Οι Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας πρωτοεκδόθηκαν στην Κολομβία, έγιναν εκεί ένα από τα βιβλία της χρονιάς κι από τότε εξακολουθούν να συγκινούν με τη δύναμη αφήγησης και την ποιητικότητά τους όποιον τις διαβάζει.

Η έκδοση πέρα από τις επιστολές της Έμμα Ρέγιες, περιλαμβάνει πρόλογο της δημοσιογράφου Λέιλα Γκεριέρο, και παράρτημα με άρθρα του ιστορικού Χερμάν Αρσινιέγας και του δημοσιογράφου Ντιέγκο Γκαρσόν. Τα κείμενα αυτά ολοκληρώνουν την αναγνωστική εμπειρία και διαμορφώνουν το πλαίσιο για να κατανοήσουμε καλύτερα τη ζωή της συγγραφέως, που έμαθε γραφή και ανάγνωση ως ενήλικη.

To 1969 η ζωγράφος Έμμα Ρέγιες έστειλε στον φίλο της ιστορικό Χερμάν Αρσινιέγας την πρώτη από τις είκοσι τρεις επιστολές που περιγράφουν τις σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες κύλησε η παιδική της ηλικία. Ο φίλος της συγκλονίστηκε από τις επώδυνες αυτές αναμνήσεις κι αποφάσισε να δείξει τα κείμενα στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος ενθάρρυνε τη Ρέγιες να συνεχίσει το γράψιμο. Η αλληλογραφία κράτησε ως το 1997• σ’ αυτό το διάστημα, ο Αρσινιέγας κατάφερε να πάρει την έγκριση της Έμμα Ρέγιες για να εκδώσει τις επιστολές μετά τον θάνατό της.

Με μια γραφή που ξεχωρίζει για την εντιμότητα και την απουσία κάθε επιτήδευσης, η Ρέγιες αφηγείται τις αντιξοότητες των παιδικών της χρόνων στην Κολομβία στις αρχές του 20oύ αιώνα, όταν την εγκατέλειψαν μαζί με την αδερφή της σ’ ένα μοναστήρι. Χωρίς αυτολύπηση, με ευφυΐα ενηλίκου και ματιά κοριτσιού, καταφέρνει να μεταδώσει με ακρίβεια στον αναγνώστη τα συναισθήματά της.

Αν ο Ρίλκε έλεγε πως η πατρίδα του ανθρώπου είναι η παιδική του ηλικία, εκείνη της Έμμα Ρέγιες είναι μια αιώνια πατρίδα για όποιον τη διαβάζει. Αυτή η παιδική ηλικία είναι πλέον δική μας, μας ανήκει για πάντα.


Η Emma Reyes (Έμμα Ρέγιες) γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας το 1919. Ήταν καλλιτέχνις η οποία διακρίθηκε ως ζωγράφος και σκιτσογράφος. Μεγάλωσε σε ακραία φτώχεια και δραπέτευσε από το μοναστήρι για ορφανά κορίτσια, όπου διέμενε, στην ηλικία των δεκαεννιά. Ανεξάρτητη, ταξίδεψε όπου μπορούσε και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη ζωγραφική και στο σχέδιο, και σιγά-σιγά το όνομά της έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές. Δημιούργησε φιλίες με μερικούς από τους πιο διακεκριμένους καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοούμενους του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Έζησε στο Μπουένος Άιρες, στο Μοντεβιδέο, στην Ιερουσαλήμ, στην Ουάσιγκτον και στη Ρώμη, πριν εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1960. Το 2003, τη χρονιά που πέθανε, η Γαλλική κυβέρνηση την τίμησε με τα διάσημα του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών.


Σχεδιασμός/εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου