«Λάδι σε καμβά» είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Αλέξη Πανσέληνου στο οποίο ο συγγραφέας αποτυπώνει, με λέξεις ασφαλώς και όχι πινελιές, την πορεία του Σπύρου, ενός σπουδαστή στη Σχολή Καλών Τεχνών, από τη νεότητά του κατά τη δεκαετία του ‘60 έως και σήμερα. Το τελευταίο ανέμελο καλοκαίρι πριν την επιβολή της δικτατορίας θα αποδειχθεί καθοριστικό, μια καταιγίδα συναισθημάτων που θα διαμορφώσει τη σχέση του νεαρού με την τέχνη του. Η ένταση και το εκτυφλωτικό φως εκείνου του καλοκαιριού θα αναμετρηθούν με το γκρίζο χρώμα της δικτατορίας και των ματαιώσεων που ακολούθησαν.

***

– Ο Σπύρος, πρωταγωνιστής του τελευταίου σας βιβλίου, είναι ένας νέος φοιτητής τη δεκαετία του ’60, που έζησε την ανεμελιά και κατόπιν τις συνέπειες από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Δεδομένου ότι κι εσείς ανήκετε στην ίδια γενιά, πόσο εύκολο ήταν για εσάς να γυρίσετε πίσω στον χρόνο;

Ο ήρωάς μου δεν μπορούμε να πούμε ακριβώς πως έζησε την ανεμελιά. Η εποχή διόλου ανέμελη δεν ήτανε. Ανέμελη είναι η ηλικία στην οποία εκείνος βρίσκεται το 1966. Ανήκω στην ίδια γενιά με τον Σπύρο, βλέπαμε και ακούγαμε πράγματα ανησυχητικά από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του ’60 και σαν φοιτητές αντιδρούσαμε σε αυτά που συνέβαιναν στο πολιτικό πεδίο. Στις σκηνές που περιγράφονται από τη φοιτητική του ζωή στη Σχολή (ΑΣΚΤ) φαίνεται αυτό. Όσο για το γύρισμα πίσω στον χρόνο, στην ηλικία μου είναι συνηθισμένο – και πολύ εύκολο. Κανείς δεν ξεχνά όσα έζησε όταν ήταν εικοσάρης.

– Παρότι η Αθήνα των χρόνων εκείνων αποτυπώνεται ρεαλιστικά, με παραπομπές και τοπόσημα, το νησί των διακοπών του Σπύρου παραμένει απροσδιόριστο. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή; 

Βρήκα πως το νησί δεν χρειαζόταν να γίνει πιο συγκεκριμένο. Αφενός γιατί είναι συρραφή πολλών νησιών και αφετέρου γιατί ήθελα να τονιστεί η ονειρική διάσταση του τόπου της νεανικής ευτυχίας και του έρωτα – κάπως σαν ένας γενικότερος συμβολισμός. Αν έλεγα Χίος ή  Μυτιλήνη, ας πούμε (ή Κέρκυρα, μιας και περιγράφονται τοπία με ελαιώνες), το νησί μου θα αποκτούσε αυτόματα μια ταυτότητα δεσμευτική. Αυτό δεν το ήθελα.

– Για ποιο λόγο επιλέξατε να γράψετε για έναν νέο ζωγράφο και όχι, φερ’ ειπείν, για έναν νέο συγγραφέα; Τι σχέση έχετε εσείς προσωπικά με την τέχνη της ζωγραφικής;

Αυτή είναι από μια άποψη μια ερωτική ιστορία, η ιστορία ενός έρωτα, εκτός των άλλων. Η ζωγραφική βρίσκω να έχει στον πυρήνα της κάτι ιδιαίτερα ερωτικό, ίσως γιατί έχει να κάνει με το ανθρώπινο σώμα – και όχι μόνο ως θέμα της αλλά και ως εργαλείο της. Ο ζωγράφος όπως και ο γλύπτης είναι ένας χειρώνακτας της τέχνης. Και το βλέμμα που ρίχνει στον κόσμο γύρω του αποκαθιστά μια σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και στον κόσμο πολύ πιο σωματική απ’ όσο εκείνη του συγγραφέα. Γνώρισα από κοντά πολλούς ζωγράφους, θαύμασα και ζήλεψα πολύ αυτό το στοιχείο της σωματικής σχέσης τους με τον κόσμο. Μπήκα στα ατελιέ τους, τους παρακολούθησα να εργάζονται, μίλησα μαζί τους για την τέχνη τους και έμαθα έτσι πάρα πολλά. Ο συγγραφέας μαθαίνει από πολλές τέχνες. Η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική, η ποίηση, η αρχιτεκτονική έχουν πολλά να μας διδάξουν και οι τεχνικές που καθεμιά τους χρησιμοποιεί έχουν πολλές αντιστοιχίες με τις τεχνικές της γραφής. Και τέλος, στον πυρήνα αυτής της ιστορίας υπάρχει η ζωγραφική σαν συνεκτικός ιστός ανάμεσα στα πρόσωπά της. Το γράψιμο για κάποιον λόγο μου φαίνεται πως δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο. 

– Ο ήρωάς σας ξεκινά ως φέρελπις καλλιτέχνης, ωστόσο η ζωή του εξελίσσεται διαφορετικά. Τι πιστεύετε ότι διαφοροποιεί τον καλλιτέχνη που συνεχίζει να διακονεί την τέχνη του από αυτόν που την εγκαταλείπει;

Δεν υπάρχει βέβαια συγκεκριμένη κατηγορία καλλιτεχνών που εγκαταλείπουν την τέχνη τους. Οι μόνοι που σίγουρα θα έκαναν κάτι τέτοιο είναι όσοι νόμιζαν πως είναι καλλιτέχνες και κάποια στιγμή βαρέθηκαν, κουράστηκαν, βρήκαν κάτι άλλο να τους απασχολήσει και εγκατέλειψαν. Ο Σπύρος δεν ανήκει σε αυτούς. Είναι πραγματικός ζωγράφος, έχει ταλέντο και δημιουργική διάθεση και ξεκινά τις σπουδές του κάτω από τις πιο ευοίωνες προοπτικές. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και σ’ αυτόν τυχαίνει μια σειρά από πράγματα, γεγονότα, τραύματα και αλλαγές των συνθηκών της ζωής που τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει την τέχνη του. Ασφαλώς κάποιος άλλος θα επέμενε, θα εξακολουθούσε παρά τις αντιξοότητες, όπως κάνουν οι συμμαθητές του στη Σχολή. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν τα έφερε έτσι η ζωή όπως τα έφερε για τον Σπύρο. Η ματαίωση των ονείρων μας είναι κάτι πολύ συνηθισμένο πιστεύω – όλοι έχουμε κάποια που ματαιώθηκαν και κάποιους λόγους για τους οποίους αυτό συνέβη.

– Το ερωτικό στοιχείο στο βιβλίο σας είναι έντονο, ωστόσο η ανεμελιά δίνει τη θέση της στο τραύμα. Είναι αναγκαία αυτή η απώλεια της αθωότητας για την ενηλικίωση;

Η απώλεια της αθωότητας συμβαίνει αναγκαστικά, πάντα στη διάρκεια της ζωής μας και αρκετά νωρίς. Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο. Στην περίπτωση του Σπύρου δεν ξέρω αν πρόκειται ακριβώς για απώλεια της αθωότητας ή για την κατάρρευση της εικόνας που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του και που ο έρωτας της μικρής Γωγώς γι’ αυτόν την έχει μεγεθύνει. Θα έλεγα πως το δεύτερο συμβαίνει. Το τελευταίο εκείνο, ξένοιαστο καλοκαίρι, ο Σπύρος χάνει την αυτοεκτίμησή του, βλέποντας τον έρωτα για κείνον να σβήνει στα μάτια της Γωγώς. Ούτε η Γωγώ, η δωδεκάχρονη κόρη της οικογένειας που τον φιλοξενεί στο νησί, μπορούμε να πούμε ότι είναι τελείως αθώα. Καταρρέει όμως και γι’ αυτήν το είδωλο του αντικείμενου του έρωτά της, όταν βλέπει τον Σπύρο με την αδερφή της. Και κουβαλά κι εκείνη το τραύμα εκείνης της μοιραίας βραδιάς, κάτι που διαπιστώνουμε πως έχει συμβεί στο τέλος του βιβλίου. Ένα είναι σίγουρο για την ενηλικίωση, μιας και την αναφέρετε: αυτή προέρχεται από τα τραύματά μας. 

– Πόσο συχνά βλέπετε γύρω σας ιστορίες ματαίωσης σαν αυτή του Σπύρου; Μπορεί μια τέτοια πτωτική πορεία να ανατραπεί, έστω και αργά;

Ω, πολύ συχνά. Εγώ ο ίδιος έχω ζήσει τη ματαίωση πολλών ονείρων μου και γνωρίζω και ένα πλήθος ανθρώπων, φίλων μου και γνωστών μου, που ματαιώθηκαν τα δικά τους. Φυσικά όλοι επιζούμε. Αρπαζόμαστε από κάτι άλλο και επιπλέουμε. Καμιά φορά τα όνειρα τα οποία ματαιώνονται αποδεικνύεται πως θα οδηγούσαν κάπου όπου δεν θα βρίσκαμε την πλήρωση της ευτυχίας μας και πως όσα νομίσαμε κάποτε σαν απλά υποκατάστατα εκείνων των ιδανικών παραδείσων που ονειρευόμασταν ήταν τελικά ο παράδεισος που μας ταίριαζε και μας άξιζε. 

Διαβάστε επίσης: 

Αλέξης Πανσέληνος – Λάδι σε καμβά: Μια ιστορία που εκτυλίσσεται το σημαδιακό καλοκαίρι του 1966