Ο Δημήτρης Πέτρου με την ποιητική του συλλογή «Α’ Παθολογική» δίνει ένα έξοχο «παράδειγμα» ποίησης, μικροσκοπικά και μακροσκοπικά. Με το πρώτο εννοώ καθετί που  μπορεί να συλλάβει η ποιητική ευαισθησία σε επίπεδο ποιήματος, και με το δεύτερο σε επίπεδο ποιητικής συλλογής. Μακροσκοπικά είναι από τις ελάχιστες ποιητικές συλλογές που όντως συνιστούν οργανικό νοηματικό σύνολο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ποιητής ακολουθεί έναν ορισμένο νοηματικό ιστό γραμμικά. Η ενότητα είναι εμφανής και στο επίπεδο της «αίσθησης» που αποπνέει το κάθε ποίημα-ψηφίδα, καθιστώντας εν τέλει την ενότητα καθαρά οντολογική.

Σε επίπεδο ποιήματος (μικροσκοπικά), οι αρετές που επιλέγω να αναφέρω είναι αυτές που συνήθως λείπουν από τις υπόλοιπες νεοελληνικές ποιητικές απόπειρες. Σε γενικές γραμμές, αυτό που εκπλήσσει θετικά στην ποίηση του Πέτρου δεν είναι μόνο ότι ξεπερνά τις συνήθεις ρυθμικές, ας πούμε, δυσκολίες, αλλά το ότι καταφέρνει χωρίς κανέναν εμφανή ή εξεζητημένο τρόπο ιδιαίτερα υψηλά αποτελέσματα. Ας αναφερθώ στη ρυθμικότητα: αν και η πρώτη του ποιητική συλλογή, ο ρυθμός του είναι ξεκάθαρος. Είναι φθίνων, όταν άμεσα ακροάται τη φθίνουσα πορεία της ζωής, οι παύσεις είναι ασθμαίνουσες, όταν έτσι προστάζει το περιεχόμενο, οι συνέχειες ρέουν άνετα χωρίς γλωσσικά βοηθήματα, οι τελείες είναι ηχηρές. Επίσης, ξεκάθαροι είναι και οι ρυθμικοί του κύκλοι: «ακούς» πότε τελειώνει ένας κύκλος περιγραφής και πότε δίνει τη σκυτάλη σε ένα ρυθμικό κύκλο απολογισμού. Ακόμη και η παρήχηση «αναπνέει» στο ποίημα, μεταφέρει ήχο, γίνεται μεταφορά, όχι παρήχηση. Αλλά το εξαιρετικά αξιοσημείωτο είναι το εξής: στα ελάχιστα ποιήματα όπου το νόημα δεν ήταν άμεσα εξαγώμενο, ήταν σαφής ο τόνος. Ο ποιητής, λαξεύοντας άριστα τον τόνο ομιλίας και δίνοντας περιεχόμενο, ακόμη και φαινομενικά χωρίς περιεχόμενο, αναγεννά ερωτήματα Ποιητικής: τι είναι αυτό τελικά που κάνει ένα ποίημα αυτό που είναι.

Όμως, το γεγονός ότι εξαίρεται ο ρυθμός δεν σημαίνει εξ αντιθέτου κάτι αρνητικό για το νόημα, το περιεχόμενο, την ποιητική σκέψη. Ο Δημήτρης Πέτρου συλλαμβάνει τον θάνατο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με τρόπο που είχαμε καιρό να διαβάσουμε. Ο θάνατος αγαπημένου προσώπου βιώνεται -πριν βιωθεί- από τα παράπλευρα θύματα («Έχω έναν πατέρα μωρό/ Κάθε βράδυ του ζεσταίνω το γάλα/ Στα κρυφά ρίχνω μέσα κουταλιές τη ζωή μου») ή ακόμη και ως εγωιστικό γεγονός («Έμαθα τη φήμη πως έχω πεθάνει»). Ο μεταφορικός θάνατος αναφέρεται κυρίως ως θάνατος της παιδικότητας και της αθωότητας, ως τέλος της οξύνου περιέργειας, την οποία ο ποιητής περίτεχνα προσάπτει στη φύση, όχι στον άνθρωπο: «Έτσι άλλαζε το ποτάμι, η θάλασσα, η ζωή/ ώσπου νέα είδη ψαριών εμφανίστηκαν/ τέλεια προσαρμοσμένα». Ο χειρότερος μεταφορικός θάνατος, όμως, είναι αυτός των επιζώντων που έχασαν από την ηλικία την ουσία τους, γενόμενοι πρόσωπα μη αναγνωρίσιμα («και βρίσκω μια φωτογραφία οικογενειακή-/Ο πατέρας λείπει από αυτήν.») Η τραγική αυτή μετάλλαξη λύνεται μόνο μεταφυσικά, όταν πλέον οι άνθρωποι ξανασυναντώνται σε ένα πλαίσιο «αμήχανης γαλήνης», η οποία ανακύπτει σε δύο ποιήματα ως εξής: «ραντεβού αμήχανης γαλήνης/αδιάφοροι πλέον κάθε εποχικής επιρροής» και «θα συναντηθούμε άλλωστε/στη σιωπηλή πλευρά του δρόμου,/ήσυχοι και υποψιασμένοι». Όλη η επισκόπηση του θανάτου ανασύρει και αναγεννά έναν γνήσιο Ρομαντισμό, ανατριχιαστικό και σκοτεινό, όπως τον ξεκίνησαν οι ρομαντικοί και όχι όπως κατέληξε. Η οριστική φυγή γίνεται ξανά Κάτω Κόσμος και τα κρεβάτια του νοσοκομείου γίνονται βάρκες μεταφοράς («βάρκες με άλλους ασθενείς κωπηλατούσαν ήρεμα»). Ακόμη και η πιο πεζή ρομαντική σκέψη έχει ουσιαστική περισυλλογή: «Ξέρω πως υπάρχει ανάγκη για διακοπές/ αλλά και εκεί είναι αδύνατον να συναντηθούμε».

Σε επίπεδο γλωσσικής τεχνικής, ο ποιητής εκμεταλλεύεται πλήρως τα διδάγματα της παραδοσιακής ποίησης, χωρίς να το δηλώνει∙ η παρομοίωση, για παράδειγμα, γίνεται χωρίς ναι  δηλώνεται λεκτικά με όπως, σαν («Το φως στον θάλαμο κακοπληρωμένη νοσοκόμα») ή με αυτοαναφορικότητα στην ποιητική σκέψη («Ένα άρρωστο φεγγάρι ξερνάει τις παρομοιώσεις του»). Η λιτότητα των ποιητικών του περιγραφών εξομοιώνεται συχνά με απόπειρα ορισμών: α) «Η μουσική είναι ένα συμβόλαιο/-ένας όρος συμβολαίου-/ που υπογράφεις κλεισμένη στο δωμάτιο…./(Το θέμα είναι από ποια μεριά υπογράφεις.)», β) ο Χρόνος «ένα αμάξι δίχως λάστιχα», γ) ο Θάνατος «ιδιοκτήτης λούνα παρκ/ που κανείς δεν αγοράζει μάρκες».

Η τελευταία ποιητική αρετή του Πέτρου που επισημαίνω είναι αυτή της δομής. Η δομή των ποιημάτων του δεν είναι ούτε αυστηρή, ούτε χαλαρή, αλλά όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης «ὡς δεῖ εἶναι». Με ιδιαίτερη πρωτοτυπία, στο ποίημα Καρτ-ποστάλ μιμείται τη δομή ενός καρτ-ποστάλ (π.χ. «υστερόγραφο»), χωρίς όμως να αναπαραγάγει τα γραφόμενα στην κάρτα, αλλά περιγράφοντας το πώς το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο αναβιώνει μέσω της ανάγνωσής της το πρόσωπο που την γράφει. Στοιχείο δομικής ενότητας συνιστά και η καλά τοποθετημένη επανάληψη: άλλοτε υπενθυμιστική, άλλοτε πυροδοτώντας νέο νόημα στη λέξη, άλλοτε αντιθετική («σαν την ελπίδα που ξεκίνησε πρώτη, σαν ψιλοκεντημένη τρίλια στον αέρα/ στον αέρα που μέσα στην εγωπαθή του στάση/ μπορεί ακόμα να δονεί την ατμόσφαιρα»). Προσοχή, έπειτα, δίνεται στις παύσεις-στα κενά-στο διάστιχο, τόσο που γίνονται και αυτά στοιχεία ποίησης. Όπως είχε πει ο  Σεφέρης για τον Καβάφη: «τραβάει τη συγκίνηση διά του κενού», τόσο μορφολογικά όσο και ουσιαστικά.

Στην ποίηση του Πέτρου είδα μια άρτια ποιητική παγωμένη συγκίνηση, από την οποία ο ποιητής λαμβάνει απόσταση αλλά και συνάμα συμμετέχει. Η ελιοτική «αντικειμενική συστοιχία» βρήκε ξανά μορφή, ή (όπως είπε ο Άγρας πάλι για τον Καβάφη), ένας «σκόπιμος εξαντικειμενισμός» καταφέρνει και γοητεύει με μια γοητεία που μένει για πολλή ώρα μετά την ανάγνωση. «Η ατμόσφαιρα, το φως που μένει, αφού διαλύθηκε το αντικείμενο της εικόνας» (Κάλας).

Η ποιητική συλλογή Α’ Παθολογική, του Δημήτρη Πέτρου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος.