Το κοινό του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον masterclass και να συμμετάσχει σε ανοιχτή συζήτηση με τον σκηνοθέτη Ραμίν Μπαχράνι, την Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας.

Η φετινή διοργάνωση πραγματοποιεί αφιέρωμα στο έργο του δημιουργού, ενός από τους πιο παραγωγικούς και αναγνωρισμένους εκπροσώπους του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά.  

Στην εκδήλωση, την οποία συντόνισε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, ο Ραμίν Μπαχράνι αναφέρθηκε στο έργο του, μιλώντας για θέματα όπως η χρηματοδότηση, η διανομή και άλλες προκλήσεις στην εκτέλεση παραγωγής μιας ταινίας. Η συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Ανεβασμένος του Ραμίν Μπαχράνι, όπου ο πρωταγωνιστής βασανίζεται από την προαιώνια απορία εάν έκανε το αυγό την κότα ή η κότα το αυγό. Σε μια παραλλαγή αυτού του ερωτήματος, σχετικά με το αν προηγήθηκε η επιθυμία για δημιουργία ή αν αυτή γεννήθηκε παρακολουθώντας κινηματογράφο, κλήθηκε να απαντήσει ο σκηνοθέτης. «Από παιδί ασχολιόμουν με τη δημιουργία, αρχικά με το σχέδιο, τη ζωγραφική και γενικά τις εικαστικές τέχνες. Ως έφηβος άρχισα να αγαπώ το διάβασμα και ήμουν τυχερός γιατί στο σπίτι είχαμε βιβλία των Κάφκα, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Με είχε απορροφήσει το διάβασμα και είχα αρχίσει να γράφω ιστορίες. Στο λύκειο ένας καθηγητής μου γνώρισε τον κινηματογράφο μέσα από τις ταινίες του Κόπολα, του Σκορσέζε, του Γούντι Άλεν. Νοίκιαζα από το βιντεοκλάμπ κάθε είδους ταινία, ξέφυγα σιγά σιγά από τη δεκαετία του ’70 και πλέον έβλεπα και κλασικά φιλμ» είπε ο σκηνοθέτης.

Αναφερόμενος στο πώς γεννήθηκε η ιδέα για την ταινία του Άντρας σπρώχνει καρότσι, ο κ. Μπαχράνι διευκρίνισε ότι ήταν το 2001, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν ο ίδιος βρισκόταν στο Παρίσι, άφραγκος χωρίς να έχει πού να μείνει, όπως σημείωσε. «Έβλεπα στις ειδήσεις τους βομβαρδισμούς του Μπους στο Αφγανιστάν και προσπαθούσα να σκεφτώ τους Αφγανούς που γνώριζα στη Νέα Υόρκη – όλοι τους πουλούσαν φαγητό σε καροτσάκια. Σκεφτόμουν επίσης και το μύθο του Σίσυφου. Τον Ιανουάριο του 2002 επέστρεψα στις ΗΠΑ, πήγα στο Σημείο Μηδέν και προσπαθούσα να καταλάβω τι έβλεπα μπροστά μου. Μίλησα με πολλούς τέτοιους πωλητές. Κάποιοι νόμιζαν ότι ήμουν πράκτορας της CIA. Όλοι οι άνθρωποι με σκούρο δέρμα ήταν πανικοβλημένοι, όπως επίσης και οι μετανάστες με προσωρινή άδεια. Διάβασα ότι πολλοί κάτοικοι του Μπρούκλιν με καταγωγή από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές χάνονταν, τα ίχνη τους εξαφανίζονταν εντελώς. Πήγα να δω τι γίνεται στην περιοχή και κάποια στιγμή πείνασα και πήγα να φάω κάτι. Εκεί γνώρισα τον μετέπειτα πρωταγωνιστή της ταινίας μου, ο οποίος ήταν ένας τέτοιος πωλητής – και όχι  επαγγελματίας ηθοποιός. Αργότερα γίναμε και φίλοι».

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, κάθε ταινία προκύπτει από μια διαφορετική αφορμή. Για παράδειγμα, στα 99 σπιτικά η ιδέα γεννήθηκε από τη στεγαστική κρίση στις ΗΠΑ, που ανέτρεψε τα δεδομένα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. «Είχα πανικοβληθεί, φοβόμουν ότι κάποιος άλλος σκηνοθέτης θα με προλάβει και θα καταπιαστεί με αυτό το θέμα. Από τις τέσσερις πολιτείες που αντιμετώπιζαν το σοβαρότερο πρόβλημα, αποφάσισα να πάω στη Φλόριντα. Μου πήρε δύο μήνες να αποφασίσω αν θα επικεντρωθώ μόνον σε αυτόν που υφίσταται την έξωση ή και σε αυτόν που την προκαλεί, ο οποίος θυμίζει εκτελεστή που λέει στο θύμα του ‘’ακίνητος’’ και πυροβολεί», εξήγησε ο κ. Μπαχράνι. «Πόσο σημαντικό είναι να προλάβει ένας σκηνοθέτης να είναι ο πρώτος που ασχολείται με ένα θέμα; Σε αντίθετη περίπτωση χάνει η ταινία τη δυναμική της;» ρωτήθηκε στη συνέχεια ο σκηνοθέτης. «Και ναι και όχι. Για παράδειγμα, το φιλμ Καπότε του Μπένετ Μίλερ – είχαν γίνει κι άλλες ταινίες στο παρελθόν για τον Καπότε, αλλά αυτή ήταν εξαιρετική. Ο Όλιβερ Στόουν τώρα προσπαθεί να κάνει μια ταινία για τον Έντουαρντ Σνόουντεν, ίσως όμως τον προλάβει κάποιος άλλος και του κόψει το δυναμισμό. Είναι σημαντικό για μένα να ξέρω αν κάποιος άλλος ασχολείται την ίδια στιγμή με το ίδιο θέμα. Αν ξέρεις ότι κάνεις κάτι πρωτότυπο, νιώθεις ότι είσαι δυο βήματα μπροστά», εξήγησε ο κ. Μπαχράνι.

Όσο για το ποιος είναι ο αγαπημένος του σκηνοθέτης, ο Ραμίν Μπαχράνι  παρατήρησε: «Εκτός των κλασικών, θα έλεγα ο Πoλ Τόμας Άντερσον. Και μπορεί στο Θα χυθεί αίμα να υπάρχει ένα σαρανταπεντάλεπτο που δεν εξυπηρετεί εμφανείς σκοπούς και ο δημιουργός να επαναλαμβάνεται, ωστόσο θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης στις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει κανένας σαν κι αυτόν, είναι εξαιρετικός, είναι πολύ μπροστά».

Στη συνέχεια, ο κ. Μπαχράνι αναφέρθηκε στην καθοριστική σημασία που έχει το σενάριο στη δημιουργία μιας ταινίας, τονίζοντας τα εξής: «Η δομή είναι το σημαντικότερο πράγμα όσον αφορά στο σενάριο. Στην τέταρτη ταινία μου, το Chop Shop, παρασύρθηκα από τις λεπτομέρειες και έχασα τη δομή. Τώρα γράφω σημειώσεις με τα απολύτως απαραίτητα σε post-it, αυτό με βοηθάει. Τα post-it στον τοίχο μου είναι πολύ πιο σημαντικά από το σενάριο στο χαρτί. Πλέον αφιερώνω όλο και περισσότερο χρόνο στη δομή, δηλαδή στα ‘’θεμέλια’’ της ταινίας, που πρέπει να είναι πολύ γερά αλλιώς θα γκρεμιστεί το σύμπαν που χτίζεις. Με απασχολούν τα πρώτα 30’. Τα υπόλοιπα λύνονται, αλλά αν η αρχή είναι λανθασμένη, δεν μπορείς να λύσεις τα προβλήματα στο τέλος, υποφέρεις στο μοντάζ».

Στις ταινίες του ο Ραμίν Μπαχράνι έχει δουλέψει τόσο με ερασιτέχνες ηθοποιούς όσο και με μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως π.χ. στα φιλμ Με κάθε κόστος, όπου πρωταγωνιστούν ο Ντένις Κουέιντ και ο Ζακ Έφρον, αλλά και στην πρόσφατη δουλειά του 99 σπιτικά, με τους Άντριου Γκάρφιλντ, Μάικλ Σάνον και Λόρα Ντερν. Μιλώντας για αυτή την εμπειρία, ο κ. Μπαχράνι επεσήμανε: «Τους ερασιτέχνες ηθοποιούς τους εκπαιδεύεις επί σειρά μηνών. Με τους επαγγελματίες, εάν κάνεις τη σωστή διανομή ρόλων, δε χρειάζεται να κάνεις και πολλά στη συνέχεια. Επίσης, όσον αφορά στη διανομή, κάποιες φορές αλλάζεις την ιστορία γιατί προκύπτουν καλύτερα πράγματα στην πορεία. Έτσι έγινε στην ταινία μου Αντίο Σόλο, όπου ο χαρακτήρας της θετής κόρης του ήρωα επρόκειτο αρχικά να είναι αγόρι, αλλά τελικά διάλεξα κορίτσι ηθοποιό και άλλαξα όλο το σενάριο».

Μιλώντας για το κατά πόσο η ύπαρξη γνωστών ηθοποιών στο καστ βοηθά τη χρηματοδότηση, ο σκηνοθέτης υπογράμμισε ότι αυτό ισχύει, «εκτός αν κάνεις ταινίες όπως το Άβαταρ όπου κινείσαι σε διαφορετική κατεύθυνση και για οικονομία δεν πληρώνεις γνωστούς ηθοποιούς, αλλά επενδύεις στα εφέ». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Στις ΗΠΑ σου δίνουν πενήντα μέρες για τα γυρίσματα, αλλιώς ξεπερνάς τον προϋπολογισμό. Εγώ κανονίζω να ολοκληρώνω τα γυρίσματα σε τριάντα μέρες. Είναι σημαντικό να είσαι καλός διαχειριστής του προϋπολογισμού. Αν αρχίζω τις υπερβάσεις ή τις καθυστερήσεις, μπορούν να με αντικαταστήσουν κι αυτό είναι μια απειλή που κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου, έχεις ευθύνη απέναντι στον χρηματοδότη. Δεν υπάρχουν χρήματα για τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, γι’ αυτό και θες να δημιουργήσεις καλό όνομα για να βρεις τον επόμενο χρηματοδότη».

Αναφορικά με τη χρηματοδότηση, ένας από τους θεατές παρατήρησε ότι η χρηματοδότηση δραματικών φιλμ είναι πολύ πιο εύκολη στην τηλεόραση και ρώτησε τον κ. Μπαχράνι αν θα έκανε κάτι τέτοιο. «Δεν ξέρω ποιο είναι το μέλλον του σινεμά. Σκέφτομαι ολοένα και περισσότερο την τηλεόραση. Αν και έχω να δω από 1998 – όχι γιατί τη θεωρώ κακή, απλώς η συσκευή δεν δουλεύει. Αν λειτουργούσε, θα κολλούσα. Έχω υπόψη μου ιστορίες που δεν μπορούν να χωρέσουν σε μιάμιση ώρα. Θα μπορούσα όχι να κάνω σίριαλ, αλλά μια σειρά 10-12 επεισοδίων. Θα ήθελα να κάνω μια σειρά εποχής», απάντησε ο κ. Μπαχράνι.

Ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για τη συνεργασία του με τον διακεκριμένο σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτζογκ, ο οποίος συμμετέχει στις μικρού μήκους ταινίες του Πλαστική σακούλα και Ο πόλεμος της λεμονάδας. «Γίναμε καλοί φίλοι. Οι ζωές μας είναι πολύ διαφορετικές, αλλά έχουν και ομοιότητες. Εγώ στο μοντάζ βλέπω κάθε λήψη και κάνω σημειώσεις γιατί θεωρώ ότι η αρχική αντίδρασή μας στο υλικό, η πρώτη εντύπωση, είναι πολύ σημαντική. Εγώ πολλές φορές κάνω μοντάζ στον υπολογιστή, ενώ ο Χέρτζογκ είναι της παλιάς σχολής κι αυτό τον θυμώνει. Η ζωντανή ερμηνεία είναι συναρπαστική, αλλά στην οθόνη ερμηνεύεις εντελώς διαφορετικά. Γι’ αυτό λέω στους χειριστές κάμερας ότι θέλω να έχω κοντά την οθόνη στον ηθοποιό, να ξέρει ότι βρίσκομαι εκεί. Καμιά φορά μάλιστα χρησιμοποιώ μικρές ασύρματες οθόνες για να νιώθουν την παρουσία και την προστασία μου. Παλαιότερα έπρεπε να δεις στο τέλος της μέρας τι γυρίστηκε, τώρα ξέρεις τι έχεις πετύχει και τι όχι», εξήγησε ο σκηνοθέτης.

Σχετικά με το ρόλο της κριτικής και τη σχέση του με τον σπουδαίο κριτικό κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει ως τον «καλύτερο σκηνοθέτη της δεκαετίας» πριν από μερικά χρόνια, ο Ραμίν Μπαχράνι δήλωσε: «Ο Ρότζερ έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην αρχή της καριέρας μου. Οι περισσότεροι με γνωρίζουν εξαιτίας του. Είναι σημαντικός ο ρόλος των κριτικών και των φεστιβάλ. Σκεφτείτε ότι η ταινία Άντρας σπρώχνει καρότσι απέσπασε εδώ, στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 2005, το βραβείο κοινού εντελώς απροσδόκητα, επειδή το κοινό εδώ ήταν εκπαιδευμένο. Είναι πολύ σημαντικό να γράφουν οι κριτικοί ότι υπάρχουν κι άλλες φωνές στον κινηματογράφο. Χωρίς τους καλούς κριτικούς και τα φεστιβάλ, το κοινό δεν θα μάθαινε ποτέ γι’ αυτές τις ταινίες. Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι υπάρχει ο φόβος πως όλος ο πολιτισμός θα αντικατασταθεί από χυδαία selfie, πράγμα που προσπαθώ να αποφύγω μέσα από τη δουλειά μου».

Το ερώτημα για τη συνεργασία του σκηνοθέτη με γνωστούς ηθοποιούς τέθηκε εκ νέου στη συζήτηση, ως προς το αν γίνονται πρόβες ή όχι. Ο κ. Μπαχράνι εξήγησε: «Εξαρτάται. Κάποιοι δεν έχουν χρόνο ή δεν μπορείς να τους πληρώσεις για πρόβες, γι’ αυτό και έρχονται σαν ‘’αλεξιπτωτιστές’’ για μερικές μέρες. Για παράδειγμα, με τον Ντένις Κουέιντ είχαμε στη διάθεσή μας δύο μέρες. Ήταν κουρασμένος, ήρθε από νυχτερινά γυρίσματα σε άλλη ζώνη ώρας. Είχαμε μιλήσει παλαιότερα, ακουγόταν πολύ φιλικός και ξαφνικά ήταν απόμακρος. Τηλεφώνησα στον Βέρνερ Χέρτζογκ και του είπα ‘’τι να κάνω; δεν συμμετέχει’’. Μου απάντησε ότι είναι επαγγελματίας και δεν χρειάζεται να κάνει πρόβες. Πράγματι, αυτό συνέβη. Στο 99 σπιτικά ο Άντριου Γκάρφιλντ και ο Μάικλ Σάνον είχαν στη διάθεσή τους περίπου δέκα μέρες. Διαβάζαμε το σενάριο και ο Άντριου πρότεινε να κάνουμε αυτοσχεδιασμούς, ενώ ο Μάικλ αρνήθηκε κι έτσι έληξε το θέμα. Δεν κάναμε πρόβες. Η στρατηγική μου εδώ ήταν να βρω εκ των προτέρων τους χώρους γυρισμάτων. Πήγαμε λοιπόν μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας και είδαμε τι θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα γυρίσματα. Έπαιζα εγώ τους ρόλους εναλλάξ, σκεπτόμενος τι θα έκανε ο πρωταγωνιστής ή έβαζα φοιτητές μου να παίξουν τους ρόλους κι εγώ τους έβλεπα και αναπροσάρμοζα τη σκηνή. Αν κάποιο κομμάτι είχε προβλήματα, τότε προχωρούσα σε αλλαγές».

Ο σκηνοθέτης, ο οποίος έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει στην Αμερική από ιρανούς γονείς, ρωτήθηκε για το ρόλο που παίζει η καταγωγή του στο έργο του. «Η καταγωγή, με την έννοια της κουλτούρας του τόπου, είναι σημαντική. Αποτελώ μείγμα δύο κόσμων, αλλά επίσης βλέπω πολλά άλλα στοιχεία μέσα μου. Η καταγωγή μου απλώς τονίζεται επειδή το όνομά μου δεν είναι αμερικάνικο. Ωστόσο, νομίζω ότι η νέα γενιά δεν νοιάζεται για κάτι τέτοια. Άλλαξαν τα πράγματα. Αν ενδιαφέρεσαι πολύ για την εθνικότητα κάποιου, ίσως σημαίνει ότι φοβάσαι, γιατί πλέον αυτά τα πράγματα δεν έχουν σημασία», επεσήμανε ο κ. Μπαχράνι.