Όσο και να μην θέλω να ακούγομαι αφελής και ρομαντικός, για εμένα το σινεμά εξακολουθεί να είναι παράδεισος. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που αποφάσισα να κάνω αυτή την δουλειά. Δεν έγινα ηθοποιός από την υπέρμετρη αγάπη μου για το θέατρο αλλά γιατί με θάμπωνε αυτό που έβλεπα στο πανί.

Ήθελα και θέλω να είμαι μέρος του, να είμαι με ανθρώπους που έχουν την όρεξη και το μεράκι να κάνουν ταινίες ακόμη και με πενιχρά μέσα.
Αντιστέκομαι σε όλο αυτό το κλίμα  που επικρατεί τα τελευταία χρόνια και με πείσμα επιμένω ότι μπορούμε να κάνουμε καλό σινεμά με αξιώσεις που να κάνει τον κόσμο να ταξιδέψει και ενδεχομένως και περήφανο με κάποια διάκριση στο εξωτερικό.

Ονειροπόλος; Μπορεί αυτή να είναι μόνο η ρομαντική εκδοχή της πραγματικότητας και όπως ένα νόμισμα έχει δύο πλευρές έτσι και το ελληνικό σινεμά έχει παράδεισο και κόλαση. Μια κόλαση όπου το αγκάθι του ρόδου ελληνικός κινηματογράφος, δεν είναι άλλο από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τους ιθύνοντες επί των πολιτιστικών θεμάτων, τις κρατικές επιχορηγήσεις που δεν φτάνουν ποτέ στα χέρια των δημιουργών και την ανύπαρκτη υποστήριξη, που έχει καταντήσει μια ατελείωτη κοροϊδία εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και είμαστε ακόμη ζωντανοί… Όπως πάντα άλλωστε. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.

Ο μόνος λόγος που το ελληνικό σινεμά έχει επιβιώσει είναι ότι βρισκόταν πάντα σε κρίση. Ουδέποτε ξέφυγε από αυτή την κατάσταση ακόμη και όταν η κοινωνία ευημερούσε, ακόμη και όταν σε κάθε πεζοδρόμιο έβλεπες ένα Cayenne παρκαρισμένο, το ελληνικό σινεμά ήταν σε κρίση.
Αυτό κάθε άλλο παρήγορο είναι. Επιβάλλεται αυτή η κοροϊδία επιτέλους να λάβει ένα τέλος. Να πάψει η ελληνική παραγωγή να αυτοτροφοδοτείται διαρκώς, οι άνθρωποι να υποθηκεύουν τις περιουσίες τους και τα σπίτια τους για να μπορούν να κάνουν σινεμά, ένα σινεμά που δεν είναι προσωπικό αλλά αφορά πολύ κόσμο και διακρίνεται στο εξωτερικό. Ταινίες και δημιουργοί που όταν σβήσουν τα φώτα χτυπάνε σε τοίχο, χωρίς καμία στήριξη για να συνεχίσουν το έργο τους, σε αναζήτηση πόρων για τις νέες τους παραγωγές και ένα κράτος που είναι σε απουσία και έχει θέσει τον κινηματογράφο στην τελευταία βαθμίδα. Πότε θα ξυπνήσει το ελληνικό κράτος είναι μια άλλη ιστορία, Αυτό που μπορώ να δηλώσω με σιγουριά είναι ότι δε μπορούμε άλλο να εμμένουμε σε στερεότυπα, να αναμασάμε κλισέ, όπως ότι η ελληνική γλώσσα καθιστά τον κινηματογράφο μη εξαγώγιμο προϊόν ενώ την ίδια στιγμή ταινίες όπως ο Κυνόδοντας και το Άτενμπεργκ κερδίζουν διθυραμβικές κριτικές στο εξωτερικό, και να αφηνόμαστε στην τύχη μας.

Υπάρχει ελπίδα; Πάντα υπάρχει και ας πεθαίνει τελευταία. Για εμένα βρίσκεται στους νέους δημιουργούς που με τα όποια μέσα έχουν, αυτά τα λίγα έστω, δηλώνουν μέσα από το έργο τους ότι είναι ικανοί να σπάσουν το κατεστημένο και να γεννηθεί κάτι νέο και υγιές, από την αρχή. Και αν όλα πάνε καλά ίσως να δούμε ηθοποιούς στην Ελλάδα που θα μπορούν να ζουν μόνο από το σινεμά, που θα μπορούν να δουλεύουν πάνω στο ρόλο τους συγκεντρωμένοι χωρίς να αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα ένα σωρό άλλα πράγματα για να ζουν αξιοπρεπώς. Πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε τις σάρκες μας, να εστιάσουμε στα προβλήματα, να βρούμε λύσεις, να εξελιχθούμε και να γίνουμε καλύτεροι. Να ανοίξουμε τους ορίζοντές μας, να τολμήσουμε να διασχίσουμε νέες διαδρομές και ίσως τότε καταφέρουμε να φτάσουμε να κάνουμε το ελληνικό σινεμά παράδεισο.

Info: O Αντίνοος Αλμπάνης είναι ηθοποιός. Είναι απόφοιτος της ανώτερης σχολής δραματικής τέχνης Θεάτρου Τέχνης-Κάρολος Κουν (2001-2004). Μεταξύ άλλων στο θέατρο έχει συνεργαστεί με τους Κουγιουμτζή, Καραγιαννοπούλου, Λιβαδινό, Λαμπράκη, Καλογρίδη κ.α. Έχει συμμετάσχει στις θεατρικές παραστάσεις «Terrorism», «Μια νύχτα με τον Σαίξπηρ» «Το βλέμμα του μελαψού άντρα» και άλλες. Στην τηλεόραση έχει συνεργαστεί με τους Τσελεμέγκο, Τσάπα Μανώλη, Πορτοκαλάκη, Παπακαλίατη και Κωσταντινίδη, και έχει πάρει μέρος στις σειρές «Αληθινοί έρωτες», «Κινούμενη άμμος», «Μου λείπεις», «Λούφα και παραλλαγή» και «Δυο μέρες μόνο».