Η «ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ» με όχημα την διαχρονικότητα της ζωγραφικής γλώσσας αναζητά την έκταση της εικόνας μας πέρα από τις επίπεδες οθόνες των υπολογιστών. Η χρωματική γκάμα της ψηφιακής εικόνας, οι δυσλειτουργίες του software, οι παραμορφώσεις των pixels, η στιγμιαία κατάρρευση της αυτοσκηνοθεσίας του πλάνου μας, μια ναρκισσιστικού τύπου ανησυχία για το πως μας βλέπουν οι άλλοι και πως βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας στον ψηφιακό καθρέφτη, είναι οι άυλες πρώτες ύλες που ο Ψυχούλης χρησιμοποιεί για να δομήσει ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα μιας εποχής που οι ζωτικές μας επιθυμίες αναβλήθηκαν επ’ αόριστον.


Τι σημαίνει για σένα Αλέξανδρε ο όρος “πορτραίτο”; Πόσο κοντά ή μακριά είναι η ορολογία της προσωπογραφίας από τα έργα που μας παρουσιάζεις στην τελευταία σου δουλειά στην γκαλερί Α. Αντωνοπούλου; Ειδικά όταν οι άνθρωποι που παρουσιάζονται, δεν ‘ποζάρουν’ για αυτό το λόγο αλλά ίσως το κάνουν με έναν διαφορετικό τρόπο, για να δηλώσουν τη βαρύτητα μίας παρουσίας, που μπορεί μεν να μην αποτυπώνεται με λάδι στον καμβά μίας αιωνιότητας, αλλά στο συλλογικό ασυνείδητο των παρευρισκομένων αλλά και του θεατή;

Ζωγραφίζω την οθόνη που δείχνει ένα πρόσωπο το οποίο δεν μπορώ να συναναστραφώ δια ζώσης. Ζωγραφίζω τις «φωτεινές σκιές» της πραγματικότητας αν θέλουμε να κάνουμε μια αναφορά στο Πλατωνικό σπήλαιο.

Τα πορτραίτα που βλέπουμε αποτελούν ζωγραφισμένες εκδοχές ανθρώπων σε ‘δωμάτια αναμονής’ πριν την έναρξη τηλεδιασκέψεων. Εισερχόμενος μέσα στην έκθεση ο θεατής νιώθει ότι εισέρχεται στον προσωπικό τους χώρο λίγο πριν τη δημόσια εμφάνισή τους. Δεν μοιάζουμε εμείς οι θεατές κάπως σαν Χιτσκοκικοί ήρωες, παρακολουθώντας κρυφά τους ανθρώπους αυτούς στις χαλαρές ή και αγχωμένες στιγμές τους λίγο πριν την εμφάνιση, και επίδοση τους, σε κάποια διαδικτυακή συνάντηση;

Μη μας μπερδεύει ο τίτλος. Το «Αίθουσα αναμονής» πάει σε όλη τη συνθήκη που ζήσαμε, εκεί που είχαν ανασταλεί όσα ωραία πράγματα θέλαμε να κάνουμε. Στην πραγματικότητα τα πορτραίτα αυτά είναι εικόνες ανθρώπων μετά από πολλές ώρες απανωτών τηλεδιασκέψεων. Όσο κι αν οι ψηφιακοί συνομιλητές μου προσπαθούσαν να κρατήσουν την αυτοσκηνοθετημένη αξιοπρέπειά τους, ο χρόνος που πέρναγε βασανιστικά οδηγούσε μοιραία στην στιγμιαία κατάρρευση. Αυτό παραμόνευα. Τότε γινόντουσαν πιο συμπαθείς. Το ενδεχόμενο ότι εκείνη την στιγμή κάποιος του κατέγραφε χανόταν για λίγο εντελώς από το μυαλό τους. Έβρισκα δηλαδή εκεί μια στιγμή αυθεντικότητας ή απλά ήταν ο δικός μου καταρρακωμένος από τις διαμεσολαβήσεις εαυτός μου που έψαχνε να ταυτιστεί μ’ αυτή τους τη διάσταση.

Η χρήση του υδατοχρώματος μοιάζει να ενισχύει αυτή τη αίσθηση του φευγαλέου και του παροδικού της στιγμιαίας ή έστω ωριαίας συνεύρεσης. Μίλησε μας για την επιλογή του υλικού σου.

Ναι, μπορείς να το δεις κι έτσι. Οι ακουαρέλες είναι το απόλυτα στιγμιαίο υλικό από κάθε άποψη. Άρχισα να τις δουλεύω παίζοντας κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών όταν οι φίλοι μου λιαζόντουσαν για ώρες στην παραλία κι εγώ βαριόμουν. Έχω πάντα στην τσάντα μου ένα μικρό σετ ακουαρέλας. Όλα τα υλικά σ’ ένα μικροσκοπικό κουτί έτοιμα να μεταποιηθούν με λίγες σταγόνες νερό.
Ζώντας τα τελευταία 20 χρόνια σε διαρκή μετακίνηση, με πονούσε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να νιώσω έναν τόπο σαν έδρα που θα μπορούσα να κάτσω και να ζωγραφίσω με την ησυχία μου. Γι αυτό και σπάνια ζωγράφιζα ενώ είναι κάτι που λατρεύω. Πριν την ολοκλήρωση μιας έκθεσης με κυρίευε τα άγχος, έχανα δηλαδή την πιο απολαυστική παράμετρο της δημιουργικής διαδικασίας. Τεμάχιζα την παραγωγή. Κάποια πράγματα γίνονταν στο Πήλιο, κάποια στο Βόλο κάποια στην Αθήνα. Τις περισσότερες φορές περίμενα το στήσιμο μέσα στη γκαλερί για να δω το έργο ολοκληρωμένο.
Η φρίκη της απομόνωσης κατά την διάρκεια του εγκλεισμού εξισορροπήθηκε με την πραγμάτωση ενός ονείρου που είχα για χρόνια και θα στο περιγράψω με ακρίβεια. Ήθελα πάντα να έχω την «πολυτέλεια» να ζω 24 ώρες το εικοσιτετράωρο μέσα στο χώρο που δουλεύω. Να ξυπνάω και τα σύνεργα μου να είναι εκεί έτοιμα να με περιμένουν. Να μαγειρεύω δίπλα στα έργα, να ξαναδουελεύω, να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και με την άκρη του ματιού μου να μπορώ να δω το έργο και να καταλάβω τι θέλει και που πάει. Αποκλεισμένος στο σπίτι μου στην Αθήνα κατάφερα να το ζήσω κι ήταν μια πραγματικά ευδαιμονική περίοδος. Μετέτρεψα το καθιστικό σε στούντιο. Οι ακουαρέλες ούτε μυρίζουν, ούτε λερώνουν. Ιδανικό οικιακό υλικό. Γι αυτό τις επέλεξα. Άλλωστε δεν τις μεταχειρίζομαι με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Είναι ακουαρέλες μεγάλου μεγέθους δουλεμένες με το χαρτί όρθιο.

Στις τηλεδιασκέψεις το φόντο, ο χώρος δηλαδή όπου τοποθετείται το άτομο, έχει τη δική του σημειολογία. Υπάρχουν εικονικά φόντα και ειδικές εφαρμογές γι αυτό. Πολλοί για παράδειγμα, επιλέγουν για φόντο μία βιβλιοθήκη για να ενισχύσουν τη σοβαρότητα της δημόσιας εικόνας τους. Ο εικονικός προσωπικός μας χώρος, το φόντο, πώς πιστεύεις ότι ενισχύει την κατασκευή του ψηφιακού μας ναρκισσιστικού αποτυπώματος για το σύντομο διάστημα της εικονικής μας παρουσίας σε μία αίθουσα ‘ψηφιακών προτομών’ ;

Στις τηλεδιασκέψεις είμαστε ψηφιακές προτομές που επιλέγουν και το βάθρο τους. Τουτέστιν το χώρο πίσω στον οποίο φαινόμαστε κολλημένοι. Παρουσιάζουμε στη δημόσια σφαίρα ένα μέρος του εαυτού μας κι ένα μέρος του προσωπικού μας χώρου, σαν ένα σύνολο, κάτι σαν κυβιστικοί ήρωες. Το ότι καθένας επιλέγει με προσοχή το «βάθρο» του είναι ανθρώπινο κι έχει να κάνει με το τι θέλουμε οι άλλοι να πιστεύουν για μας. Μου θυμίζει κάτι τροφαντές θείες μου που κάθε φορά που κάθονταν στον καναπέ έστρωναν την φούστα του ταγιέρ τους με την χαρακτηριστική χειρονομία.
Γι αυτούς που χρησιμοποιούν τα εικονικά φόντο τρέφω πάντα μια καχυποψία και σχηματίζω την πιθανά λανθασμένη εντύπωση ότι κάτι τρέχει με τον ψυχικό τους κόσμο. Έβλεπα ανθρώπους που διάλεγαν γελοίες αναπαραστάσεις παραλιών με φοίνικες, λόμπι ξενοδοχείων ή απλά μια έρημο από τον πλανήτη Άρη. Ένιωθα πως αυτοί οι ψεύτικοι χώροι μεγέθυναν δραματικά την σύγχυση στην οποία ζήσαμε. Μου ήταν πιο καθησυχαστικό να βλέπω λευκούς άδειους τοίχους και ξέστρωτα κρεβάτια η να παρατηρώ την τυπολογία του χώρου που σχετιζόταν με τις ιδιότητες των ομιλητών. Για παράδειγμα τα ψηφιακά μαθήματα κατάδειξαν πως όλοι οι καθηγητές έχουν πίσω τους μια παραγεμισμένη βιβλιοθήκη ενώ οι φοιτητές αποκλειστικά post-it και αφησάκια κολλημένα με σελοτέιπ στους τοίχους σαν μνημεία προσωρινής κατοίκισης.

Η νέα σου δουλειά θυμίζει το genre painting, των παλαιότερων ζωγράφων που συνήθιζαν να δουλεύουν en plain air, απεικονίζοντας ανθρώπους στα καφέ. Εσύ τους ζωγραφίζεις στο νέο περίκλειστο περιβάλλον της καραντίνας, σε μία πιο πολύπλοκη συνθήκη Λακανικού καθρέπτη, γυρίζοντας προς τα έξω το εντός της κάθε ψυχοσύνθεσης, μαζί με την καταπιεσμένη λόγω Κόβιντ επιθυμία προσωπικής επαφής. Ουσιαστικά μοιάζεις να πλησιάζεις πολύ κοντά τους, αν και σας χωρίζει μία οθόνη. Μήπως η οθόνη λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός σε κάθε κίνηση, έκφραση, χειρονομία; Πόσο δύσκολο και προκλητικό υπήρξε αυτό το εγχείρημα;

Οι συνύπαρξη μέσω οθονών δηλώνει συνύπαρξη από απόσταση. Όλη αυτή η δουλειά ήταν σα να προσπαθούσα να βρω μια νέα λέξη, μια λέξη που δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μας, μια λέξη που εκφράζει όσο πιο θετικά γίνεται την έννοια «συλλογικά μόνος».

Αν οι οθόνες μεγέθυναν κάτι ήταν η απουσία της πραγματικής επαφής, η έλλειψη της μυρωδιάς, η αίσθηση μιας χωρικής ολότητας. Κάθε φορά που ζωγράφιζα ένα πορτρέτο ανθρώπου που είχα συνομιλήσει ψηφιακά για ώρες, όταν έφτανα στα μάγουλα είχα μια παράξενη αίσθηση ότι τον χαϊδεύω με το πινέλο. Ήταν στιγμές πραγματικής λύτρωσης και με κυρίευε ένα αίσθημα συμπόνοιας για όλους μας.

Είναι άραγε υπερβολή αν έλεγα ότι αυτά τα έργα, όπου ‘τεμαχίζεται’ η προσωπική εικόνα, θυμίζουν τους πρωταγωνιστές της Ισπανικής Αυλής από τον Γκόγια που τους παρουσίαζε απαλλαγμένους από την ωραιοποίηση και το ντεκόρουμ;

Σίγουρα πάντως ο εξωραϊσμός των υποκειμένων δεν ήταν στους στόχους μου. Όμως όταν ο Γκόγια ζωγράφιζε τους ανθρώπους της Αυλής ασκούσε κριτική, κι αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να σκεφτώ όταν μπροστά μου είχα ανθρώπους που συμπάσχαμε σε μια κοινή μοίρα.

Ως καθηγητής εικαστικών με έμφαση στις νέες τεχνολογίες στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τον τελευταίο χρόνο είχες συχνή διαδικτυακή επαφή με τους μαθητές σου. Πώς η νέα τηλεματική κανονικότητα της εποχής της πανδημίας άλλαξε τον τρόπο διδασκαλίας αλλά και πρακτικής εφαρμογής της τέχνης;

Η διαδικτυακή επαφή ήταν η αποκλειστική επαφή. Η έννοια της πρακτικής εφαρμογής της τέχνης μέσα σε τέτοιες συνθήκες έμεινε υπό διερεύνηση. Υπήρχε η τεράστια δυσκολία του να μιλάς για ύλη μέσα σε εντελώς άυλα περιβάλλοντα.
Η όλη ακαδημαϊκή διαδικασία ήταν μάλλον αμήχανη, συχνά τραγελαφική αλλά πάντα ενδιαφέρουσα. Στην αρχή οι φοιτητές αρνούνταν να ανοίξουν τις κάμερές τους. Ένιωθα πως μιλούσα μόνος σ’ ένα ηχητικά μονωμένο δωμάτιο. Κάτι εικονίδια έδειχναν ότι υπήρχαν συνδεδεμένοι κάποιοι αλλά δεν μετέφεραν καμιά πληροφορία για το τι ακριβώς κάνουν εκείνη τη στιγμή. Όταν σχεδόν τους υποχρέωσα να έχουν κάμερες ανοιχτές αποκαλύφθηκε πως οι «εκπαιδευόμενοι» είχαν ένα μεγάλο εύρος παράλληλων ενασχολήσεων. Τους έβλεπα να μαγειρεύουν, να τρώνε, να παίζουν χαρτιά, να ψιλοκουβεντιάζουν, να πίνουν και να χορεύουν σε μικρά κορωνοπάρτι, να σερφάρουν στο Instagram. Ήταν ειλικρινείς και δεν είχαν καμιά διάθεση να πουν ψέματα για το πως αντιλαμβάνονταν αυτού του είδους την εκπαίδευση. Έμαθα πολύ περισσότερα γι αυτούς απ’ ό,τι αν θα τους έβλεπα μέσα σε ένα αμφιθέατρο. Δεν ήταν απλά φοιτητές αλλά άτομα με ταυτότητα και χαρακτήρα. Εγώ ήμουν απλά ένας ραδιοφωνικός παραγωγός μέσα στο ηχοτοπίο της ζωής τους.

Δουλεύεις πολύ με τα νέα ψηφιακά μέσα. Εδώ όμως κάνεις μία ανατροπή και χειρίζεσαι μία ζωγραφική που οικειοποιείται ένα άλλο μέσο, το μέσο του διαδικτύου. Μίλησε μας για αυτή την εναλλαγή μεταξύ των μέσων.

Ναι κινούμαι μέσα κι έξω από τα software συνεχώς θες να πεις. Με το Internet ερχόμαστε σε επαφή μέσω browsers οι οποίοι είναι κι αυτοί software, άρα δεν υπάρχει δραματική μεταστροφή. Αν υπάρχει πραγματική εναλλαγή μεταξύ μέσων τότε αυτή είναι η προσέγγιση της ψηφιακής εικόνας μέσω της ζωγραφικής γλώσσας. Κι αυτό είναι ένα ωραίο παιχνίδι. Για πολλά χρόνια προσπαθήσαμε να βρούμε την ψηφιακή διάσταση πραγμάτων που κάναμε σε φυσικούς χώρους και μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια ανακαλύψαμε και νέες δυνατότητες που έχουν αποκλειστικά ψηφιακά χαρακτηριστικά. Το να κάνεις τώρα το αντίστροφο έστω και σαν παιχνίδι βοηθάει πολύ γιατί ως άνθρωποι τα πράγματα που έχουν ύλη και βαρύτητα τα αντιλαμβανόμαστε πιο ολοκληρωμένα.

Στο Δωμάτιο Αναμονής, οι παραδοσιακές ζωγραφικές αξίες ανατρέπονται. Το φως μιμείται το ψυχρό φως της οθόνης. Αλλού το σχέδιο θραυσματοποιείται όπως τα πίξελς μιας κακής σύνδεσης, ενώ το χρώμα δεν αντανακλά πια τον ψυχισμό του καλλιτέχνη αλλά την ψηφιακή εμπειρία. Οι νέες συνθήκες επικοινωνίας πιστεύεις ότι άνοιξαν νέους δρόμους στην εξέλιξη της ζωγραφικής, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό πρόσληψης των εικόνων γύρω μας, οδηγώντας σταδιακά σε μία μετα-ζωγραφική που διαφοροποιείται εικαστικά από το παλαιότερο μέσο;

Ο ψυχισμός των Software (αν υποθέσουμε ότι τα λογισμικά έχουν κάποιου είδους ψυχή) ερμηνευμένος από εμένα μοιραία μεταβολίστηκε και συνάντησε τον δικό μου ψυχισμό. Όσο παρατηρούσα τις εικόνες που πάγωνα στην οθόνη του υπολογιστή, τόσο γοητευόμουν από τις δυσκολίες της μετάδοσης, από τον «λόξιγκα» της τεχνολογίας, την αποδόμηση της εικόνας σε στιγμές κακής σύνδεσης. Ήταν οι στιγμές που το software αποκάλυπτε μια αδυναμία, γονάτιζε. Έλεγε «δεν μπορώ να σου δείξω αυτό που θες, αλλά θα κάνω πως μπορώ». Και τότε μετάφραζε την απουσία πληροφορίας σαν οπτικό θόρυβο με μια καταπληκτική αλγοριθμική αυθαιρεσία. Παρατηρούσα και ζωγράφιζα αυτές τις καταστάσεις σα να είχα μπροστά μου ένα τοπίο. Δεν ξέρω αν αυτό συνιστά μια μετά- γλώσσα για τη ζωγραφική αλλά δεν έχω και κανένα άγχος γι αυτό πια. Σίγουρα όμως βρήκα το όχημα για να διαπραγματευτώ κάποιες εκκρεμότητες που είχα με τους ζωγράφους δασκάλους μου. Τον Τέτση για παράδειγμα, τον οποίο μέσα στην νεανική μου έπαρση δεν τον άφησα να μου διδάξει σχεδόν τίποτα γιατί τον θεωρούσα συντηρητικό. Όταν τέλειωνα τις τηλεδιασκέψεις με τους φοιτητές μου άρχιζα τις τηλεδιασκέψεις με τον συγχωρεμένο πια δάσκαλο. Το καλό με τους ανθρώπους που αφήνουν πίσω τους ένα έργο είναι ότι έχουν αφήσει όλες τους τις σκέψεις, τις αμφιβολίες και τις βεβαιότητές τους κατατεθειμένες και αναγνώσιμες. Αυτό ακριβώς είναι η έννοια της αθανασίας.

Διαβάστε επίσης:

Αίθουσα Αναμονής – Αλέξανδρος Ψυχούλης: Νέα έκθεση στην a.antonopoulou.art