Ο σπουδαίος συγγραφέας του βιβλίου “Το κιβώτιο” Άρης Αλεξάνδρου αποφασίζει να ξαναγράψει με κάποιες αλλαγές το σενάριο για θεατρικό έργο που βασίζεται σε ένα κείμενο του Ρίτσου γραμμένο το 1959. Οι δυο τους είχαν σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης και μάλιστα όπως αναφέρεται εύστοχα στο εκδοτικό σημείωμα από την Ειρήνη Κεχαγιόγλου ο Αλεξάνδρου συμβουλεύτηκε τον Ρίτσο και πήρε το πράσινο φως για να προχωρήσει σε όποια αλλαγή επιθυμούσε. Ήθελε να εργαστεί ξανά πάνω στο σενάριο του Ρίτσου και ως εξόριστος για πολλά χρόνια λόγω και των πολιτικών του πεποιθήσεων η ιδέα της ιστορίας της Μάρθας που περιπλανιέται μάλλον τον είχε ιδιαίτερα συγκινήσει θυμίζοντάς του ίσως τον εαυτό του. Η Μάρθα που είναι και η πρωταγωνίστρια του θεατρικού έργου ζει και ερωτεύεται σε μια περίοδο κρίσιμη εκείνη της γερμανικής κατοχής και έπειτα μόνη πια.

Ένα θεατρικό έργο που ξεδιπλώνει την ιστορία και τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις

Δεν είναι μια απλή ιστορία έρωτα και αγάπης, είναι ένα ταξίδι στον κόσμο της αυτογνωσίας, της αναμέτρησης με το παρελθόν και της ενατένισης του μέλλοντος, είναι μια δραματικά μπλεγμένη ιστορία, είναι η ιστορία μιας κοπέλας που ζει μέσα στις αναμνήσεις της για κάτι που μοιάζει να χάθηκε για πάντα. Θυμίζει αρχαία τραγωδία, το όνομα του Πάρι θεωρώ πως δεν είναι τυχαίο, μοιάζει ο Αλεξάνδρου εμπνεόμενος από τον Ρίτσο να παντρεύει και αυτός το αρχαιοελληνικό με το χριστιανικό μιας και η Μάρθα ήταν πρόσωπο κοντά στον Χριστό. Έχουν όλα τον συμβολισμό τους σε αυτό το συγκινητικό, ιδιαίτερα ποιητικό και συναισθηματικά φορτισμένο σενάριο που αναπολεί τις εποχές του πολέμου και του εμφυλίου, σε μια Ελλάδα που πάλευε να βρει τα πατήματά της και να ξαναχτίσει την ταυτότητά της μέσα από τα χαλάσματα.

Για να επανέλθουμε στα του κειμένου μετά τον αιφνίδιο θάνατό του Αλεξάνδρου το 1978, τις συνομιλίες με τον Ρίτσο και τα ηνία της διαμόρφωσης του σεναρίου ανέλαβε η γυναίκα του Αλεξάνδρου, Καίτη Δρόσου. Πρόκειται για ένα σενάριο ιδιαίτερα ρομαντικό και ποιητικό με χροιά τραγωδίας, στην ποιητικότητα μάλιστα έδωσε έμφαση ο ίδιος ο Ρίτσος. Αυτή η ποιητικότητα ωστόσο δεν είναι κάτι που επιθυμούσε ο Αλεξάνδρου στη δική του εκδοχή και ήταν κάτι που δεν τον ικανοποίησε από ό,τι διαβάζουμε. Ουσιαστικά, ο Αλεξάνδρου τα είχε με τον εαυτό του και αναμετριόταν με τις δυνάμεις του, πάσχιζε να βρει την καταλληλότερη μορφή που θα ταίριαζε στη δική του φιλοσοφία και ομολογουμένως ο ίδιος να είχε άλλο σκοπό με λιγότερη λυρικότητα και ενδεχομένως περισσότερο στοχασμό.

Η Μάρθα βιώνει ένα προσωπικό δράμα, μια δική της θλίψη που μοιάζει αξεπέραστη γιατί οι έρωτες της νιότης δύσκολα ξεχνιούνται. Βρίσκεται σε μια κρίσιμη ψυχολογική κατάσταση και από την οποία μοιάζει να μην μπορεί να ξεφύγει βουτηγμένη όπως την βρίσκουμε στον λαβύρινθο των σκέψεών της. Πορεύεται σχεδόν μόνη και απομονωμένη και οι διάλογοι με τον Βλάσση είναι χαρακτηριστικοί της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Είναι μια γυναίκα σε απελπισία και σε μόνιμο πένθος για τον αγαπημένο της που χάθηκε μια για πάντα από δίπλα της. Σαν επισκέπτεται το νεκρό κορμί του η σκηνή παραπέμπει στην Ιλιάδα και τον Πρίαμο που πενθεί για τον γιο του Έκτορα, είναι ένα στιγμιότυπο που χαράσσεται έντονα στον αναγνώστη που διαβάζει το σενάριο. Η νέα αυτή έκδοση σε μονοτονικό και με κάποιες μικρές αλλαγές ορθογραφικές κυρίως προσφέρει στον αναγνώστη μια νέα οπτική γωνία για ένα σενάριο τόσο ιδιαίτερο.

Η μοίρα της Μάρθας μοιάζει να είναι ήδη προκαθορισμένη μέσα στη λύπη που την αγκαλιάζει και την σκεπάζει και εκεί έγκειται ενδεχομένως και η σημείωση του Ρίτσου ως προς την ποιητικότητα που χαρακτηρίζει τη διασκευή από τον Αλεξάνδρου, είναι ένα κείμενο με ευαισθησία όσο και να ήθελε ο Αλεξάνδρου να το μεταμορφώσει ίσως σε ένα κείμενο με ύφος πιο στοχαστικό. Η θλίψη είναι ανείπωτη, ο σπαραγμός είναι δεδομένος, η αδυναμία να ξεπεραστεί το πένθος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην τελευταία πράξη του δράματος και διαβάζουμε σχετικά το παρακάτω απόσπασμα: “Σκυμμένη εκεί, στη χαβούζα, σκεπασμένη με την ομπρέλα της. Κανένας δεν κατάλαβε. Σα να κοίταζε τα χρυσόψαρα. Κανένας. Μόνο ο Νάκης – την τράβηξε απ’ το χέρι. Κι ήταν πνιγμένη. Θεέ και Κύριε – χαρά στο κουράγιο της. Πώς; Μα πώς; Δεν έπεσε μέσα, όχι”.

Ο Αλεξάνδρου παραδίδει ένα σενάριο άρτιο και σωστά δομημένο, ένα σενάριο με πολλά μηνύματα, ένα κείμενο πολυδιάστατο που από τη μία σέβεται το αρχικό κείμενο ενώ από την άλλη κομίζει και το δικό του αέρα δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που θυμίζει τον πίνακα του Ροσέτι ως προς το επεισόδιο του πνιγμού της κοπέλας. Σε εκείνον τον πίνακα βλέπουμε μια κοπέλα μέσα στο ποτάμι με ένα ελαφρύ πέπλο να την αγκαλιάζει και να είναι ήρεμη και γαλήνια καθώς μεταβαίνει νοερά στον άλλο κόσμο, σε εκείνον όπου κανένας πόνος και καμία θλίψη δεν θα την αγγίζουν πια. Ο Αλεξάνδρου πνευματώδης και πνευματικός άνθρωπος υπογράφει ένα έργο με νόημα και ουσία, το οποίο δυστυχώς δεν θα δει να ανεβαίνει ούτε καν μετά θάνατον. Ωστόσο, το αποτύπωμά του είναι εδώ και μας θυμίζει την σπουδαιότητα του στοχασμού του και της γραφής του. Θα τον μνημονεύουμε εις το διηνεκές ως έναν από τους κορυφαίους δημιουργούς μας.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Οι ταξιδιώτες έχουν πάντα το θάρρος του άγνωστου. Περνούν. Δε μένουν. Δεν κρίνουν, ούτε θα κριθούν στο πέρασμά τους”

“Το όλοι είναι πολύ αφηρημένο, γενικό, ξένο. Το ένας είναι κάτι απτό, συγκεκριμένο”

Διαβάστε επίσης:

Ο λόφος με το σιντριβάνι: Ο Άρης Αλεξάνδρου αναδηµιουργεί το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου