Οι Εκδόσεις Λιβάνη παρουσιάζουν το βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντούρου με τίτλο «Αγεφύρωτες σιωπές».

Το βιβλίο:

Ένα μυστικό που το ξέρουν δύο παύει να είναι μυστικό…

Πόσο βαρύ είναι για ένα πληγωμένο παιδί το δικό του μυστικό;

Πόσο απάνθρωπο είναι το μυστικό ενός εγκληματία;

Πόση αγάπη κρύβει το μυστικό ενός ερωτευμένου;

Πόσο αιώνια είναι τα σκοτεινά μυστικά που κρύβονται στην καρδιά μιας γέφυρας;

Μια τραγική ιστορία του 17ου αιώνα ξετυλίγεται δίπλα στις όχθες του ποταμού Άραχθου και αφήνει μέσα από τους ήρωές της να ζωντανέψει ο θρύλος του γεφυριού της Άρτας. Παράλληλα, μια ιστορία του σήμερα, με ήρωες που δε φαίνεται να διαφέρουν, αντίθετα, μοιάζουν να κουβαλούν μαζί τους τον ίδιο πόνο, την ίδια αγάπη, τα ίδια λάθη, τα ίδια μυστικά…

Κι όλα αυτά αγκιστρωμένα πάνω σε παιδικές ψυχές που πληγώθηκαν και δε μεγάλωσαν ποτέ. Κι αυτές που το κατάφεραν, ήταν μόνο για να πληγώσουν με τη σειρά τους, παίρνοντας έτσι τη δική τους εκδίκηση που, τι ειρωνεία, δεν κατόρθωσε ποτέ να τους χαρίσει ούτε την ευτυχία που στερήθηκαν, αλλά ούτε τη λύτρωση που αναζητούσαν…

Η συγγραφέας μας συστήνεται:

Γεννήθηκα στην Αθήνα, όμως πάντα νιώθω νησιώτισσα και διατυμπανίζω πως είμαι από τη Χίο, το νησί της μητέρας μου. Οι γονείς μου ήταν δυο υπέροχοι άνθρωποι• το καλύτερο πρότυπο που θα μπορούσα να έχω. Τα παιδικά μου χρόνια, ανέμελα κι ευτυχισμένα, με εφοδίασαν με τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Η περίοδος της εφηβείας μου, γεμάτη υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναποτελεσματικές επαναστάσεις, με πέρασε γλυκά κι ανώδυνα στον περίπλοκο κόσμο της αμφισβητούμενης ωριμότητας. Τα μάτια μου παρέμειναν ίδια, όμως άλλαξε σημαντικά ο τρόπος που κοιτάζουν. Η φωνή μου υπερασπίζεται πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, ωστόσο απέκτησε άλλο πάθος και διαφορετική χροιά. Τ’ αφτιά μου, πάντα τεντωμένα, κέρδισαν την ικανότητα να ακούν και όσα αποφεύγουμε –ή και φοβόμαστε– να ομολογήσουμε. Τα χέρια μου αγγίζουν την επιφάνεια, όμως έχουν πια τη δύναμη να αισθάνονται το βάθος των πραγμάτων. Και η γεύση μου έμαθε να ξεχωρίζει την αληθινή νοστιμιά της αλήθειας από την παραπλανητική απόλαυση του ψεύδους. Τώρα πια μπορεί να ακούγονται ωραία όλ’ αυτά, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι πλήρωσα ακριβά τα μαθήματα που με βοήθησαν να περάσω στην τάξη των «μυαλωμένων ενηλίκων», των αξιοσέβαστων «μεγάλων». Κι είναι πολλές οι φορές που με πιάνει η ακατανίκητη επιθυμία να γυρίσω το χρόνο πίσω, να ξαναβρεθώ στην αθώα εποχή της ευπιστίας και του ονειροπολήματος…Μοιραία, κάποια στιγμή άρχισα να γράφω. Στην αρχή ημερολόγιο, έπειτα σκέψεις, αργότερα αναλύσεις συναισθημάτων και συμπεριφορών. Η Έκθεση ήταν το αγαπημένο μου μάθημα κι εγώ η αγαπημένη των φιλολόγων μου. Έκανα όνειρα για μένα κι οι καθηγητές μου στοιχημάτιζαν πάνω μου. Τους έβγαλα ασπροπρόσωπους όταν πέρασα στη Φιλοσοφική, αλλά τους απογοήτευσα οικτρά όταν παράτησα τις σπουδές μου για να παντρευτώ. Ωστόσο, κράτησα πάντα σαν εραστή μου τη λογοτεχνία. Συνέχισα να γράφω και εργάστηκα ως μεταφράστρια βιβλίων για πάνω από δώδεκα χρόνια. Κι όταν ο γάμος μου τελείωσε, έκανα την κίνηση να αποτυπώσω τις εμπειρίες μου στο χαρτί. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, Όταν οι Γυναίκες Τολμούν, κι έτσι βρήκα το δρόμο που πάντα γύρευα. Μέχρι τότε, δεν πίστευα ότι θα διεκδικούσα ποτέ τον τίτλο του «συγγραφέα», όμως η αγάπη μου για το γράψιμο και τα απίθανα σενάρια που συνθέτει καθημερινά η ίδια η ζωή με παροτρύνουν να μπερδεύομαι κάθε τόσο με τις νεράιδες και τους δράκους, τους όμορφους πρίγκιπες και τις καλοσυνάτες δεσποσύνες των παραμυθιών που συντροφεύουν αέναα και πεισματικά την ενηλικίωσή μας.

Από τις εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Όταν οι Γυναίκες Τολμούν, Σε Βλέπω Παντού, Το Πολύ δεν Είναι Πάντα Αρκετό, Σκιές στο Χρόνο, Ζωή μου, Εσύ.