Ο Άγριος Σπόρος παιζόταν με μεγάλη επιτυχία για 5 συνεχόμενες χρονιές σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Ένα κοινωνικό δράμα με πικρό χιούμορ στο παρακμιακό πλαίσιο ενός ελληνικού επαρχιακού τοπίου.

Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου:

Με την αυτοσχέδια καντίνα που έστησε ο Σταύρος σε μια απόμερη παραλία προσπαθεί να φέρνει βόλτα τα χρέη που τον έχουν ζώσει πουλώντας σουβλάκια τα καλοκαίρια στους λιγοστούς τουρίστες. Όμως η μυστηριώδης εξαφάνιση ενός νεαρού γερμανού θα φέρει φέτος τα πάνω κάτω. Οι σε βάρος του υποψίες απ’ τους γερμανούς που κατέφθασαν στην περιοχή διχάζουν στην αρχή το χωριό, αλλά όλοι σιγά-σιγά θα θυμηθούν ότι η καντίνα είναι αυθαίρετη, το φυσικό τοπίο παραβιάζεται, η γεννήτρια δημιουργεί ηχορύπανση, το χοιροστάσι του, που βρωμάει, δεν έχει και άδεια και… πάει λέγοντας. Άσε που αυτός είναι κι ο σφάχτης της περιοχής. Οι υποψίες που με τα συμφραζόμενα και τις προκαταλήψεις έγιναν βεβαιότητες θα μείνουν μετέωρες όταν οι έρευνες θα στραφούν αλλού. Τίποτα όμως δεν θα είναι όπως πριν. Μόνο η ακλόνητη πεποίθηση του Σταύρου, που θα παλεύει αενάως με νύχια και με δόντια, πως οι άλλοι ευθύνονται για όλα.

Ο Γιάννης Τσίρος γράφει:

Με μισές αλήθειες οι λαοί καλλιεργούν και θρέφουν τις εθνικές τους προκαταλήψεις. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον εθνικής αυταρέσκειας, οι εθνικές προκαταλήψεις, απαλλαγμένες από ατομική συνείδηση και συναισθήματα, αποκτούν τη σκληρότητα ενός λαϊκού κατηγόρου. Κανένα ελαφρυντικό δεν γίνεται δεκτό. Έτσι η απλούστευση των κατηγοριών αποκτά μια ιδιαίτερη τεχνική, και η γενίκευση γενικεύεται ως κανόνας. Φταίχτες είναι οι άλλοι.

Από αντίδραση λοιπόν στις κατηγορίες αυτών των προκαταλήψεων, ίσως προκατειλημμένος κι εγώ, τοποθετώ συνειδητά τα πρόσωπα του έργου μου σ’ ένα οριακό μεταίχμιο ελληνικής παρακμής. Σ’ ένα επαρχιακό τοπίο, όπου η αγωνία της επιβίωσης προηγείται από την εφαρμογή των οικονομικών διατάξεων, και η ανυποταξία στους νόμους γίνεται καθημερινή άσκηση επιβίωσης. Σ’ αυτό το τοπίο οι κατηγορούμενοι δεν κατανοούν ποτέ με ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους κατηγορούνται. Η απολογία τους είναι πάντα αδύναμη, γιατί το κατηγορητήριο βασίζεται πάντα σε μισές αλήθειες. Αλλά όταν η μισή αλήθεια συμπληρώνεται από προκατάληψη είναι αρκετή για καταδίκη.