Συνδεδεμένη με σπουδαίες ηρωίδες και αξεπέραστες ερμηνείες, η Αμαλία Μουτούση είναι ένα ξεχωριστό, μεγάλο κεφάλαιο στο ελληνικό θέατρο. Αν και κατάφερε όλα αυτά τα χρόνια να αγαπηθεί βαθιά από το κοινό και τους ανθρώπους του χώρου, δεν θέλησε ποτέ να εξαργυρώσει την όποια επιτυχία, επιλέγοντας κάτι ανακόλουθο με τα προσωπικά της κριτήρια. Αντιθέτως, φαίνεται ιδιαίτερα συνεπής σε όσα επιθυμεί και εν τέλει πραγματοποιεί.

Η ίδια είναι ένας άνθρωπος διακριτικός και ήρεμος, ενώ συζητώντας μαζί της αντιλαμβάνεται κανείς την αγάπη και τη δύναμη που αντλεί από την οικογένεια, τη φιλία και το θέατρο. Είναι άλλωστε δοσμένη ολόψυχα σε αυτά που τη γεμίζουν και την εκφράζουν περισσότερο, σαν να έχει ξεχωρίσει οριστικά πια τι έχει για εκείνη ιδιαίτερη βαρύτητα και μεγαλύτερη σημασία.

Το φετινό καλοκαίρι η αγαπημένη ηθοποιός επιστρέφει στη σκηνή ερμηνεύοντας την Ιοκάστη στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, προσθέτοντας ακόμα μια ηρωίδα-κόσμημα στην πλούσια πορεία της. Λίγο πριν βρεθεί σε διάφορες ελληνικές πόλεις και αρχαία θέατρα για την συγκεκριμένη παράσταση, μιλήσαμε μαζί της για τους ρόλους, την καλλιτεχνική ζωή, τα ουσιώδη της καθημερινότητας και όσα γεύεται μέσα από την ευρύτερη ενασχόληση με την τέχνη. Όπως άλλωστε λέει και η ίδια χαρακτηριστικά, “η τέχνη είναι πράγμα της καρδιάς μου”.


– Επιστρέφετε στην Επίδαυρο μετά από ένα διάστημα απουσίας. Πώς προέκυψε η συγκεκριμένη συνεργασία και τι σας έκανε να πείτε «ναι»;

Τα τελευταία χρόνια, συγκεκριμένα από το 2016, που έπαιξα την Ιφιγένεια εν Ταύροις σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, προσπαθούσα να κρατάω τα καλοκαίρια μου ελεύθερα και να δουλεύω χειμώνα.

Η πρόταση για τον Οιδίποδα μού έγινε αρκετά παλαιότερα. Είναι μια δουλειά που ο Δημήτρης Λιγνάδης ήθελε από χρόνια να κάνει και τώρα διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για να πραγματοποιηθεί και επιπλέον ήταν μια καλή στιγμή για μένα. Το αρχαίο δράμα είναι ένα είδος που κάθε τόσο επιστρέφω σε αυτό. Είχα κάνει τον Ιππόλυτο – ολόκληρη την τραγωδία με τον Δημήτρη Καμαρωτό στη Στέγη το 2017 – και όλα τα χρόνια, στα μαθήματά μου με τα παιδιά, δουλεύω πάνω στο υλικό του αρχαίου δράματος, οπότε η σχέση μου με αυτό παραμένει πάντα ζωντανή.

Τελικά, αποδείχθηκε μια πολύ καλή ευκαιρία να πάω πάλι στην Επίδαυρο με ένα έργο το οποίο αγαπώ πολύ. Η σχέση μου με αυτό το κείμενο αρχίζει από πολύ παλιά, από τότε που θέλαμε να το δουλέψουμε με το Λευτέρη Βογιατζή και παρακολουθούσαμε από κοντά  την εξέλιξη της μετάφρασης του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Επίσης, αυτήν την μετάφραση του Παναγιωτόπουλου, όταν πια ολοκληρώθηκε την είχαμε με τα παιδιά στο Ωδείο και δουλεύαμε πάνω στα χορικά.

Τώρα λοιπόν, ξαναμπαίνω σε αυτό το αγαπημένο έργο από την πλευρά της Ιοκάστης – ένα ρόλο που δεν έχω ξαναπαίξει. Και μέτρησε πολύ για μένα  η συνεργασία με τον Δημήτρη Λιγνάδη και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, που είναι και οι δύο  καινούργιοι συνεργάτες, μιας και ούτε έχω παίξει σαν ηθοποιός μαζί τους, ούτε έχω σκηνοθετηθεί στο παρελθόν.

– Ποια είναι η Ιοκάστη; Βάλατε κάποια δικά σας στοιχεία στο ρόλο;

Η αλήθεια είναι ότι τώρα που μιλάμε ακόμα «γεννιούνται» πράγματα και δεν ξέρω. Πάντα δυσκολεύομαι να πω ποια δικά μου στοιχεία έχω βάλει σε ένα ρόλο όταν ακόμη τον ψάχνω. Αυτή τη στιγμή είμαι σε μια φάση που γνωρίζομαι με έναν «άγνωστο», τόσο με το ρόλο αλλά και γενικά με την παράσταση που δουλεύουμε. Και δεν θέλω να «εξοικειωθώ», προτιμώ να κρατήσω αυτή την αναζήτηση μέχρι το τέλος.

Είναι ένας ρόλος – «μυστήριο». Πιο πολύ εκφράζεται μέσα από τη σιωπή της, παρά με τα λόγια της. Επίσης, είναι η μόνη γυναίκα ανάμεσα σε άνδρες. Διαθέτει μια ενέργεια άλλης ποιότητας – όχι επιθετική, περισσότερο διεισδυτική. Επίσης, είναι βασίλισσα, έχει εξουσία. Με τον Κωνσταντίνο και το Δημήτρη έχουμε πει ότι η γκάμα αυτού του προσώπου θα μπορούσε να είναι από το ιερό πρότυπο της γυναίκας – μάνας που είναι η Παναγία μας, μέχρι και το σκοτεινό πρότυπο της γυναίκας, που είναι η Εύα.

– Έχοντας μια αξιοθαύμαστη πορεία στο αρχαίο δράμα, τι θα λέγατε πώς σας παρακινεί να επιστρέφετε συνεχώς σε αυτό και να ζητάτε νέες αναγνώσεις;

Προσωπικά, έχω μια μεγάλη περιέργεια. Είναι το πρώτο που με κινεί. Μου αρέσει πάρα πολύ να τα διαβάζω και έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα η  γλώσσα. Νομίζω ότι η γλώσσα στο ποιητικό θέατρο και στο αρχαίο δράμα έχει μια αυτονομία και δεν είναι πληροφορία απλή. Δε μπορείς να χρησιμοποιείς τη γλώσσα μόνο για να μεταφέρεις την πληροφορία. Έχει μια ποιητική υπόσταση που δίνει ταυτότητα στα πρόσωπα. Μου αρέσει πολύ το πώς μπορεί να προσωποποιείται η ποίηση. Το αρχαίο δράμα κρύβει μέσα του τις στοιχειώδεις αρχές της υποκριτικής τέχνης, είναι μεγάλη χαρά για τον ηθοποιό. Να μπορείς δηλαδή να εκφράσεις μόνο ό,τι είναι αναγκαίο. Το στοιχείο της αφαίρεσης είναι πραγματικά ουσιώδες!

– Τα μεγάλα κείμενα θεωρείτε πως κρύβουν κάποιες «παγίδες»;

Φαντάζομαι εννοείτε στον τρόπο που φωτίζει κανείς αυτά τα έργα… Κάτι τέτοιο ισχύει για όλο το θέατρο και για όλους τους μεγάλους δραματουργούς. Αυτός είναι ένας αιώνιος προβληματισμός που σχετίζεται με το αν ο σκηνοθέτης, αλλά και ο ηθοποιός (μιας και αυτός με τον τρόπο του είναι σκηνοθέτης), έχει τη δυνατότητα να εκφράσει το πνεύμα του συγγραφέα. Από εκεί ξεκινούν όλα. Βέβαια, τα τελευταία  χρόνια στο θέατρο ανεβαίνουν τα έργα σαν αφορμές για να πει ο καλλιτέχνης κάτι δικό του. Αυτό είναι καλώς γενόμενο αρκεί να μην παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο. Δηλαδή όταν του αλλάζεις τα φώτα του κειμένου για να πεις κάτι δικό σου, κάντο χωρίς να βάζεις τον συγγραφέα μπροστά.

– Είστε μια ηθοποιός ταυτισμένη στη συνείδηση του κόσμου με τους μεγάλους ρόλους και το όνομά σας αποτελεί πρόκληση για να παρακολουθήσουν παραστάσεις που συμμετέχετε. Πώς νιώθετε για αυτό; Είναι μια ευθύνη παραπάνω;

Είναι μια ωραία ευθύνη. Με επαναφέρει πολλές φορές, γιατί έχω ανάγκη να σκεφτώ τι έχω κάνει, να αναλογιστώ πράγματα από τα οποία έχω περάσει στην πορεία μου μέσα από παραστάσεις. Αλλά πρέπει να πω επίσης, ότι είμαι πάντα αληθινή και ειλικρινής με αυτό που κάθε φορά αισθάνομαι. Πολλές φορές το παρεξηγούμε και λέμε ότι «έχω ευθύνη γιατί ο κόσμος περιμένει πράγματα από μένα». Η ευθύνη μου είναι το να είμαι πάντα αληθινή με τον εαυτό μου.

– Από την άλλη, αρκετοί καλλιτέχνες θεωρούν επίσης πρόκληση να το συνεργάζονται μαζί σας. Πώς αντιμετωπίζετε και αξιολογείτε τις προτάσεις που σας γίνονται;

Έτσι απλά… Ανάμεσα σε δέκα προτάσεις σού αρέσει πιο πολύ κάποια. Έχει να κάνει με το ποιος είναι ο σκηνοθέτης, ο ρόλος, ποιοι οι συνάδελφοί μου, με το ποια στιγμή μου γίνεται η πρόταση και πού με βρίσκει, με το πόσες αντοχές έχω…

Είναι πολλοί οι παράγοντες, επειδή τη δουλειά σου προσπαθείς να τη συνδυάσεις με τη ζωή σου. Από εκεί και πέρα, θα πω το αυτονόητο: μετρούν πολύ οι άνθρωποι με τους οποίους θέλω να συνεργάζομαι και φυσικά τα έργα και οι ρόλοι. Μου αρέσει το θέατρο γενικά, από το ποιητικό δράμα μέχρι την φαρσοκωμωδία, αρκεί να είναι καλό θέατρο.

– Η αναγνώριση της καλλιτεχνικής αξίας σας, σας έχει κάνει να είστε πλέον πιο επιλεκτική;

Όχι. Η αλήθεια είναι ότι κάνω αυτά που θέλω. Δε θα πω «όχι» κάπου επειδή μπορεί να σκεφτώ ότι θα έρθει σε αντίθεση με όσα έκανα μέχρι σήμερα. Το αντίθετο μάλιστα. Θα ήθελα να μου δίνονται ευκαιρίες συνέχεια να αλλάζω πίστες, στίβους. Μου αρέσει και νομίζω ότι είναι καλό για την ίδια τη δουλειά μου. Να δοκιμάζω διάφορα με καινούργιους συνεργάτες. Είναι άλλωστε μέρος της εξέλιξής μας.

– Νιώσατε ποτέ να σας εξαντλεί η ζωή στο θέατρο;

Αστειεύεστε; Με έχει τσακίσει, όχι απλά με εξαντλεί. Είναι ένα ζήτημα αυτό. Θα ήθελα να περάσω  σε έναν τρόπο δουλειάς που να έχει μεγαλύτερα κενά  και μέσα σε αυτά τα κενά να μπορώ  να έχω μόνο τα μαθήματά μου. Σκέφτομαι να δίνω περισσότερο χρόνο στα εργαστήριά μου. Δεν υπάρχει ξεκούραστο θέατρο. Απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας.

– Έχοντας υπάρξει για χρόνια στην πρωτοπορία και την έρευνα, πώς βλέπετε την πρωτοπορία στο θέατρο σήμερα; Υπάρχει κάτι καινοτόμο ή περισσότερο συναντάμε μια διαρκή ανακύκλωση;

Αυτή είναι μια πολύ ωραία ερώτηση διότι η πρωτοπορία μέσα στην οποία εγώ «γεννήθηκα» κι εννοώ το θέατρο του Μιχαήλ Μαρμαρινού, δεν ήταν ένα «μοντέρνο» θέατρο. Ήταν ένα κλασικό ερευνητικό θέατρο. Ούτε πρωτοποριακό, ούτε μοντέρνο. Πάντως, μου αρέσει να βλέπω πράγματα που είναι διαφορετικά από τη δική μου αισθητική, που μπορούν να με κάνουν να ανατρέψω δικά μου δεδομένα. Αλλά αγαπώ το κλασικό στο  θέατρο. Θεωρώ πως όσο πιο κλασικό, τόσο πιο σύγχρονο είναι. Οι χορευτές νομίζω το εξηγούν καλύτερα. Ένας χορευτής δε μπορεί να χορέψει τίποτα, εάν δεν ξέρει από κλασικό χορό.

– Γενικότερα τι θαυμάζετε στο ελληνικό θέαμα και τις σας απωθεί;

Τους συναδέλφους μου θαυμάζω πάνω από όλα. Και πάρα πολύ μάλιστα. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι αυτό που έχουν να κάνουν. Θαυμάζω επίσης τη γενναιοδωρία πάνω στη σκηνή, όπως επίσης και σκηνοθέτες που μπορεί να βάζουν το ανθρώπινο στοιχείο πάνω από το αποτέλεσμα της δουλειάς.

Από την άλλη, δε μου αρέσει αυτό το σκόρπισμα γύρω μου. Καταλαβαίνω ότι είναι στοιχείο της εποχής μας, μα δε μου αρέσει. Δε μου αρέσει επίσης να βλέπω ότι το θέατρο και ειδικά η νέα γενιά, χάνει τη σχέση της με τη γλώσσα. Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα γενικότερα. Ρημάζει η γλώσσα μας. Με στεναχωρεί πολύ. Και στις σχολές τα παιδιά δεν έχουν σχέση με τη γλώσσα. Τι κρίμα… Ο λόγος είναι δράση, είναι ενέργεια, είναι κάτι που μπορεί πραγματικά να κάνει καλό και κακό.

– Σκεφτήκατε ποτέ να σκηνοθετήσετε εσείς κάτι;

Όχι. Έχω κάνει κάποια πράγματα με το Δημήτρη Καμαρωτό, αλλά μέχρι εκεί. Εάν έχω το κομμάτι της υποκριτικής διδασκαλίας μέσα σε μια δουλειά, αυτό με ευχαριστεί και μπορώ να ανταπεξέλθω. Μου παίρνει πάρα πολλή ενέργεια το κομμάτι της υποκριτικής και είμαι αυτό που λέμε «θεατρίνα». Δηλαδή θα κάτσω από κάτω, θα παθιαστώ, θα σημειώσω, θα ξανανέβω στη σκηνή, θα κατέβω πάλι, χαμός. Όπως είμαι πάνω, είμαι και κάτω. Είναι στη φύση μου!

– Εκτός σκηνής τι μας γεμίζει;

Όλα αυτά που περιέχονται στην καθημερινή ζωή. Ο προσωπικός μου ελεύθερος χρόνος, ο οποίος είναι ιδιαίτερα λίγος ειδικά τις περιόδους που δουλεύω. Είμαι πολύ της οικογένειας. Μου λείπει η οικογένειά μου και θέλω να την χαίρομαι. Τώρα ας πούμε, κάνω συνέχεια πρόβες και δε μπορώ να βλέπω τη μαμά μου όσο συχνά συναντιόμαστε άλλες στιγμές με λιγότερες υποχρεώσεις, τον άνδρα μου τον βλέπω λίγο. Εγώ, όπως έχω πει πολλές φορές, είμαι άνθρωπος της ησυχίας. Χρειάζομαι ηρεμία. Θέλω να είμαι κάπως μακριά, γαλήνια, δε μου αρέσει η πόλη, η βοή των δρόμων, η φασαρία…

– Με τι θα θέλατε να καταπιαστείτε εάν κάποια στιγμή πάρετε την απόφαση για μια μεγάλη παύση από την θεατρική τέχνη;

Μια μεγάλη παύση ήδη πέρασε. Σκεφτείτε ότι έχω να παίξω από τον Ιππόλυτο. Ουσιαστικά απείχα δύο χρόνια. Αν τώρα σταματούσα να εργάζομαι τόσο ακατάπαυστα, αυτό που βασικά θα ήθελα είναι να μη γεμίσω πάλι με κάτι τόσο έντονο την καθημερινότητά μου. Να είμαι ελεύθερη να ασχολούμαι με διάφορα και πιο πολύ να ξεχνιέμαι. Θα ήθελα να χορεύω, να ζωγραφίζω, να κάνω τραγούδι. Να μάθω βυζαντινή μουσική και ελληνικούς χορούς. Θα ήθελα να κάνω τόσο πολλά πράγματα που δεν έχω χρόνο να τα κάνω γιατί είμαι ολόψυχα δοσμένη στο θέατρο.

– Η σχέση μας με την τέχνη σας έχει μετατοπίσει σαν άνθρωπο;

Νομίζω ότι επειδή δυσκολεύομαι ως προς την έκφραση και στη ζωή μου είμαι αρκετά σφιγμένη, άσχετα αν οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχω μια έφεση, η τέχνη με βοηθά πολύ σε αυτό. Δεινοπαθώ κάθε φορά για να εκφραστώ στη ζωή. Με τα χρόνια το θέατρο μού έχει προσφέρει την δυνατότητα να μπορώ να εκφράζομαι. Η τέχνη με έχει βοηθήσει στη ζωή μου και αυτό το λέω ειλικρινά, ουσιαστικά, όχι θεωρητικά και ποιητικά ή για να κάνω εντύπωση. Με έχει βοηθήσει και στο ζήτημα της πειθαρχίας και τι μπορεί να σημαίνει γενικά αυτό το πράγμα ώστε να γίνει με έναν τρόπο καρδιακό. Καταλαβαίνω όσο περνούν τα χρόνια, ότι η τέχνη είναι πράγμα της καρδιάς μου.

– Με το χρόνο που περνά έχετε συμφιλιωθεί;

Δεν συμφιλιώνεται κανείς έτσι. Από την άλλη, θα είναι ψέματα και να πω ότι με τρομάζει. Δεν είναι βέβαια και τόσο αυτονόητο. Πραγματικά ζούμε σε μια εποχή που απωθούμε το θάνατο, νομίζουμε ότι δε θα πεθάνουμε, προσπαθούμε να τελειώνουμε με αυτό το ζήτημα επειδή δεν το σκεφτόμαστε. Δεν ξυπνώ κάθε μέρα και λέω «τι ωραία που λιγοστεύει η ζωή μου!», όμως δε μπορώ και να μη δω ότι η ζωή είναι μαγική με όλα αυτά μέσα.

Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος χάνει κάποια πράγματα όπως την ομορφιά, τη νεότητα, την ενέργεια. Είναι τα φθαρτά της ζωής. Όμως, σού δίνεται και η δυνατότητα με το χρόνο που περνά να έχεις περισσότερο χώρο μέσα σου για όσα αποτελούν τη ζωή μας. Ωριμάζοντας, νομίζω ότι μπορεί αυτός ο χώρος μέσα σου να πλαταίνει και να χωράει ανθρώπους και φως.

– Αυτό αισθάνεστε εσείς;

Ναι, ακριβώς. Αισθάνομαι ότι όταν περπατώ προς αυτό το δρόμο, είμαι καλά. Όταν όμως νιώθω πως περπατώ σε ένα δρόμο άμυνας, γίνομαι μίζερη και δε μου αρέσει καθόλου έτσι ο εαυτός μου.

– Είστε εκ φύσεως πιο αισιόδοξη και φωτεινή ή έχετε και σκοτεινές πλευρές;

Σίγουρα έχω και τις σκοτεινές πλευρές μου. Και αυτές είναι μέρος αυτής της έκφρασης. Το να μπορείς να τις μαθαίνεις και να αναδεικνύεις τα πιο σκοτεινά σου συναισθήματα, που δεν είναι μόνο τελικά τα δικά σου, αλλά και των προσώπων που υποδύεσαι. Άμα το εκφράσεις, το έχεις ξορκίσει. Υπάρχουν όλες οι πλευρές. Και για αυτό ακριβώς μου αρέσει η τέχνη του θεάτρου.

– Πάντως με άλλες τέχνες όπως ο κινηματογράφος έχετε ασχοληθεί λίγο.

Έχω κάνει όντως λίγο σινεμά γιατί δεν έχω χρόνο. Όποτε μου έτυχε κάτι που το ήθελα πάρα πολύ, φρόντισα να βρω τον τρόπο να γίνει. Αλλά και πάλι, δεν ήταν πολύ εύκολο με τους ρυθμούς της δουλειάς. Προσπάθησα να ανταποκριθώ στις προτάσεις που μου έγιναν και με ενδιέφεραν. Από εκεί και πέρα, δεν είμαι άνθρωπος του σινεμά, γιατί παραείμαι άνθρωπος του θεάτρου. Θα ήθελα πολύ να παίζω στο σινεμά, αλλά δε μπορείς να τα κάνεις όλα.

– Τι σημαίνει ευτυχία για την Αμαλία Μουτούση;

Δύσκολη ερώτηση… Η αγάπη με κάνει ευτυχισμένη. Η αγάπη γιατί τα περικλείει όλα. Και την οικογένεια και τη φιλία και την τέχνη, γιατί η ιδανική εκδοχή της τέχνης είναι αυτή της αγάπης.


Πορτραίτα Αμαλίας Μουτούση και φωτογραφίες παράστασης: ©Πάτροκλος Σκαφίδας


Διαβάστε επίσης:

Οιδίπους Τύραννος, από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή ταξιδεύει στην Ελλάδα