Απώλεια (Rabbit Hole) είναι ο τίτλος της ταινίας του John Cameron Mitchell με τη Νικόλ Κίντμαν που θα αρχίσει να προβάλλεται στις κινηματογραφικές

αίθουσες από τις 10 Φεβρουαρίου 2011

ΣΥΝΟΨΗ

Η Μπέκα (Νικόλ Κίντμαν, βραβευμένη με Όσκαρ για την ταινία «The Hours») και ο Χάουϊ Κορμπέτ (Άαρον Έκχαρτ) είναι ένα ευτυχισμένο, παντρεμένο ζευγάρι. Ο τέλειος κόσμος τους γκρεμίζεται μια για πάντα, όταν ένα αυτοκίνητο σκοτώνει τον γιο τους, Ντάνι. Η Μπέκα, πρώην στέλεχος σε μεγάλη εταιρία που εγκατέλειψε τη θέση της για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή της στη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που φτιάχνουν οι καλοπροαίρετοι συγγενείς και φίλοι.

Η Μπέκα ανοίγεται διστακτικά στην ισχυρογνώμων, στοργική μητέρα της (Νταιάν Γουίστ) και προσεγγίζει κρυφά τον έφηβο που ήταν υπαίτιος για το ατύχημα που άλλαξε τα πάντα (Μάιλς Τέλερ). Την ίδια στιγμή ο Χάουι βρίσκει ανακούφιση σε μια άλλη γυναίκα (Σάντρα Ο).

Κι ενώ όλα δείχνουν πως απομακρύνονται, το ζευγάρι συνεχίζει να προσπαθεί, προκειμένου να βρει τον δρόμο για ένα μέλλον που κρύβει ευκαιρίες για γέλιο, όμορφες στιγμές και ευτυχία. Το ταξίδι τους είναι μια οικεία ματιά, σε δυο ανθρώπους που μαθαίνουν να ξαναπλησιάζουν ο ένας τον άλλο, μέσα σε έναν κόσμο που έχει χάσει την ισορροπία του.

Ο σκηνοθέτης της ΑΠΩΛΕΙΑΣ, Τζον Κάμερον Μίτσελ είναι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης των «Shortbus» και «Hedwig and the Angry Inch». Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ, για το οποίο ο συγγραφέας κέρδισε Βραβείο Πούλιτζερ το 2007. Το έργο έχει προταθεί για 5 Βραβεία Τόνι, ενώ η πρωταγωνίστρια του «Sex and the City», Σίνθια Νίξον, κέρδισε Βραβείο Τόνι, Γυναικείας Ερμηνείας για την παράσταση που είχε ανέβει το 2006, στην Νέα Υόρκη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Στην ΑΠΩΛΕΙΑ, μια οικογένεια θα έρθει αντιμέτωπη με μια τραγωδία που θα αλλάξει τα πάντα… τα πάντα εκτός από το γεγονός ότι εξακολουθούν να παραμένουν οικογένεια, με όλη την αγάπη, το χιούμορ, τις στιγμές θυμού, τις ανάγκες, τους καυγάδες, την ελπίδα που αυτό συνεπάγεται.

Στον ασφαλή κόσμο των Κορμπέτ έχουν έρθει τα πάνω κάτω, από την ημέρα του θανάτου του γιου τους. Οι δυο γονείς προσπαθούν να συνεχίσουν τις ζωές τους, παρότι η καθημερινότητα τους φαίνεται να κρέμεται από μια κλωστή. Είναι αυτή η δυναμική των σχέσεων που κάνει την ιστορία τους, όχι μόνο ένα συγκινητικό πορτρέτο για την απώλεια και τη θλίψη, αλλά και ένα αναπάντεχο ταξίδι στις απλές, αστείες, αιφνιδιαστικές ανθρώπινες στιγμές που μας κρατούν όλους στο παιχνίδι της ζωής, ειδικά μετά από μια τέτοια τραγωδία.

Το θεατρικό έργο του Λίντσεϊ-Αμπέρ ξάφνιασε την θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης το 2006. Ήταν μια δουλειά που δεν περίμενε κανείς, από έναν καλλιτέχνη που μέχρι τότε ήταν γνωστός για την ιδιόμορφη προσέγγιση του σε εκκεντρικές κωμωδίες, όπως τα Fuddy Meers και Kimberly Akimbo. Με την ΑΠΩΛΕΙΑ εξερεύνησε ένα σοβαρότερο θέμα, μιας οικογένειας που χάνει το παιδί της. Ήταν ένα θέμα πολύ πιο αληθινό από οτιδήποτε είχε κάνει μέχρι τότε ο Λίντσεϊ-Αμπέρ, σε μια ιστορία που δεν ακολούθησε την συμβατική κατεύθυνση.

Ο Λίντσεϊ-Αμπέρ δημιούργησε τους Μπέκα και Χάουϊ Κορμπέτ, ένα ζευγάρι με το δικό του πνεύμα και τρόπο σκέψης, σε δυο ρόλους που δεν εστίαζαν σε έναν μεγαλοπρεπή – αλά Χόλιγουντ – θρίαμβο επί της απώλειας. Αντίθετα, η ιστορία τους, αποτύπωσε το πως πραγματικά αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι την απώλεια… αμήχανα, πεισματικά, σαρκαστικά, με ξεσπάσματα συγχώρεσης και συμφιλίωσης, στιγμές που μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά, αλλά που τους προχωρούν αργά και με πόνο προς μια διαφορετική ζωή, την οποία μαθαίνουν και πάλι να εκτιμούν.

Το ίδιο το όνομα του έργου – που αναφέρεται στην διάσημη βουτιά της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», σε μια άγνωστη πραγματικότητα υπενθυμίζει την σουρεαλιστική πραγματικότητα της θλίψης, που αφήνει σχεδόν όλους όσους την βιώνουν, να νιώθουν σαν ξένοι, σε ξένη χώρα.

Ο Λίντσεϊ-Αμπέρ όχι μόνο δημιούργησε ένα ρεαλιστικό ζευγάρι που έχει εγκλωβιστεί σε έναν άσχημο κόσμο, αλλά τους δόμησε σαν συναισθηματικά αντίβαρα. Η Μπέκα, μια γυναίκα κλειστή στον εαυτό της που προσπαθεί να κρατά πάντα τον έλεγχο, θέλει να αφήσει πίσω το παρελθόν.

Παρόλα αυτά, έρχεται κοντά στον έφηβο νεαρό που προκάλεσε ακούσια το ατύχημα του γιου της. Την ίδια στιγμή ο Χάουϊ, ο σύζυγος της, κρατιέται από αναμνήσεις και φιλίες και προσπαθεί να βρει ανακούφιση στον γάμο τους.

Το θεατρικό έργο «περικύκλωσε» το ζευγάρι με μια ομάδα χαρακτήρων, με τα δικά τους ελαττώματα, που τους βοήθησαν να ξαναβρούν τον δρόμο τους. Κλειδί στην ιστορία, η Ίζυ, η αδερφή της Μπέκα που σε μια περίεργη χρονική στιγμή, ανακοινώνει ότι είναι έγκυος. Η Νατ, μητέρα της Μπέκα που θέλει τόσο πολύ να της συμπαρασταθεί, τελικά καταφέρνει να την εξάπτει περισσότερο.

Και ο Τζέισον, ο έφηβος που χτύπησε κατά λάθος τον γιο των Κορμπέτ με το αυτοκίνητο του, είναι εξίσου χαμένος με εκείνους. Όλοι τους είναι σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής τους… μαζί όμως, βιώνουν στιγμές χιούμορ και ευγένειας που δείχνουν να αποτελούν τα μικρά βήματα προς μια ζωή που ίσως να ξαναεκτιμήσουν.

Η ΑΠΩΛΕΙΑ κέρδισε 5 υποψηφιότητες στα Βραβεία Τόνι, μέσα στα οποία και για Καλύτερο Θεατρικό Έργο, κέρδισε Βραβείο Πούλιτζερ για τον Λίνσεϊ-Αμπέρ και γρήγορα έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο.
Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός και παραγωγός Νικόλ Κίντμαν, έδειξε ενδιαφέρον για το έργο πριν ακόμη το δει, με αποτέλεσμα η ΑΠΩΛΕΙΑ να γίνει το πρώτο πρότζεκτ που θα συμμετείχε στην παραγωγή και θα πρωταγωνιστούσε, υπό την ομπρέλα της εταιρίας της Blossom Films.

Ο παραγωγός Περ Σάαρι, συνεταίρος της Κιντμαν στην Blossom Films, θυμάται: “Η Νικόλ, που ήταν στην Αυστραλία εκείνο τον καιρό, διάβασε μια κριτική για το έργο και σκέφτηκε πως ήταν το είδος της ιστορίας που θέλαμε να υποστηρίξουμε: δυνατό, ανθρώπινο δράμα που προέρχονταν από μια νέα και ταλαντούχα φωνή, τον Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ. Αποφασισμένος να δω την παράσταση πριν την ανακαλύψει το Χόλιγουντ, ταξίδεψα στην Νέα Υόρκη, την παραμονή της χειρότερης χιονοθύελλας που χτύπησε την πόλη.”

Μόλις είδε την ΑΠΩΛΕΙΑ, ο Σάαρι κατάλαβε γιατί οι κριτικοί ήταν τόσο ενθουσιασμένοι με την επιδέξια, ψυχρή, αλλά με ψήγματα χιούμορ προσέγγιση του Λίντσεϊ-Αμπέρ που συνήθως απεικονίζονται με περισσότερο συναίσθημα. “Το έργο ήταν ωμό, χωρίς να απομακρύνεται από την αλήθεια της θλίψης.

Συνάμα, ήταν ελπιδοφόρο, αστείο και μιλούσε για νέες αρχές, παρότι στο μεγαλύτερο μέρος του καταπιάνονταν με την ανθρώπινη τραγωδία,” λέει ο Σάαρι. “Έχοντας χάσει πρόσφατα τον πατέρα μου και τον αδερφό μου, η παρακολούθηση του θεατρικού ήταν μια έντονα καθαρτική εμπειρία. Ήταν σαν ο Ντέιβιντ να είχε γράψει την τέλεια πρόταση με τις πιο κατάλληλες λέξεις, ορίζοντας την απώλεια, μιλώντας την ίδια στιγμή με πολύ ανθρωπιά και αξιοπρέπεια.”

Η Κίντμαν είχε μια παρόμοια αντίδραση. “Πίστεψα στην ιστορία,” λέει, “Με συνεπήρε η ιστορία αυτού του ζευγαριού που μοιράζεται μια τόσο βαθιά τραγωδία και την ίδια στιγμή αντιδρά με τόσο διαφορετικό τρόπο. Πενθούν με τον δικό τους τρόπο και παρόλα αυτά μένουν ακόμη μαζί. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και ήθελα πολύ να υποδυθώ την Μπέκα, ρόλο που τόσο έξυπνα είχε παίξει στο Μπρόντγουεϊ η Σίνθια Νίξον. Ήμουν ενθουσιασμένη γιατί ήλπιζα πως θα βοηθούσα να γίνει γνωστός ο χαρακτήρας σε ένα κινηματογραφικό κοινό.”

Τα Πράγματα Που Σε Τρομάζουν Περισσότερο.

Αναπτύσσοντας την Ιστορία για την Μεγάλη Οθόνη

Όταν ο Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ ξεκίνησε να γράφει την ΑΠΩΛΕΙΑ, εμπνεύστηκε από μια συμβουλή που του είχε δώσει η καθηγήτρια του, Μάρσα Νόρμαν: “Γράψε για τα πράγματα που σε τρομάζουν περισσότερο.» Ο συγγραφέας παραδέχεται πως για αρκετό καιρό δεν ήταν σίγουρος, τι εννοούσε.

Όταν απέκτησε ένα γιο, όλα ξεκαθάρισαν. “Όταν κάποια στιγμή σκέφτηκα τι θα σήμαινε για μένα να χάσω το παιδί μου, ένιωσα έναν πρωτόγνωρο φόβο που δεν είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε,” εξηγεί ο Λίντσεϊ-Αμπέρ.

“Αυτός ήταν ο σπόρος για την ΑΠΩΛΕΙΑ.” Καθώς άρχισε να ερευνά την πηγή του φόβου του, ο σπόρος αυτός μεταμορφώθηκε στους Κορμπέτ. Έχοντας να μεταφράσει το καλοδουλεμένο, θεατρικό έργο, σε μια κινηματογραφική ταινία, ο Λίντσεϊ-Αμπέρ έπρεπε να κοιτάξει τους Κορμπέτ από την αρχή και να ανοίξει την ιστορία πέρα από την εστιασμένη στην σκηνή, λογική του θεατρικού.

 “Το θεατρικό έργο έμενε στο σπίτι των Κορμπέτ. Πολύ γρήγορα κατάλαβα, πως η ταινία, θα μου επέτρεπε να ανοίξω τον κόσμο της Μπέκα και του Χάουϊ,” εξηγεί. “Είχα την δυνατότητα να πάρω πολλά από τα περιστατικά που περιγράφονται πάνω στην σκηνή και να δώσω τη δυνατότητα στο κοινό να τα δει.

Για παράδειγμα, μπορούσα να δείξω την ομάδα υποστήριξης που συμμετέχουν οι Κορμπέτ και το συμβαίνει εκεί ή το τι συμβαίνει σε ένα σούπερμαρκετ, όταν η Μπέκα βλέπει μια μητέρα με το παιδί της. Όλα αυτά μου έδωσαν τη δυνατότητα να καταλάβω καλύτερα τους χαρακτήρες. Ο κόσμος τους ήταν τώρα μεγαλύτερος, μπορούσαν να κινηθούν με νέους και διαφορετικούς τρόπους.”

Κατά την διαδικασία της προσαρμογής του σεναρίου για την μεγάλη οθόνη, ο Λίντσεϊ-Αμπέρ έδωσε προτεραιότητα στο να μπολιάσει, στο σενάριο της ταινίας, το χιούμορ και την αίσθηση του παραλογισμού που εκπέμπει το θεατρικό έργο. “Δούλεψα πολύ σκληρά προκειμένου να κινηθώ αντίθετα από τα αυστηρά πλαίσια της ιστορίας,” λέει.

 “Είναι κάτι που έχει να κάνει με την πεποίθηση μου ότι οι άνθρωποι δεν χάνουν το χιούμορ τους, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές τους. Νομίζω πως οι Κορμπέτ ήταν πάντα άνθρωποι με χιούμορ και τώρα που βιώνουν αυτή την τραγική απώλεια, ξέρουν πως δεν είναι κάτι που απλά θα περάσει. Ήταν σημαντικό για μένα η ταινία να έχει στιγμές εύθυμες και ελκυστικές, όπως οι ίδιοι οι χαρακτήρες.”

Για να κάνει πράξει το όραμα του, ο Λίντσεϊ-Αμπέρ ήξερε ότι χρειάζονταν ένας σκηνοθέτης που θα έφερνε την δική του φρέσκια οπτική στην ιστορία του. Ενώ έγραφε, οι παραγωγοί πλησίασαν τον Τζον Κάμερον Μίτσελ, που ξεκίνησε επίσης, από την θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης. Ο Μίτσελ έγινε γνωστός στον κινηματογραφικό κύκλο με το αγαπημένο των κριτικών, indie μιούζικαλ, «Hedwig and the Angry Inch», ταινία βασισμένη, στο μικρού μπάτζετ θεατρικό που έγραψε μαζί με τον Στίβεν Τρασκ.

Ακολούθησε, έπειτα, η βραβευμένη ταινία, «Shortbus», που μας αποκάλυψε την ποικιλία του σαν κινηματογραφιστή. Η ΑΠΩΛΕΙΑ θα ήταν γι αυτόν μια μεγάλη, στιλιστική αλλαγή. Όλοι όμως, λέει ο Περ Σάαρι, μπορούσαν να δουν πως ο Μίτσελ θα έφερνε κάτι ιδιαίτερο στην ιστορία.

 “Αυτό που χαρακτηρίζει την δουλειά του Τζον είναι μια ακούραστη ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση. Αμέσως μας κίνησε την περιέργεια ο τρόπος που θα προσέγγιζε με την – άνευ ταμπού – ματιά του, τους χαρακτήρες της ΑΠΩΛΕΙΑΣ, ματιά που είχαμε δει στα «Hedwig» και «Shortbus».”

Ο Λίντσεϊ-Αμπέρ ένιωσε μια συγγένεια με τον Μίτσελ. “Αυτό που αγαπώ στον Τζον είναι ότι η δουλειά του κινείται από το συναίσθημα και την εντιμότητα, την ίδια στιγμή που είναι ιδιόμορφη και αστεία,” λέει. “Βλέποντας τις προηγούμενες ταινίες του Τζον, αισθάνθηκα ότι αναζητεί τα ίδια πράγματα σαν σκηνοθέτης, τα οποία ψάχνω κι εγώ σαν συγγραφέας.”

Ο Μίτσελ λέει ότι η ΑΠΩΛΕΙΑ έχει πολλά κοινά σημεία με τις δυο προηγούμενες ταινίες του, μόλις τις δεις λίγο βαθύτερα. “Πάντοτε με γοήτευαν ιστορίες για ανθρώπους που προσπαθούν να συνδεθούν μεταξύ τους, που προσπαθούν να μην είναι μόνοι, για χαρακτήρες που προσπαθούν να βρουν τα όρια τους,” λέει ο σκηνοθέτης. “Όλες μου οι ταινίες το μοιράζονται αυτό. Είναι για ανθρώπους που ψάχνουν για το φως στην άκρη του τούνελ. Όλες τους ακολουθούν ένα διαφορετικό στιλ, αλλά όλες μοιράζονται την ίδια ψυχή.”
Καθώς διάβαζε το σενάριο της ΑΠΩΛΕΙΑΣ, ο Μίτσελ ένιωσε το δέλεαρ των θεμάτων του.

“Μου άρεσε που ήταν μια ιστορία όχι μόνο για την απώλεια, αλλά και για την απώλεια της επικοινωνίας που την ακολουθεί. Βρήκα τον εαυτό μου, τη μια στιγμή να κλαίει και την άλλη να γελάει, κατά την διάρκεια της ανάγνωσης,” λέει. “Συνήθως προτιμώ να δουλεύω ο ίδιος τα σενάρια μου, αλλά αυτό ήταν τόσο βαθύ και ώριμο που ήθελα να ασχοληθώ εξ αρχής. Το ενδιαφέρον μου ήταν άμεσο και σταμάτησα ότι άλλο έκανα τότε.”

Μόλις τελείωσε το σενάριο, ο Μίτσελ μίλησε με την Νικόλ Κίντμαν. Ότι και να συνέβαινε με το κομμάτι της σκηνοθεσίας, ο Μίτσελ ήθελε να τις μεταφέρει, τις σκέψεις του για το υλικό που διάβασε. Μεταξύ τους υπήρξε άμεση χημεία. “Νομίζω ότι ήταν ένα ένστικτο μέσα της που της είπε ότι πρόκειται για το σωστό timing. Τα πράγματα πήραν μετά πολύ γρήγορα το δρόμο τους ”, θυμάται ο Μίτσελ. Λέει η Κίντμαν για τον Μίτσελ: “Δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε πως τον διαλέξαμε σαν σκηνοθέτη. Νομίζω πως μας βρήκε και τον βρήκαμε. Είναι καλύτερος τρόπος να το εκφράσεις. Το σημαντικό στοιχείο ήταν πως τα κίνητρα όλων μας ήταν αγνά. Όλοι ήμασταν εκεί για να πούμε αυτή την ιστορία.

Όπως και για τον Λίντσεϊ-Αμπέρ, το στοιχείο του χιούμορ ήταν απαραίτητο και για τον Μίτσελ. Έδινε στο κοινό έναν τρόπο να συνδεθεί με τους ήρωες και στον ίδιο ένα όχημα να καταλάβει τους χαρακτήρες του. “Νομίζω πως όπου συμβαίνει μια τραγωδία, την συνοδεύει και μια υπέρβαση της λογικής,” σημειώνει ο Μίτσελ. “Για μένα δεν θα ήταν ρεαλιστική μια τέτοια ιστορία, χωρίς χιούμορ. Το χιούμορ είναι τόσο βασικό στοιχείο της καθημερινότητας μας και ένα εργαλείο μέσα από το οποίο πορευόμαστε με όλες μας τις σχέσεις, την επιβίωση μας. Ήταν απαραίτητο στο σενάριο του Ντέιβιντ και έγινε ζωτικό στοιχείο στις ερμηνείες των ηθοποιών.”

1 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ:
Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ (ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ)

1 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΧΡΥΣΗ ΣΦΑΙΡΑ:
Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ ΣΕ ΔΡΑΜΑ (ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ)

1 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΒΡΑΒΕΙΟ SAG:
Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ (ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ)

INDEPENDENT SPIRIT AWARDS – 4 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ (ΤΖΟΝ ΚΑΜΕΡΟΝ ΜΙΤΣΕΛ)
Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ (ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ)
Α’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ (ΑΑΡΟΝ ΕΚΧΑΡΤ)
ΣΕΝΑΡΙΟΥ (ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣΕΪ ΑΜΠΕΡ)

ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ (Μπέκα)
ΑΑΡΟΝ ΕΚΧΑΡΤ (Χάουϊ)
ΝΤΑΪΑΝ ΓΟΥΪΣΤ (Νατ)
ΤΑΜΙ ΜΠΛΑΝΣΑΡΝΤ (Ίζυ)
ΣΑΝΤΡΑ Ο (Γκάμπι)

Σκηνοθεσία ΤΖΟΝ ΚΑΜΕΡΟΝ ΜΙΤΣΕΛ
Σενάριο ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣΕΪ ΑΜΠΕΡ
(Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του ιδίου)
Παραγωγή ΛΕΣΛΙ ΟΥΡΝΤΑΝΓΚ, ΝΤΙΝ ΒΑΝΕΤΣ, ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ, ΠΕΡ ΣΑΑΡΙ, ΤΖΙΤΖΙ ΠΡΙΤΖΚΕΡ
Εκτέλεση Παραγωγής ΝΤΑΝ ΡΕΒΕΡΣ, ΓΟΥΪΛΙΑΜ ΛΙΣΑΚ, ΛΙΝΤΑ ΜακΝΤΟΝΟΟΥ, ΜΠΡΑΪΑΝ Ο’ ΣΙ
Φωτογραφία ΦΡΑΝΚ ΤΖ. ΝτεΜΑΡΚΟ
Μοντάζ ΤΖΟΪ ΚΛΟΤΖ
Καλλιτεχνική Διεύθυνση ΚΑΛΙΝΑ ΙΒΑΝΟΦ
Ενδυματολόγος ΑΝ ΡΟΘ
Μουσική ΑΝΤΟΝ ΣΑΝΚΟ