Να πω έτσι, δυο τρία πραγματάκια για τον Εθνικό Ελληνορώσων. Για μια παράσταση όμως θέλω να πω και όχι για ένα θεατρικό έργο, γιατί ένα έργο από μόνο του δεν είναι τίποτα αν δεν βρεθούνε οι άνθρωποι που θα το κάνουνε παράσταση, που θα κάνουν πέντε λόγια από ένα χαρτί, ψυχή, σώμα, αγωνία, απόγνωση, βρωμιά, που θα του δώσουν την ευκαιρία να ζήσει κι αυτό κάποιες στιγμές, έστω και για κάποιες συγκεκριμένες μέρες και ώρες, να αποκτήσει υπόσταση και να γίνει ένας από εμάς. Γιατί αυτό που συμβαίνει στην τελική, την ώρα που παρακολουθούμε μια παράσταση, είναι η συνομιλία μας με έναν ζωντανό οργανισμό. Κι άλλα πράγματα είναι… εντάξει… Αλλά έτσι τις βλέπω εγώ τις παραστάσεις. Ζωντανούς οργανισμούς. Κι έτσι την αντιμετωπίζουμε την παραστασή μας.

Ο Εθνικός Ελληνορώσων μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια της γνωριμίας μας έχει γίνει ένας από εμάς, έχει γίνει φίλος μας και σαν φίλο μας τον αντιμετωπίζουμε. Ένας φίλος νευρικός, αθυρόστομος και λίγο γκρινιάρης, που όταν μας είπε δεν μπορώ άλλο, μπούχτισα, εμείς φροντίσαμε να του βρούμε καινούρια στέγη, να του φτιάξουμε καινούρια σκηνικά και να τον φωτίσουμε ξανά από την αρχή. Να τον σενιάρουμε για να του γνωρίσουμε καινούριους φίλους, Ανθρώπους και Ποντίκια και τον Άρη τον Βελουχιώτη και να του πούμε, να κοίτα φιλαράκο, εδώ μιλάνε την ίδια γλώσσα με σένα, εδώ δεν θα σε κοιτάνε περίεργα, εδώ θα μπορέσεις να συνεννοηθείς.

Όταν μιλάω για τον Εθνικό, είναι σαν να μιλάω για ένα αγαπημένο πρόσωπο και πόσα πράγματα μπορείς να πεις για ένα αγαπημένο σου πρόσωπο και να μείνεις αντικειμενικός; Νομίζω πως δεν είναι εφικτό και γι’ αυτό θα σας ζητήσω να με συγχωρέσετε για την όποια υποκειμενικότητα

Η παράσταση μας φτιάχτηκε με γκάζι, με αγωνίες, με ξενύχτια και δουλειά, όπως βέβαια και πολλές άλλες και έτσι τίποτα από όλα αυτά δεν την κάνει τόσο ξεχωριστή, αλλά σίγουρα όλα αυτά την κάνουν ισότιμη. Είναι όμως κάτι άλλο που την πάει λίγο παραπέρα… Όποιοι περιμένουν να δουν ηθοποιούς, τεχνικές, κουλτούρες και καθωσπρεπισμούς, καλύτερα να μην έρθουν, θα απογοητευτούν. Όποιος όμως θέλει να δει ιδρώτα, αγαρμποσύνη, ειλικρίνεια και τσαμπουκά, τον περιμένουμε στο Cartel. Έτσι το βλέπουμε εμείς το θέατρο, ωμό, άγριο και βωμολόχο. Όσοι άπιστοι προσέλθετε…

Και για το τέλος παραθέτω ένα κείμενο που μιλάει για το πως θα ήθελα να είναι οι παραστάσεις, που όμως αυτολογοκρίθηκα και το έκοψα. Επειδή όμως σιχαίνομαι τη λογοκρισία και πόσο μάλλον την αυτό – λογοκρισία, είπα δε γαμιέται… και το ξανάγραψα…

Σαν να κοιτάς μια λύκαινα την ώρα που ταίζει τα μικρά της. Να κάθεσαι από απόσταση κάπου καλά κρυμμένος, κρατώντας την ανάσα σου μέσα στο σκοτάδι και να παρακολουθείς. Να χαμογελάς την ώρα που προσπαθούν ατσούμπαλα να πάρουνε μια θέση στα βυζιά της, να γελάς που ρίχνουνέ το ένα το άλλο κάτω, να ηρεμείς την ώρα που βυζαίνουνε το γάλα από τις ρόγες της αλλά μαζί να σφίγγονται οι γροθιές σου από το βλέμμα της το άγρυπνο που κοιτάει μην τυχόν και εμφανιστεί κάτι και τα πειράξει.

Να χαλαρώνεις, να τα βλέπεις να παίζουνε, να χαμογελάς πάλι, να νοιώθεις πως για λίγο είσαι κι εσύ μέρος της σκηνής, όλοι μαζί μέσα στο σκοτάδι με αυτό το λίγο φως που επιτρέπουνε τα δέντρα να φτάσει κάτω. Να ηρεμείς ξανά, σαν να βρεθήκανε τα πάντα στην θέση τους την σωστή . Μέχρι να έρθει αυτό το κάτι που φοβότανε η μάνα. Ο εχθρός. Η αρκούδα. Και να την δεις τότε τη μάνα, να πετάει τα δόντια της και να γρυλίζει και να σφίγγονται και τα δικά σου να νοιώθεις ένα πιάσιμο στο στομάχι και η αρκούδα να φεύγει, να γυρίζει την πλάτη της και να φεύγει κι η λύκαινα με τα μικρά της γύρω, να ουρλιάζει στο φεγγάρι. Και να φεύγεις από το θέατρο με ένα μούδιασμα στον σβέρκο.


Διαβάστε επίσης:

Ο Εθνικός Ελληνορώσων έρχεται στον Τεχνοχώρο Cartel