Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, στο 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, οπου οι αίθουσες συνεχίζουν να γεμίζουν ασφυκτικά με την αδιάλειπτη παρουσία του σινεφίλ κοινού.

Ρεπορτάζ Ελένη Τσόκα

Σε ενα ιδαίτερα ενδιαφέρον φετινό διεθνές διαγωνιστικό πρόγραμμα πολλές είναι οι ξένες ταινίες που έχουμε ξεχωρίσει. Το ανατρεπτικό “Magical girl” του ισπανού σκηνοθέτη Κάρλος Βερμούτ, που κατα πολλούς βάζει πλώρη ολοταχώς για τον Χρυσό Αλέξανδρο, η σοκαριστική “Φυλή” του ουκρανού Μιροσλάβ Σλαμποσπίτσκι, το “Δύο μέρες, μια νύχτα” των αδερφών Νταρντέν με πρωταγωνίστρια την εκθαμβωτική Μαριόν Κοτιγιάρ, το θαλασσινό “Φιντέλιο-Η οδύσσεια της Αλίκης” της γαλλίδας σκηνοθέτιδος Lucie Borletau, το εξαιρετικά παιγμένο απο τους ηθοποιύς του “Next to her” του ισραηλινού σκηνοθέτη Asaf Korman είναι μόνο πολύ λίγες απο τις ταινίες που αξίζει να δεί κάνεις στο φετινό πρόγραμμα.

Στο ελληνικό πρόγραμμα τωρα έχουμε και εδώ ταινίες που γέμισαν τις αίθουσες των κινηματογράφων, άλλοτε ικανοποιώντας και άλλοτε απογοητεύοντας το κοινό που τις παρακολούθησαν. Εμείς θα πούμε  οτι όλα σχετικά είναι και ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει την δική του άποψη. Χαρακτηριστικό ήταν πάντως το χθεσινό περιστατικό, οπου στην προβολή μιας ελληνικής ταινίας ένας θεατής σηκώθηκε όρθιος μετά το τέλος της κατά τον διάλογο που όπως είθισται γίνεται μεταξύ του κοινού και των δημιουργών, ο οποίος χαρακτήρισε την ταινία “τέρας” αφήνοντας άναυδους όλους τους παρευρισκόμενους. Κάποιος σχολιασμός για τέτοιου είδους συμερισφορές δεν νομίζω οτι χρειάζεται καν.

“Νορβηγία” του Γιάννη Βεσλεμέ. Παίχτηκε χθές στον κινηματογράφο Ολύμπιον οπου γρήγορα έγινε sold out και παίζεται και σήμερα στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη. Ξυπνώντας μνήμες απο αρχέγονους μύθους, στιγμιότυπα αυθεντικού underground, vintage παιχνίδια μιας ξεχασμένης παιδικής ηλικίας και κιτς φορεσιες των ’80s, η ταινία “Νορβηγία” μας εμβυθίζει στην πραγματικότηατ του Ζανό, που  είναι βαμπίρ μιας κοινωνίας νεκροζώντανων. Ειρωνικοί και αλληγορικοί είναι οι κινηματογραφικοί τόνοι της ταινίας στην οποία ο Βαγγέλης Μουρίκης, βαμπίρ που περιφέρεται στην Αθήνα του ’84, πετάει cool νικολαιδικες ατάκες, χορεύει διαρκώς και βλέπει με τον Μάρκο Λεζέ παλιές βιντεοταινίες του τελευταίου. Όλα αυτά μέσα σε ένα cult πανηγύρι απενεχοποιημένων ’80s αναφορών που στο τελευταίο μισάωρο επιχειρεί να μετατραπεί σε πολιτικοκοινωνική παραβολή πάνω στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι το ντεμπούτο του σκηνοθέτη.

“Polk” των Νίκου Νικολόπουλου και Βλαδίμηρου Νικολούζου. Ξεκινώντας απο μια μικρού μήκους ταινία που έγινε ταινία των 72′ η ταινία “Polk” είναι μια ποιητική προσέγγιση πάνω στη γνωστή δολοφονία του Αμερικανού ανταποκριτή Τζόρτζ Γουάσινγκτον Πόλκ στην Θεσσαλονίκη του ’48. Με μια κάπως αφηρημένη σημειολογία οι σκηνοθέτες της ταινίας προσπαθούν να μιλήσουν για την μνήμη και τα διαφορετικά της επίπεδα, τις χρονικές συμπτώσεις και τις ιστορικές αναγκαιότητες. Με αρκετά όμορφη φωτογραφία αλλά μια σταθερή επανάληψη των αφηγηματικών και τεχνικών μοτίβων, που ξεφεύγουν σε ποίηση, η ταινία φανερώνει την ενδιαφέρουσα, αν μη τι άλλο,εσωτερική διαλεκτική των δημιουργών της.

“Ως το κόκκαλο” του Θοδωρή Κουτσαύτη και “Dark Illusion” του Μάνου Καρυστινού. Με φόντο το Παρίσι, στην πρώτη ταινία, μια νεαρή δημοσιογράφος (Μυρτώ Θεοδωράκη) αποφασίζει να εξιχνιάσει το μυστήριο του θανάτου του φίλου της ,ο οποίος υποτίθεται ότι πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών αλλά όλα δείχνουν ότι δολοφονήθηκε. Η γλώσσα της ταινίας είναι τα γαλλικά. Η ταινία έχει ερασιτεχνικό χαρακτήρα και περιέχει διαφόρων ειδών τεχνικά και ερμηνευτικά ατοπήματα. Οι συντελεστές της ταινίας ήταν όλοι τους εκεί και είχαν φέρει μαζί τους στην σκηνή την κάμερα με την οποία γύρισαν. Όλα ξεκίνησαν ανέφερε ο σκηνοθέτης στη Γαλλία, όταν ήταν ακόμη φοιτητές και αποφάσισαν να κάνουν μια ταινία που θα έχει περισσότερο φιλικό παρά επαγγελματικό χαρακτήρα. Στην ίδια λογική κινείται και το ”Dark Illusion” που γυρίστηκε με την υποστήριξη του προγράμματος ”Θεσσαλονίκη Ευρωπαική Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2014”. Η ταινία παρακολουθεί την πορεία ενός φωτογράφου (Γιάννης Μαλέζας) που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί απο το αδιέξοδο μέσα στο οποί τον έχει εγκλωβίσει η οικογένεια του. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, όπως δήλωσε και ο ιδιος, δεν ασχολειται επαγγελματικά με το αντικείμενο, και το σενάριοέγινε κατόπιν διαγωνισμού. Στην ταινία παίζει και η Κατερίνα Διδασκάλου.

“Πρόμαχος” των Κέρτε και Τζον Βόρχις. Μια ζοφερή πραγματικότητα (πείνα, φτώχεια, διαδηλώσεις) παρουσιάζει η αγγλόγωνη ταινία ”Πρόμαχος” που είναι αμερικάνικης και ελληνικής παραγωγής. Η ταινία είναι ένα μυθιστορημαυικό δράμα υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Διαφημιστική αισθητική, μελοδραματικές εντάσεις με την χρήση υποβλητικής μουσικής, κακοί Βρετανοί, καλοί και ηρωικοί Έλληνες και Τζιανκάρλο Τζιανίνι σε cameo εμφάνιση ως διευθυντής του μουσείου της Ακρόπολης.

“Βασίλισσα Αντιγόνη” του Τηλέμαχου Αλεξίου. Η ταινία είναι μια σύγχρονη παραλλαγή της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή τοποθετημένη στην ελληνική επαρχία. Μια νεαρή κοπέλα ζει με τον βαριά άρρωστο πατέρα της και τον έφηβο αδελφό της σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Ελλάδας. Εργάζεται για μήνες άμισθη σ’ ένα κατάστημα ρούχων, ανήμπορη να αντεπεξέλθει οικονομικά στην ιατρική περίθαλψη του πατέρα της, προσπαθώντας απεγνωσμένα να προστατέψει τον αδελφό της από τον σχολικό εκφοβισμό. Θέλει να ξεσπάσει αλλά δεν βρίσκει λόγια. Θέλει να δραπετεύσει, αλλά τα πόδια της είναι δεμένα. Ψάχνοντας για τσιγάρα στην σχολική τσάντα του αδελφού της, βρίσκει την Αντιγόνη του Σοφοκλή και σταδιακά ταυτίζεται με την ηρωίδα. Αδύναμη και αυτοκαταστροφική, μετατρέπεται σε θύμα της μοίρας της, ακολουθώντας το μονοπάτι της τραγικής της πτώσης και της τελικής κάθαρσης, μ’ έναν χορό τριών νέων ανδρών να την οδηγεί. Η επίσημη υπόθεση της ταινίας προδίδει μερικά μόνο απο τα «παιχνίδια» με τα φύλα, τους ρόλους, τις εποχές και τους χρόνους που επιχειρεί ο μόνιμος κάτοικος Βερολίνου Τηλέμαχος Αλεξίου στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά την “Αφροδίτη στην αυλή” του 2011. Συνεχίζοντας ένα διάλογο με το πως οι αρχαίοι μύθοι μεταφέρονται σχεδόν ατταβιστικά στο παρόν, το σινεμά του Αλεξίου είναι queer με την έννοια της παραμορφωτικού καθρέφτη μέσα από τον οποίο αντανακλά την πραγματικότητα.

“Ανεμιστήρας” του Δημήτρη Μπίτου. Ειναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη. Μια οικογένεια, πατέρας, μάνα, κόρη είναι τρεις διαφορετικοί άνθρωποι που συγκρούονται με την ανάγκη τους να παίξουν, να ερωτευτούν, να υπάρξουν μέσα σε μια ζοφερή και στεγνή πραγματικότητα υποχρεώσεων και καθημερινότητας που τους στερεί μια αίσθηση αθωότητας και παιχνιδιού, μια αίσθηση του εαυτού τους έξω από ένα πλαίσιο που δέχτηκαν χωρίς αμφισβήτηση. Οι γονείς μοιάζουν με παγιδευμένα ποντίκια που λίγο πριν αλληλο-κατασπαραχθούν έρχεται η μικρή Λεμονιά, η κόρη τους, να τους ανοίξει την πόρτα σε μια άλλη ζωή, ίσως λιγότερο πραγματική αλλά με περισσότερη αλήθεια. Αυτό η μικρή το καταφέρνει να το κάνει υπο την απειλή μιας χειροβομβίδας που κρατά στα χέρια της, έναν ανορθόδοξο τρόπο για ένα μικρό παιδί. Στο τέλος της προβολής το κοινό είχε πολλές ερωτήσεις για την ταινία, η οποία προβλημάτισε και ανακίνησε συζητήσεις για το φαινόμενο της δυστυχισμένης ελληνικής οικογένειας.

“Forget me not” του Γιάννη Φάγκρα. Η ταινία είναι μια ερωτική/ναυτική περιπέτεια περιπλάνησης με γυρίσματα σε Αλάσκα,Νέα Ορλεάνη και Βόρειο Ειρηνικό ωκεανό. Ναι σωστά διαβάσατε..Υπάρχει ελληνική ταινία με γυρίσματα στα παραπάνω μέρη! Μονο που η ταινία έκανε έξι ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί, περνώντας τις δικές της τρικυμίες και περιπέτειες.  Είναι ενα road movie στη θάλασσα,με όλη την μυθική ατμόσφαιρα που κουβαλάνε αυτά τα συγκλονιστικά μέρη. Ιδαίτερη μνεία αξίζει φυσικά στην φωτογραφία και στην μουσική της ταινίας, που  δίνουν στην ταινία αυτήν την υπέροχη αίσθηση. Απίστευτα παγωμένα φυσικά τοπία που σου κόβουν την ανάσα, μανιασμένη θάλασσα και ο Γιάννης Στάνκογλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αναμονή ήταν μεγάλη αλλά άξιζε η προσπάθεια.  

“Η εκδίκηση του Διόνυσου” του Δημήτρη Κολλάτου. Η ταινία οικτίρει την σημερινή κατάσταση  της Ελλάδας που προδίδει την ιστορική της παράδοση και κατηγορεί τους υπεύθυνους για την κατάντια της: με σειρά εμφάνισης, τον Σημίτη, τον Βενιζέλο, τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Σαμαρά και τη Μέρκελ κυρίως. Για να το κάνει αυτό, συνθέτει ένα κολάζ από υλικά και είδη, από ντοκιμαντέρ μέχρι φιξιόν, από θέατρο μέχρι χορό (ιδιαιτέρως πολύ ζεϊμπέκικο), από μεσότιτλους μέχρι αφήγηση στην κάμερα, από βίντεο μέχρι αρχειακό υλικό, από διπλοτυπίες μέχρι σκηνές από παλιότερες ταινίες του ίδιου του Κολλάτου, γενικώς ό,τι υπάρχει διαθέσιμο για ένα ανεξάντλητο meta-κατηγορώ. Η επιλογή της για το επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ αποτελεί για πολλούς μεγάλη έκπληξη.

“Α blast” του Σύλλα Τζουμέρκα. Το “Α blast” έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και, συνεχίζοντας τα ταξίδια του στον κόσμο έφτασε και στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης οπου ο κόσμος το υποδέχτηε με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Με γυρίσματα σε Αθήνα, Αμβούργο και Πιερία, η ταινία είναι συμπαραγωγή Ελλάδας, Γερμανίας και Ολλανδίας, με την υποστήριξη του Ελληνικού και του Ολλανδικού Κέντρου Κινηματογράφου, των Κέντρων Κινηματογράφου Αμβούργου και Ρηνανίας-Βεστφαλίας, και τη συμμετοχή του γαλλογερμανικού καναλιού ZDF/ARTE.

Στην υπόθεση της ταινίας η Αγγελική Παπούλια υποδύεται την κεντρική ηρωίδα της ταινίας, τη Μαρία. Η Μαρία τρέχει στην Εθνική Οδό. Πίσω της, φωτιά και μια τσάντα γεμάτη λεφτά. Μπροστά της, ο ατέλειωτος δρόμος. Μόλις μια μέρα πριν, ήταν μια στοργική μητέρα, ερωτευμένη σύζυγος, υπεύθυνη κόρη. Σήμερα, έχει επαναστατήσει. Και είναι αποφασισμένη να σαρώσει στο πέρασμά της ό,τι αγάπησε ποτέ.      

“Τοποθετημένο στο ρευστό παρασκήνιο της πτώσης της ελληνικής οικονομίας, το ανεξάρτητο και έντονο δράμα του Σύλλα Τζουμέρκα είναι μια διαπεραστική έκφαση θυμού, που την οδηγεί με δύναμη και με συγκεκριμένη τόλμη η Αγγελική Παπούλια στον εντυπωσιακό πρωταγωνιστικό ρόλο μιας ελεύθερης γυναίκας που φτάνει στα όριά της” γράφει η Screen International.