φτιάχνοντας οικογένειες-μικροκόσμους της κοινωνίας και δημιούργησε σύμπαντα δομημένα σε απλά, αλλά υψηλά ανθρώπινα ιδανικά, όπως είναι η πίστη, η αξιοπρέπεια, η μνήμη και οι τύψεις συνειδήσεως.

Πηγή: Άρθουρ Μίλερ: Στη Δίνη του Χρόνου, Sue Parsons: Work and the Family: Themes in the Plays of Arthur Miller, arthurmiller.org, arthurmillersociety.net, britannica.com, iefimerida.gr, koutipandoras.gr, bartleby.com, nytimes.com, bbc.com, theaterhalloffame.org, norman.hrc.utexas.edu