Το ημερολόγιο προσευχής αποτελεί επίκληση αγάπης και συγχώρεσης μαζί προς έναν Θεό που θυμίζει εκείνον που κινούσε το χέρι του Ελ Γκρέκο να ζωγραφίσει τους πίνακές του.

Το ημερολόγιο αυτό γράφτηκε από το 1946 μέχρι και το 1947, τότε που μέσα στη νιότη της η συγγραφέας έκαιγε από επιθυμία για πραγμάτωση των εσωτερικών αγωνιών και βέβαια αυτό το ημερολόγιο αποτέλεσε εμμέσως πλην σαφώς το εφαλτήριο για να μπορέσει να γράψει τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα που την καθιέρωσαν ως μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της αμερικανικής λογοτεχνίας. Και αυτό γιατί πέτυχε ιδιαίτερα ψηλή συναισθηματική φόρτιση που είναι όλη συμπυκνωμένη εδώ. Η Ο’Κόννορ διψάει για επικοινωνία, για επαφή με τον Κύριο, Εκείνον που μπορεί να της προσφέρει αγαλλίαση στις έγνοιες της, να καθοδηγήσει τις σκέψεις της, να της εμφυσήσει ακόμα πιο πολλή αγάπη από αυτή που κατέχει, να κατανοήσει εκείνην και τον πόθο της για την απόλυτη ευτυχία με ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται. Αναλώνεται σε ένα ευγενές παραλήρημα να ξεδιψάσει την ψυχή της γιατί η ζωή δεν είναι αρκετή για εκείνη, προσπαθεί για το επέκεινα. Ζητάει το κάτι παραπάνω, αναζητά συνεχώς τον εαυτό της, υποτάσσεται στην μεγαλειότητα Αυτού που δεν βλέπει, τον αισθάνεται όμως δίπλα της και ξέρει ότι υπάρχει και μπορεί να την προστατεύσει και να της εξασφαλίσει το καταφύγιο και την διαφυγή για δημιουργία. Αποζητά την δυνατότητα να γράφει μυθιστορήματα. Αυτό θα το καταφέρει μέσα από μία αυτοκάθαρση, έναν διάλογο ουσιαστικά ανοίγει για να το πραγματώσει.

Αυτό το ημερολόγιο είναι η απόδειξή της πως προσπαθεί να χαλιναγωγήσει τις φλεγόμενες σκέψεις της και να μετουσιώσει σε πράξη τον λόγο του Κυρίου που επικαλείται. Ο δρόμος που έχει μπροστά της είναι δύσβατος και ανηφορικός. Εκείνη προτάσσει άλλοτε μία πλευρά του εαυτού της δυναμική και άλλοτε ασθενική, μέσα από έναν συνεχή αγώνα λέξεων συγκλονιστικό που τροφοδοτείται από ευαισθησία και πόνο. Ο λόγος της είναι ο καθρέφτης της ψυχής της, κάθε λέξη είναι εκεί τοποθετημένη για να εκφράσει ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει, την αλήθεια που κρύβει βαθιά μέσα της.  Ίσως το ημερολόγιο αυτό να ήταν για εκείνη μία επιβεβλημένη ανάγκη, ένα εσωτερικό μέτωπο που άνοιξε με την ίδια τη ζωή καθώς τρία χρόνια μετά θα αρχίσει η ασθένεια που δυστυχώς θα την ταλαιπωρήσει μέχρι και τον θάνατό της. Σε όλη την διαδικασία συγγραφής, δείχνει να απογοητεύεται, να ενθουσιάζεται, να καθηλώνεται στην καρέκλα της αυτοκριτικής, δίνεται ψυχή τε και σώματι στον σκοπό αυτού του ημερολογίου, νιώθει τα πάντα να δονούνται μέσα της, αφιερώνεται και αφοσιώνεται σαν να μην υπάρχει αύριο. Μέσα από την αφήγησή της ξεδιαλύνεται στο μυαλό της το έργο που έχει μπροστά της και είναι ένα έργο καθαρά προσωπικό. Ανάμεσα στο χαρτί που δέχεται τις λέξεις της και το χέρι της που τις γράφει, μοιάζει να επίκειται ένας κύκλος δισταγμών από την μία και ένας χείμαρρος οδοστρωτήρας εξωτερικεύσεων που δεν αφήνει τίποτα να μην αποκαλυφθεί. Ο αναγνώστης εισπράττει αυτό το δίλημμα που την σιγοκαίει αν λάβει κανείς υπόψιν του και τις σελίδες που η ίδια μοιάζει εκούσια να έκοψε δημιουργώντας κενά στην προσευχή της αυτή.

Αυτή η καταγραφή που έχει αναλάβει για την δική της σωτηρία είναι αέναη, είναι οδυνηρή, έχει φόβο αλλά έχει και θέρμη και ζήλο γιατί λαχταρά να πετύχει να εισακουστεί. Γράφει η ίδια: «Κύριε, δεν μπορώ να Σε αγαπήσω όπως θέλω. Είσαι μία λεπτή ημισέληνος που ατενίζω και ο εαυτός μου είναι η σκιά της Γης που με εμποδίζει να δω ολόκληρο φεγγάρι». Σαν τον Μικρό Πρίγκιπα που ατενίζει το άπειρο, θα ομολογήσει σε κάθε ευκαιρία πόσο μικρή νιώθει μπροστά σε Αυτόν, πόσο λίγη αγάπη έχει μέσα της ενώ θα ήθελε να αγαπά απεριόριστα, πόση θλίψη θέλει να βιώσει για να λυτρωθεί και πόσο ακόμα δρόμο έχει, ίσως να μην φτάσει ποτέ, στην πορεία προς την έμπνευση που επιδιώκει. «Νιώθω πολύ αδύναμη για να προσευχηθώ για πόνο, πολύ αδύναμη ακόμα και για να ψελλίσω μία προσευχή για οτιδήποτε άλλο πέρα από ασημαντότητες». Ως προς το θέμα της προσευχής που είναι και το σώμα του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θα γράψει στο επίμετρό του: «Για να προσευχηθείς δεν αρκεί να πιστεύεις απλώς ότι υπάρχει Κάποιος που σε ακούει, αλλά πρέπει συμπληρωματικά να πιστεύεις και ότι σε εισακούει, ότι θέλει δηλαδή και μπορεί να ικανοποιήσει αυτό που ζητάς». Η Ο’Κόννορ έχει καθαρή θέαση των πραγμάτων και γνωρίζει πως αυτό που ζητάει μπορεί να το πετύχει με κάθε μέσο όσες σελίδες προσευχής και αν γράψει, γιατί η πίστη της υπερβαίνει τα ανθρώπινα δεδομένα, είναι σχεδόν μεταφυσική και ανερμήνευτη.

Στην εισαγωγή του βιβλίου ο Σέσσιονς αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τα επώδυνα χρόνια της ασθένειάς της αποδείχτηκαν και τα πιο δημιουργικά, και έγραψε ορισμένα από τα κορυφαία έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Τι ειρωνεία, οι προσευχές του ημερολογίου της εισακούστηκαν». Καθώς οδεύει προς την αναγέννησή της που μοιάζει να κορυφώνεται προς το τέλος, αποτίνει ακόμα μεγαλύτερο φόρο τιμής στον δημιουργό με αυτήν την δέηση που είναι γεμάτη πληγές και τραύματα που για να τα επουλώσει ζητάει απεγνωσμένα την στήριξή του και την συνδρομή του όχι να την απαλλάξει από βάρη αλλά να τις επιβάλλει ακόμα περισσότερα γιατί έτσι θα οργώσει το χώμα που έχει σπείρει προηγουμένως με την θυσία της. Αν κρίνει δε κανείς από την πορεία της ζωής της η δέησή της αυτή στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Όπως επισημαίνει επίσης εύστοχα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης: «Θεωρεί τον πόνο τόσο υψηλότερο που δεν κρίνει τον εαυτό της άξιο να τον ζητήσει και να τον λάβει ή που, ακόμη και αν τον λάβει τώρα, η πνευματική της κατάσταση είναι τόσο χαμηλή που δεν θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει καν ό,τι τον έλαβε». Ζητήματα αυτογνωσίας και αυτοπεποίθησης μοιάζουν να ξεπηδούν κατά τον δραματικό ρου της κατάθεσης αυτής και στο τέλος η κατακλείδα φράση της εγείρει ποικίλα ερωτηματικά για αυτό επιθυμεί να υπονοήσει ή να μας μεταδώσει για αυτή την πνευματική της κατάσταση. «Σήμερα φάνηκα λαίμαργη – για σκωτσέζικα μπισκότα βρόμης και ερωτικές σκέψεις. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω».

«Νιώθω να με τυλίγει ένα ζεστό κύμα αγάπης όταν σκέφτομαι και Σου γράφω αυτό το ημερολόγιο».

«Δεν θέλω να είμαι αναιδής. Θέλω να αγαπώ».

«Τίποτα δεν μας ανήκει εκτός από τον αγώνα. Ξοδεύουμε όλη μας τη ζωή για να κάνουμε κτήμα μας τον αγώνα, μα ο αγώνας αξίζει μόνο αν δίνεται με αφοσίωση κι αν οδηγείται προς ένα οριστικό τέλος πέρα από την παρούσα ζωή».

Το βιβλίο της Φλάννερυ Ο’ Κόννορ, Ημερολόγιο προσευχής, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.