Οι πολλαπλές αφηγήσεις του προσφυγικού ζητήματος, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις καταγραφής και δημοσιοποίησής του, οι πολιτικές και  ανθρωπιστικές διαστάσεις του, καθώς και τα ζητήματα ηθικής που συχνά εγείρονται αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα θέματα της συζήτησης «Αποτυπώνοντας το προσφυγικό ζήτημα: Μέθοδοι, στόχοι, προκλήσεις, δεοντολογία», που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του 18ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Την ενδιαφέρουσα συζήτηση, που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της plays2place productions, με την υποστήριξη του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και του Ινστιτούτου Γκαίτε Θεσσαλονίκης, συντόνισε ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης, διευθυντής του Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας.  Συμμετείχαν οι: Ανέστης Αζάς, σκηνοθέτης – καλλιτεχνικός υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής (-1) του Εθνικού Θεάτρου,  Γιώργος Μουτάφης, φωτορεπόρτερ, Μάρθα Μπουζιούρη, κοινωνική ανθρωπολόγος -σκηνοθέτρια cross-media projects και  Μαριάννα Οικονόμου, σκηνοθέτιδα.

Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης παρατήρησε ότι η αποτύπωση κοινωνικών ζητημάτων συνδέεται άμεσα με την εικόνα, καθώς περιέχει την έννοια της αναπαράστασης και πρόσθεσε, μεταξύ άλλων: «Όσες φορές κι αν έχει συζητηθεί η διάσταση της αναπαράστασης στην τέχνη, ποτέ δεν έχει λείψει η ανάγκη συζήτησης γι’ αυτή, δεδομένου ότι οι συγκυρίες αλλάζουν, όπως και τα πολιτικά γεγονότα αλλά και ο τρόπος καταγραφής της εικόνας και η χρήση της. Αυτά κάνουν πάντα επίκαιρο το θέμα της αναπαράστασης κοινωνικών ζητημάτων, κοινωνικών αναταραχών. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, προχωράμε στην έρευνα και πάντα θέτουμε νέα ζητήματα».

Στη συνέχεια το λόγο πήρε η σκηνοθέτιδα Μαριάννα Οικονόμου, η οποία αναφέρθηκε στη δική της εμπλοκή στο προσφυγικό μέσα από το ντοκιμαντέρ της Ο πιο μακρύς δρόμος, που προβάλλεται στο 18ο ΦΝΘ. Η ίδια επισήμανε, μεταξύ άλλων για το ιδιαίτερο αυτό εγχείρημα: «Η αφορμή μου δόθηκε πριν δύο χρόνια, δηλαδή πριν τη μεγάλη προσφυγική κρίση, όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο ‘’Στο σχολείο ξεχνώ τη φυλακή’’. Πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο που με συγκλόνισε -αποτέλεσμα ενός εργαστηρίου αφήγησης που έκανε ένας καθηγητής στις φυλακές ανηλίκων του Βόλου-, στο οποίο ανήλικοι πρόσφυγες αφηγούνταν το ταξίδι τους στην Βόρεια Ευρώπη. Προέκυψε λοιπόν το ερώτημα πώς τα παιδιά αυτά που ξεκινούν από την Ασία καταλήγουν στη φυλακή κατηγορούμενα για κακουργηματική πράξη αντιμετωπίζοντας ποινές ως και 25 χρόνια. Αυτό ήταν το έναυσμα για να κάνω το ντοκιμαντέρ». Η δημιουργός επέλεξε να αφηγηθεί την ιστορία δύο φυλακισμένων παιδιών  από τη Συρία και το Ιράκ, οι γονείς των οποίων τους έστειλαν στην Ευρώπη με τη βοήθεια διακινητών. Η ίδια επισήμανε: «Για μένα το ντοκιμαντέρ είναι ένα βλέμμα στην πραγματικότητα, αλλά και η σχέση που δημιουργώ με τους ανθρώπους που κινηματογραφώ, σχέση που βασίζεται στη συνεργασία και την εμπιστοσύνη. Στη δεύτερη επίσκεψή μου είδα ότι με το που άνοιγαν τα κελιά, τα παιδιά έτρεχαν στο διάδρομο προσπαθώντας να μιλήσουν στο τηλέφωνο με τους γονείς τους. Τους ζήτησα να τους κινηματογραφήσω σε αυτές τις συνομιλίες κι αυτό για μένα ήταν η πιο σημαντική στιγμή: να μιλάνε τα παιδιά με τους εγκλωβισμένους λόγω πολέμου ανθρώπους στην πατρίδα τους».

Βιωματική βάση είχε η προσέγγιση του  φωτορεπόρτερ  Γιώργου Μουτάφη, ο οποίος έχει καταγράψει πολλές ανθρωπιστικές κρίσεις σε περισσότερες από 20 χώρες, στη Μέση Ανατολή, την Αφρική  και τα Βαλκάνια. Ο ίδιος είπε, μεταξύ άλλων: «Ασχολούμαι εννιά χρόνια με το μεταναστευτικό, από το 2007, όταν βρέθηκα σε καταυλισμό στην Πάτρα χωρίς να γνωρίζω πολλά για το θέμα. Ένιωσα ότι το ζήτημα με ενδιέφερε σαν άνθρωπο, κυρίως οι περιπτώσεις ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων. Ξεκίνησα λοιπόν να πηγαίνω στην Πάτρα, την Αθήνα, την Κω και άρχισαν να δημοσιεύονται φωτογραφίες μου σε διεθνή πρακτορεία, εφημερίδες και περιοδικά. Βρέθηκα σε ξενοδοχεία, αεροδρόμια, λιμάνια, καταυλισμούς». Ο κ. Μουτάφης έδωσε έμφαση στην ανάγκη δημοσιοποίησης του προσφυγικού, παρά τη σκληρότητα των εικόνων που καταγράφει ή ίσως και εξαιτίας τους. «Θέλω να μιλώ για τους ανθρώπους που φωτογραφίζω. Ήμουν στο Κομπάνι της Συρίας όταν έγινε η σφαγή, είδα βομβαρδισμούς. Έχω καταντήσει να φωτογραφίζω πτώματα τους τελευταίους μήνες στις ακτές των νησιών ή υποσιτισμένους στην Ειδομένη. Πιστεύω στη φωτογραφία, θέλω να κάνω τον θεατή να νιώσει. Αν και δεν έχω γνώσεις ψυχολογίας, προσπαθώ οι εικόνες που αποτυπώνω να έχουν δεύτερα επίπεδα, όταν τις δει κάποιος να αισθανθεί για να σκεφτεί στη συνέχεια. Είναι δύσκολο να φωτογραφίζεις τέτοιες στιγμές. Προκύπτουν θέματα ηθικής για το τι φωτογραφίζεις, αλλά και εάν πρέπει να φωτογραφίσεις. Δεν ξέρω γιατί φωτογραφίζω ή τι θέλω να πω, ξέρω όμως ότι πρέπει να λέμε ιστορίες κι αυτό με γεμίζει γιατί πλέον δίνω αξία σε μικρά πράγματα της καθημερινότητας, όλο αυτό με έχει αλλάξει σαν άνθρωπο».

Ο σκηνοθέτης Ανέστης Αζάς αναφέρθηκε στην προσωπική του εμπλοκή στο προσφυγικό μέσα από την παράσταση «Υπόθεση Φαρμακονήσι ή το δίκαιο του νερού». Αφετηρία της παράστασης ήταν η τραγωδία της 20ής Ιανουαρίου 2014 στο Φαρμακονήσι, όπου δώδεκα άνθρωποι, μεταξύ των οποίων οχτώ παιδιά ηλικίας 3 έως 11 ετών, έχασαν τη ζωή τους. Ο κ. Αζάς αναφέρθηκε ειδικά στο ρόλο του θεάτρου, χώρο από τον οποίο ο ίδιος προέρχεται και διευκρίνισε: «Στην Πειραματική Σκηνή προσπαθούμε με τα μέσα του θεάτρου να κάνουμε αφήγηση που μοιάζει με κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ γι’ αυτό και το λέμε θέατρο της πραγματικότητας ή θεατρικό ντοκιμαντέρ. Είμαστε επηρεασμένοι από τη γερμανική ομάδα Rimini Protokoll. Η ιδέα για το Φαρμακονήσι γεννήθηκε από μία είδηση που διάβασα πριν ένα χρόνο ότι καταδικάστηκε ένας 21χρονος Σύριος διακινητής σε 145 έτη φυλάκισης ως μοναδικός υπεύθυνος για το ναυάγιο. Δεν το χωρούσε ο νους μου αυτό, πώς δηλαδή είναι δυνατόν να ρίχνουν την ευθύνη σε έναν από τους επιζώντες. Η προσέγγισή μας ήταν να δείξουμε ή να καταλάβουμε τον εγχώριο ρατσισμό, ο οποίος έχει να κάνει με το πώς αναπαράγεται ένα καθεστώς αποκλεισμού στη νομοθεσία».

Στην παράσταση «Υπόθεση Φαρμακονήσι» την  έρευνα και τη δραματουργία υπογράφει η κοινωνική ανθρωπολόγος – σκηνοθέτρια Μάρθα Μπουζιούρη, η οποία παρατήρησε, μεταξύ άλλων: «Το προσφυγικό είναι μια πρωτοφανής ιστορική μετάβαση, της οποίας τις συνέπειες ακόμη δεν κατανοούμε. Δεν περιορίζεται στην ανθρωπιστική διάσταση. Οφείλουμε να υπενθυμίζουμε και τη βαθιά πολιτική διάσταση του ζητήματος». Η ίδια μίλησε και για τις δικές της μεθόδους που σχετίζονται με την πολιτική διάσταση του προσφυγικού ζητήματος και οι οποίες βρίσκονται, όπως είπε, «στην τομή τέχνης, επιστήμης και παρέμβασης, ως ένα υβριδικό μοντέλο δουλειάς cross media and research projects». Και πρόσθεσε, ανάμεσα σε άλλα: «Άρχισα να σχηματίζω άλλη εικόνα από τη γενικευμένη που είχα όταν άρχισα να ταξιδεύω στον αραβικό κόσμο και Μέση Ανατολή. Είδα ότι η κυρίαρχη εικόνα που φτάνει σε μας δεν είναι αρκετά πλουραλιστική. Νιώθω ότι αναγάγεται σε θέαμα το προσφυγικό, η διάσταση της αλληλεγγύης είναι φυσικά παρούσα, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει αυτή η όχι τόσο φωτεινή πλευρά που αφορά ζητήματα καιροσκοπισμού, κέρδους. Φτάνοντας στην τέχνη εγείρονται ζητήματα αισθητικοποίησης του ακραίου, του πόνου. Η θυματοποίηση και δραματοποίηση μιας κατάστασης  στοχεύει στην ευαισθητοποίηση, αλλά την ίδια στιγμή ανοίγει και άλλες διαστάσεις».

Στη διερώτηση που έθεσε ο κ. Αϊβαλιώτης σχετικά με τον χρόνο που πρέπει να αφιερώσει κανείς στην έρευνα πεδίου πριν καταλήξει σε ένα έργο, οι συμμετέχοντες στη συζήτηση συμφώνησαν ότι αυτό δεν μπορεί κανείς να το προσδιορίσει και ότι ποικίλλει ανάλογα με τη συγκυρία και τη φύση του έργου. «Πρέπει  να σεβαστείς και το χρόνο του άλλου, να συντονιστούν οι ρυθμοί των ανθρώπων, να δώσεις χρόνο, να ακούσεις, να μάθεις, να ρωτήσεις», είπε η Μαριάννα Οικονόμου, ενώ ο Ανέστης Αζάς σημείωσε ότι «είναι καλό να έχεις όσο περισσότερο χρόνο γίνεται. Ποτέ ο χρόνος δεν είναι αρκετός. Το θέμα δεν τελειώνει ποτέ». Ο Γιώργος Μουτάφης εξήγησε ότι προσεγγίζει το θέμα διαφορετικά ανάλογα με την περιοχή όπου βρίσκεται και το μέσο με το οποίο συνεργάζεται. «Το περιοδικό δίνει περισσότερο χρόνο σε σχέση με ένα πρακτορείο. Κι επιπλέον σημαντικό ρόλο παίζουν και πρακτικά ζητήματα όπως: τι budget έχεις για να μείνεις στο πεδίο ή αν έχεις οικογένεια και παιδιά. Είναι πολλοί παράγοντες».

Όσον αφορά το ερώτημα αν έχει νόημα να κάνει κανείς τέχνη σε συνθήκες ακραίες ή ιδιαίτερες, η Μάρθα Μπουζιούρη παρατήρησε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πηγή της έμπνευσής μας, ωστόσο δεν διανοούμαι απλά να μπω στο πεδίο, να πάρω το υλικό μου και να βγω από  αυτό. Στην έρευνα πεδίου σε προσφυγικούς καταυλισμούς  νιώθω την ανάγκη να ερμηνεύσω ποιες είναι οι επιθυμίες αυτών των ανθρώπων. Το γεγονός ότι μας μιλάνε, μοιράζονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, δεν είναι αυτονόητο». Ο Ανέστης Αζάς τόνισε: «Μας κατηγορούν ότι στο θέατρο κάνουμε κοινωνιολογικό ζωολογικό κήπο. Προσπαθώ να αποφεύγουμε τη θυματοποίηση των ανθρώπων που ανεβάζουμε στη σκηνή, να μην τους δείχνουμε ως θύματα αλλά ως υποκείμενα υπεύθυνα που είτε φεύγουν από τον πόλεμο είτε θέλουν καλύτερες συνθήκες ζωής».

Ο Γιώργος Μουτάφης αναφέρθηκε και στο θέμα της ευθύνης που αναλαμβάνει κάθε επαγγελματίας, ο οποίος ασχολείται με το προσφυγικό ζήτημα. «Με απασχολεί ιδιαίτερα η ευθύνη που έχουμε ως φωτογράφοι, δημοσιογράφοι ή και ιστορικοί του μέλλοντος, όπως θα έλεγα χαριτολογώντας. Γράφεται Ιστορία τώρα στην Ειδομένη και στα νησιά και κάποιες φορές αναπτύσσεται ένας δημοσιογραφικός ή ανθρωπιστικός τουρισμός. Έχουμε μεγάλη ευθύνη προς το θεατή, αλλά και το πώς σεβόμαστε τον φωτογραφιζόμενο. Το θέμα είναι να μη συνηθίσουμε τον θάνατο, να μην πάθουμε ανοσία. Πιστεύω στη δύναμη της  εικόνας, πιστεύω ότι πρέπει να δείχνουμε ακόμη πιο σκληρές εικόνες μήπως με τις εικόνες αυτές τους σοκάρουμε».

Η συζήτηση έκλεισε με την ανταλλαγή προβληματισμών ανάμεσα στους συμμετέχοντες και άτομα από το κοινό σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα και τους πολλαπλούς τρόπους προσέγγισής του.