Η πολυαναμενόμενη νέα ταινία Ουζερί Τσιτσάνης του σπουδαίου Έλληνα δημιουργού Μανούσου Μανουσάκη, σε συμπαραγωγή OTE TV και διανομή Feelgood, θα αρχίσει να προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 3 Δεκεμβρίου 2015.

Ο Μανούσος Μανουσάκης επιστρέφει στην κινηματογραφική οθόνη με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ουζερί Τσιτσάνης», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Με επίκεντρο έναν απαγορευμένο έρωτα και φόντο την υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη, ο έμπειρος σκηνοθέτης ξετυλίγει μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης  με την  μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη να υπογραμμίζει την εξέλιξη. Τον  εμβληματικό δημιουργό υποδύεται ο ηθοποιός Ανδρέας Κωνσταντίνου (Μικρά Αγγλία), ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν ο Χάρης Φραγκούλης (Γιώργος), η Βασιλική Τρουφάκου (Λέλα) και η πρωτοεμφανιζόμενη Χριστίνα Χειλά Φαμέλη (Εστρέα). Το εντυπωσιακό μωσαϊκό χαρακτήρων συμπληρώνουν οι Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλης Αεράκης, Ξανθή Γεωργίου, Γιάννης Αϊβάζης,  Θοδωρής Αντωνιάδης και ο Λάκης Κομνηνός  με τον Αλμπέρτο Εσκενάζη. Το «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι ένα ταξίδι στην ιστορία με προορισμό έναν μεγάλο έρωτα και αφετηρία τις δημιουργίες του Βασίλη Τσιτσάνη υπό τα νέα ηχητικά σχήματα του Θέμη Καραμουρατίδη, που ντύνει την ταινία με καινούριες ενορχηστρώσεις αγαπημένων τραγουδιών, αλλά και με νέα πρωτότυπα μουσικά ακούσματα.

Σύνοψη

Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.

Διάρκεια: 116’

Σημείωμα του σκηνοθέτη

Η ιδέα για την ταινία υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο. Ήταν ένα από τα ωραιότερα αναγνώσματα που έχουν πέσει στα χέρια μου και είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Κι έτσι έγινε. Με τράβηξε η ουσία του βιβλίου.  Το γεγονός ότι μέσω μιας ερωτικής ιστορίας και ενός μεγάλου λαϊκού συνθέτη μπορούσαμε να καταδείξουμε τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και την πραγματική φύση του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού σε κάθε του μορφή.

 

Την ταινία τη δουλεύαμε μαζί με τους σεναριογράφους εδώ και 3-4 χρόνια, μελετώντας το θέμα της με ιστορικούς συμβούλους, αλλά και ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από τα γεγονότα και γνωρίζουν, εκτός από την ιστορία,  και την καθημερινότητα της εποχής. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία που δεν υπάρχει πια, τη ζοφερή και κατοχική Θεσσαλονίκη του 1942, με τον  Τσιτσάνη, έναν παρατηρητή της εποχής του, να ανοίγει  το Ουζερί Τσιτσάνης, που φαντάζει σαν ένα διάλειμμα ψυχής. Έτσι, η Γερμανική κατοχή και μια απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης. H μουσική του Τσιτσάνη αφέθηκε στα έμπειρα χέρια του Θέμη Καραμουρατίδη, ο οποίος ανέλαβε να κάνει την ταινία μουσικά σύγχρονη, με νέες ενορχηστρώσεις παλιών τραγουδιών, με σεβασμό στον αυθεντικό ήχο, αλλά και με καινούρια κομμάτια που θα χαράξουν τη δική τους πορεία.

 

Αυτή η ιστορία, παρ’ όλη την χρονική τοποθέτησή της, εμβαθύνει σε σύγχρονα γεγονότα, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία,  ο νεοναζισμός που ελλοχεύουν απειλητικά στην ελληνική και διεθνή κοινωνία. Γυρίζοντας αυτή την ταινία,  στόχος μου είναι να θυμίσω εκείνα τα εγκλήματα σε όσους αποφάσισαν να τα ξεχάσουν και να τα μάθουν όσοι δεν τα γνωρίζουν. Εγκλήματα που έγιναν από ανθρώπους «της διπλανής πόρτας».

 

Σαν άνθρωπος πιστεύω ότι από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι την τελευταία μας ώρα πάνω στη Γη, έχουμε ένα και μόνο καθήκον: να παίρνουμε θέση απέναντι στα γεγονότα. Να συνειδητοποιήσουμε ότι εάν δεν είμαστε μέρος της λύσης, είμαστε μέρος τους προβλήματος.

 Μανούσος Μανουσάκης

Σημείωμα του συγγραφέα

Η εποχή της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής στην Θεσσαλονίκη (Απρ.1941- Οκτ. 1944) έχει τις διαστάσεις μιας τεράστιας οδύνης, ταπείνωσης, εγκαρτέρησης και αντίστασης, αλλά και την μεγάλη πληγή του αφανισμού της Εβραϊκής κοινότητας σε ποσοστό 98%, κάτι που δεν συνέβη σε άλλες πόλεις, τουλάχιστον σε τέτοιο μέγεθος.

 

Το βιβλίο ιχνηλατεί μυθιστορηματικά, αποσπασματικά, και όχι ως ευθύγραμμη βιογραφία, την ζωή του πιο σημαντικού λαϊκού συνθέτη, του Βασίλη Τσιτσάνη, μέσα σε αυτή την συνθήκη της πόλης (και της χώρας), την αγωνία της επιβίωσης, το άγχος της δημιουργίας, μέσα στην ζοφερή συγκυρία, αλλά και τα διλήμματά του: η πατρίδα, η οικογένεια, η τιμή, ο έρωτας, η φιλία, η αντίσταση, οι κώδικες της αλληλεγγύης, η αλλοίωση που υφίσταται περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες, η καρτερία, η αυτο-πραγμάτωση, η εξέγερση. Δρώντας καταρχήν ως ευαίσθητος καταγραφέας και συνείδηση του περίγυρου, κάτι που αντανακλάται στα τραγούδια του, στο τέλος, υπό την πίεση και το αφόρητο των γεγονότων, οδηγείται σε όλο και βαθύτερη συνειδητοποίηση, αλληλεγγύη, και τελικά σε συμβολικά ένοπλη έγερση.

 

Η ταινία που έχω την τιμή να σκηνοθετεί ο Μανούσος Μανουσάκης, εμπνεόμενος από το βιβλίο, έχει δύο κυρίως άξονες, χωρίς να παραβλέπει τις εξίσου λοιπές παραμέτρους: την δύσκολη, δραματική ζωή και έγνοια του Τσιτσάνη να επιβιώσει αφενός, να δημιουργήσει αφετέρου, απαντώντας ταυτόχρονα στα πολλαπλά διλήμματα που αναφέρω πριν, κυρίως, όμως και σε σχέση με το μείζον γεγονός της επονείδιστης διαδικασίας συντριβής και τελικής εξόντωσης των Εβραίων της πόλης, από τους Γερμανούς. Οι σχέσεις του με τους άλλους ήρωες της αφήγησης, αναδεικνύουν ανάγλυφα μιαν ολόκληρη, αβάσταχτη εποχή, κυρίως μέσα από τα βάσανα του αγνού αλλά και θανάσιμου έρωτα μιας Εβραίας με έναν Χριστιανό, που συμμετέχει στην αντίσταση, αλλά και βέβαια τις αφορμές και τις ωδίνες του τοκετού ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού έργου του συνθέτη, των τραγουδιών της Κατοχής, που και κατά ομολογία του ίδιου του Τσιτσάνη, είναι τα καλύτερα που έγραψε, ζώντας καθημερινά στα όρια, δημιουργώντας μεταξύ ζωής, απόγνωσης, θανάτου και ελπίδας.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Τα πρόσωπα της ιστορίας

Βασίλης Τσιτσάνης (Ανδρέας Κωνσταντίνου)

26 χρονών. Παντρεμένος με μία κόρη λίγων μηνών. Η ασκητική μορφή του καθηλώνει. Η μουσική δημιουργία εκτονώνει την ένταση, που σιγοβράζει μέσα του. Δεν διστάζει την κρίσιμη στιγμή να πάρει μια ηρωική απόφαση, που βάζει σε κίνδυνο τον ίδιο, ακόμη και την οικογένειά του.

Γιώργος (Χάρης Φραγκούλης)

25 χρονών.  Έχει δραστήρια ανάμειξη στην Αντίσταση. Ερωτευμένος με μια γυναίκα ενάντια στους κανόνες της εποχής. Αφήνει πίσω του ένα εξασφαλισμένο μέλλον για να ανοίξει ουζερί με τον Τσιτσάνη. Αυθόρμητος και παρορμητικός, ζει για το εδώ και το τώρα.

Εστρέα (Χριστίνα Χειλά Φαμέλη)

22 χρονών. Όπως όλες οι κοπέλες αυτής της ηλικίας, έχει μυστικά. Μυστικά μοναδικά. Κρυφά συμμετέχει στην αντίσταση, κρυφά ερωτεύεται έναν Χριστιανό. Όμως, δεν μπορεί και να προδώσει την οικογένειά της.

Λέλα (Βασιλική Τρουφάκου)

 25 χρονών. Ένα δροσερό και λαϊκό κορίτσι. Προικισμένη με έξοχη φωνή και ομορφιά. Ο απεγνωσμένος έρωτάς της για τον Τσιτσάνη την οδηγεί στην αγκαλιά ενός αμφιλεγόμενου, ισχυρού άντρα.

Γιακό (Γιάννης Στάνκογλου) & Ρασέλ (Μαρία Καβουκίδου)

Οι γονείς της Εστρέας. Δύο άνθρωποι, πιστοί στις παραδόσεις με κάθε τίμημα. Μεγάλωσαν τη μοναχοκόρη τους με αγάπη αλλά και αυστηρότητα.

Ζωή (Ξανθή Γεωργίου)

22 χρονών. Η γυναίκα του Τσιτσάνη. Τρυφερή, συμπονετική και πάνω από όλα διακριτική στους πειρασμούς που ξέρει ότι γυροφέρνουν τον Τσιτσάνη στο περίφημο Ουζερί. Θα σταθεί με γενναιότητα, όταν χρειαστεί να βοηθήσει την Εστρέα και τον Γιώργο. Είναι μια «βελούδινη» γυναίκα.

Τάσος (Γιάννης Αϊβαζής)

Ο μελλοντικός σύζυγος της Λέλας. Έχει πολεμήσει στο μέτωπο, είναι ισχυρός και με πολλές διασυνδέσεις.

Αλμπέρτο (Θοδωρής Αντωνιάδης)

28 χρονών. Ξάδελφος της Εστρέας. Είναι o μόνος που διαισθάνεται τι πρόκειται να συμβεί. Εκτός από διορατικός, είναι γενναίος και ένας γνήσιος αγωνιστής.

Μια μεγάλη ελληνική παραγωγή

Ένα όμορφο ταξίδι

Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε στο μυαλό του σκηνοθέτη Μανούσου Μανουσάκη από τότε που διάβασε το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Η ταινία παρουσιάζει μια μυθιστορηματική ανάπλαση της εποχής. Ακολουθώντας τη μυθοπλασία του βιβλίου και παρεκκλίνοντας μόνο όσον αφορά στο κέντρο βάρους των ιστορικών γεγονότων, θέτει στο επίκεντρο της ιστορίας τον απαγορευμένο έρωτα του Γιώργου και της Εστρέας, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό ουζερί, και την δημιουργική διαδικασία του Βασίλη Τσιτσάνη.

Στην ταινία «εμφανίζεται» όλη η κοινωνία της εποχής. Συμμετέχουν 60 ηθοποιοί. Κάθε ένας με τον χαρακτήρα του αποτελεί μια ψηφίδα στο «κτίσιμο» της εποχής. «Είναι πολύ σημαντικό οι δεύτεροι και τρίτοι ρόλοι να ερμηνεύονται από εξαιρετικούς ηθοποιούς που να προβάλλουν χαρακτήρα», λέει ο Μανουσάκης. «Αλλά και οι περισσότεροι από 2.500 βοηθητικοί ηθοποιοί «πρωταγωνίστησαν» στις σκηνές με όλη τους την καρδιά, και δυναμική, ερμηνεύοντας τους ρόλους τους και αποδίδοντας δημιουργικά την ατμόσφαιρα της εποχής».

Τα γυρίσματα διήρκεσαν 12 εβδομάδες, δηλαδή τρείς ολόκληρους μήνες. Οι ημέρες μοιράστηκαν ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, σε εσωτερικά και εξωτερικά γυρίσματα.  Συνταρακτικές σκηνές πλήθους και ευαίσθητες  σκηνές προσωπικών στιγμών των πρωταγωνιστών.

Η ιστορία που αφηγείται η ταινία διαρκεί πραγματικά δέκα μήνες. Ξεκινάει από τον Ιούλιο του 1942  και τελειώνει το Μάρτιο του 1943 οπότε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα περνάνε όλες οι εποχές και όλες οι καιρικές συνθήκες. «Είναι πολύ συγκεκριμένο ιστορικά, πότε συμβαίνουν τα γεγονότα, τι συμβαίνει κάθε μήνα. Ο χρόνος του γυρίσματος είναι διαφορετικός από τον πραγματικό. Αναγκάστηκαν, λοιπόν, οι ηθοποιοί να γυρίζουν μια σκηνή, που διαδραματιζόταν τον Γενάρη, μέσα στον Αύγουστο φορώντας χοντρά παλτά. Και οι μακιγιέρ να ανανεώνουν συνέχεια το μακιγιάζ καθώς χαλούσε από την υπερβολική ζέστη». Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να δημιουργηθούν και οι σωστές χειμερινές συνθήκες, όπως τα χιόνια. Εδώ χρησιμοποιήθηκαν ειδικές χιονομηχανές. O Μιχάλης Σαμιώτης, ειδικός των μηχανικών εφέ, λέει χαρακτηριστικά: «Γεμίσαμε το δρόμο με χιονομηχανές, γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο να δημιουργήσεις το χιόνι, αλλά να καλύψεις και την απόσταση, το βάθος. Τα χιόνα τα χρησιμοποιήσαμε δραματουργικά, γιατί, όπως και τα υπόλοιπα εφέ, πρέπει να εξυπηρετούν το δράμα και το σενάριο, να ερμηνεύουν δραματουργικά την ιστορία».

«Όλοι οι συν-δημιουργοί της ταινίας (ηθοποιοί-συνεργείο-καλλιτεχνικοί συνεργάτες) αποτέλεσαν μια αρμονική, συμπαγή ομάδα με έναν σκοπό: το καλύτερο αποτέλεσμα», δηλώνει ο σκηνοθέτης.

Μία ιστορία με φόντο την Ιστορία

Καθώς η καρδιά της πλοκής χτυπάει στη Θεσσαλονίκη την εποχή της γερμανικής κατοχής, τα σκηνικά της ιστορίας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην αφήγηση. Η ταινία γυρίστηκε σε πολλά ιστορικά κτίρια της συμπρωτεύουσας και της Αθήνας, που όλα χάρισαν την αύρα της εποχής και δημιούργησαν την ατμόσφαιρα της ιστορίας.

Στη Θεσσαλονίκη γυρίσματα έγιναν στον Λευκό Πύργο, στη Βίλα Αλατίνη, που στην Κατοχή χρησιμοποιούνταν ως αρχηγείο των κατοχικών δυνάμεων, και στη Στοά του Αγίου Μηνά που παραχώρησαν στην παραγωγή οι «Κτηριακές Υποδομές». Ο σκηνογράφος Αντώνης Χαλκιάς μετέτρεψε την εγκαταλελειμμένη στοά σε αγορά της εποχής. Οι σκηνές της Συναγωγής γυρίστηκαν στη Συναγωγή των Μοναστηριωτών, που λειτουργούσε την περίοδο της Κατοχής. Όταν οι Εβραίοι οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης χρησιμοποιήθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό ως αποθήκη, και για τον λόγο αυτό δεν καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Γυρίσματα έγιναν επίσης στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης από όπου ξεκίνησαν το 1943 τα μακάβρια ταξίδια για το Άουσβιτς

Στην Αθήνα πολλές σκηνές γυρίστηκαν σε ιστορικά κτήρια της Πλάκας, όπως η Οικία Λασσάνη, η Οικία Αγγελικής Χατζημιχάλη και η εγκαταλελειμμένη Βίλα Ζακ Σαπόρτα, που αναπαλαιώθηκε, βάφτηκε και έγινε κατοικήσιμη. Η βίλα μάλιστα διαθέτει έναν τεράστιο πλούτο επίπλων και αντικειμένων της εποχής, που παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας από την Ισραηλιτική κοινότητα της Αθήνας.

«Σε πολλές περιπτώσεις, η παραγωγή έκανε παρεμβάσεις στους χώρους, με μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» τα γκράφιτι που φυσικά δεν έπρεπε να υπάρχουν σε κανένα πλάνο. Για να λυθεί το πρόβλημα αυτό, υπήρχε ένα συνεργείο, που προπορευόταν του γυρίσματος κατά μία ημέρα αποκαθιστώντας τα κτίρια, κυρίως της Πλάκας, ενώ το βράδυ υπήρχε φύλαξη, ώστε να μη ξαναβαφτούν», λέει ο Μανουσάκης.

Πολλές σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στην πλατεία Κοτζιά και σε γύρω τοποθεσίες και κτήρια όπως το Μέγαρο Μελά και ο Χώρος Ιστορικής Μνήμης της οδού Κοραή. Στον τελευταίο προστέθηκε για τις ανάγκες του γυρίσματος ένας φωτογραφικός σκοτεινός θάλαμος, καθώς ο διοικητής των Ες Ες ήταν μανιώδης φωτογράφος, απαθανατίζοντάς όλες τις φρικαλεότητες των Ναζί.

«Οι χώροι ήταν μια μεγάλη δυσκολία γιατί στην πατρίδα μας έχει κατεδαφιστεί η ιστορική μνήμη», λέει ο Μανουσάκης. «Μία πόρτα εδώ, ένα παράθυρο εκεί, ένα κτήριο παραπέρα και δημιουργήσαμε μια περιοχή που δεν υπάρχει. Τα ψηφιακά εφέ μας έλυσαν πολλές φορές τα χέρια».

Στην Πλατεία Κοτζιά η παραγωγή αναβίωσε την Πλατεία Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης, όπου τον Ιούλιο του 1942 οι Γερμανοί κάλεσαν για απογραφή όλους τους άρρενες Εβραίους της πόλης.

«Για το πλάνο του πλήθους στην Πλατεία Ελευθερίας, για 3 δευτερόλεπτα που θα δει ο κόσμος στην οθόνη χρειάστηκαν 180 ώρες εργασίας», δηλώνει χαρακτηριστικά ο δημιουργός των ψηφιακών εφέ Αντώνης Νικολάου.

Το Ουζερί Τσιτσάνης αναβίωσε στο «Σχολείον» της Ειρήνης Παππά το επί της Οδού Πειραιώς, το παλιό εργοστάσιο της Sanitas. Εδώ δημιουργήθηκε από την αρχή ο χώρος του πάλκου, ο χώρος της κουζίνας αλλά και το υπόγειο στο οποίο γεννήθηκε και βρήκε καταφύγιο ο έρωτας του Γιώργου και της Εστρέας.

Γυρίσματα έγιναν επίσης στα Δερβενοχώρια και το Λαύριο. Στη γαλλική εταιρεία του 1864 και που τώρα ανήκει στο Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η σκηνογραφική ομάδα, με επικεφαλής τον Αντώνη Χαλκιά, μετέτρεψε ένα από τα κτίρια στο ξυλουργείο του πατέρα του Γιώργου, άλλα κτήρια σε άντρο παρακρατικών, σε αποθήκη μαύρης αγοράς και όπλων, ενώ στο συγκρότημα στήθηκε και το παγοποιείο.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης μέσα από τα μάτια του Θέμη Καραμουρατίδη

Η στιγμή που ο Θέμης Καραμουρατίδης συνθέτει μουσική για τον κινηματογράφο συμπίπτει χρονικά με την απόφαση του Μανούσου Μανουσάκη να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης» που διαδραματίζεται στην υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη του ’42-’43. Αυτή η περίοδος θεωρείται από τις πιο δημιουργικές του νεαρού Τσιτσάνη (26 χρονών), που μέσα από το ουζερί χαρτογραφεί τα συναισθήματα μιας ολόκληρης γενιάς συνθέτοντας ορισμένα από τα αριστουργήματά του όπως το «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», τις «Νύχτες Μαγικές» και την εμβληματική «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Ο Θέμης Καραμουρατίδης ανέλαβε να αναπαραστήσει μουσικά την εποχή και να επενδύσει δραματουργικά με πρωτότυπες δημιουργίες την ιστορία του Μανούσου Μανουσάκη. «Κινήθηκα πάνω σε δύο άξονες: από τη μία προσπάθησα να αναπαραστήσω την ατμόσφαιρα του ουζερί και των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη και από την άλλη να συνθέσω μια πρωτότυπη μουσική που να ανταποκρίνεται στις δραματουργικές ανάγκες μιας μεγάλης κινηματογραφικής παραγωγής», λέει ο Θέμης Καραμουρατίδης.

Με 27 κομμάτια να συμπληρώνουν το soundtrack της ταινίας που ερμηνεύουν έναν σκληρά συναισθηματικά  κόσμο, ο Θέμης Καραμουρατίδης υπογράφει πρωτότυπες μελωδίες, διασκευές και επανεκτελέσεις τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, που λειτουργούν μέσα στην ταινία του Μανούσου Μανουσάκη σαν μια δεύτερη αφήγηση.

«Έπρεπε να συγκροτήσω μία ορχήστρα, να βρω έναν ήχο, που να ικανοποιεί και την ανάγκη της μεγάλης παραγωγής υψηλών προδιαγραφών αλλά ταυτόχρονα να φέρει και τη λαϊκότητα και την ελληνικότητα που απαιτείται προκειμένου να έρθει κοντά στην εποχή, και φυσικά κοντά στον Βασίλη Τσιτσάνη. Έτσι δημιουργήθηκε μια ορχήστρα που αποτελείται από Ελληνικά λαϊκά όργανα, όπως μπουζούκια, μπαγλαμάδες και τζουράδες, αλλά και δυτικά όπως κουαρτέτο εγχόρδων και συμφωνικά τύμπανα. Φυσικά σε όλο το έργο έπρεπε να εμπεριέχεται και η ισραηλιτική μουσική παράδοση. Γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα παραδοσιακό σεφαραδίτικο τραγούδι, σαν μοτίβο σε πολλές στιγμές της ταινίας»,  λέει ο Καραμουρατίδης.

Ο γνωστός συνθέτης έγραψε τις μελωδίες πατώντας πάνω στα συναισθήματα που διαπερνούν την ταινία: τον έρωτα, τη διστακτικότητα, τον πόλεμο, την ένταση, τον φόβο, τη δειλία, το θυμό, την αποφασιστικότητα, το ξέσπασμα, και όλα αυτά στη Θεσσαλονίκη του ’42. Ο ερωτισμός, η τρυφεράδα, η γλύκα των δύο ερωτευμένων νέων συγκρούονται μουσικά με την μελαγχολία και την σκληρότητα της εποχής. Η μουσική του Καραμουρατίδη “μιλάει” και σε μας σήμερα.

«Η σκηνή που με παίδεψε περισσότερο είναι η σκηνή της Πλατείας Ελευθερίας γιατί έπρεπε έκδηλα να πούμε ότι θα συμβεί κάτι τραγικό, αλλά ταυτόχρονα να μην προδοθεί η εξέλιξη της ταινίας. Δουλέψαμε πολλές φορές αυτή τη σκηνή γιατί έπρεπε να βρεθεί αυτή η σωστή ισορροπία», λέει χαρακτηριστικά ο συνθέτης.

«Θέλαμε σε πολλές στιγμές της πρωτότυπης μουσικής να ενυπάρχει πιο έντονα ο Βασίλης Τσιτσάνης, γι’ αυτό πολλά μοτίβα είναι στηριγμένα σε γνωστά και αγαπημένα τραγούδια ενώ σε πολλές σκηνές, όπως αυτή της Πλατείας Ελευθερίας, υπάρχουν αυτούσια μελωδικά δάνεια από τον μεγάλο συνθέτη».

Για τις ανάγκες της μουσικής αναπαράστασης του «Ουζερί Τσιτσάνης» χρησιμοποιήθηκαν ορισμένα από τα πολύ γνωστά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη όπως το «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», «Για τα Μάτια που Αγαπώ», οι «Νύχτες Μαγικές», αλλά και κάποια λιγότερο γνωστά αλλά εξίσου εξαιρετικά.

«Eίναι πολύ σημαντικό για μένα, και καλλιτεχνικά και συναισθηματικά, που συνέθεσα τη μουσική για αυτή την ταινία γιατί επιμελούμαι ένα σκηνικό που αφορά έναν πολύ σπουδαίο συνθέτη. Αυτό από μόνο του κουβαλάει μια μεγάλη ευθύνη, ένα μεγάλο βάρος, αλλά ταυτόχρονα υποβάλλει και μια μεγάλη ανάγκη δημιουργικότητας. Είναι μια ευρηματική και απαιτητική δουλειά γιατί έχεις να διαχειριστείς αυτόν τον μεγάλο συνθέτη και να προσπαθήσεις να φτιάξεις ένα υλικό που θα σταθεί δίπλα του με αξιοπρέπεια και ταυτόχρονα να αποτελεί και μια νέα πρόταση».

Σε ότι αφορά τις νέες ενορχηστρώσεις των τραγουδιών που ακούγονται στο ουζερί έγινε προσπάθεια να αναπαρασταθεί η μουσική των πρώτων ηχογραφήσεων των τραγουδιών.

«Θελήσαμε να αναδείξουμε την αίσθηση που έβγαζαν οι μουσικές τότε: την απλότητα και τη δωρικότητα. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό γιατί στην ταινία ακούγονται τραγούδια πολύ κοντά στις πρώτες τους εκτελέσεις, τραγούδια από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι διάφορες ενορχηστρωτικές απόψεις που πέρασαν από πάνω τους όλα αυτά τα χρόνια», καταλήγει ο Θέμης Καραμουρατίδης.

Original Motion Soundtrack «ΟΥΖΕΡΙΤΣΙΤΣΑΝΗΣ» – track list

Βασικό θέμα

Γιώργος και Εστρέα

Πλατεία Ελευθερίας

Σαμποτάζ

Για τα Μάτια π’ αγαπώ – Ανατολή Μαργιόλα

Ο θάνατος του Δαπόντε

Χωρίς Ντροπή (Ακρογιαλιές Δειλινά)

Ο Δωσίλογος

Στα κρατητήρια των SS

Τελευταία πρόβα

Να γιατί γυρνώ – Σοφία Μέρμηγκα

Ένας κόσμος χωρίς πόλεμο

Αγωνία στο ξυλουργείο

Επιστροφή από τα καταναγκαστικά έργα

Εισβολή στην αγορά

Πάντα θα σ’ αγαπάω

Δε με στεφανώνεσαι – Σάσα Παπαλάμπρου

Ερωτικό

Γκέτο

Απόδραση

Μόρτισσα

Μείνε μαζί μου απόψε

Τρέχει ο νους (Νύχτες Μαγικές)

Nύχτες Μαγικές – Ανατολή Μαργιόλα

Η εκτέλεση

Το τρένο για το Άουσβιτς

Συννεφιασμένη Κυριακή

To soundtrack κυκλοφορεί από τη Feelgood Records.

Παραλειπόμενα

Στην ταινία συμμετείχαν 2.500 χιλιάδες βοηθητικοί ηθοποιοί. Για όλους αυτούς τους ηθοποιούς χρειάστηκε ενδυματολογική μελέτη, μελέτη μακιγιάζ και κομμώσεων και πρόβες πολλών εβδομάδων. Ήταν όλοι τους τόσο απορροφημένοι στους ρόλους τους και στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία, που σε κάποια εξωτερικά γυρίσματα στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ο κόσμος σταμάταγε έκπληκτος νομίζοντας πως «οι Γερμανοί ξανάρχονται».

To μπουζούκι του Τσιτσάνη που χρησιμοποιήθηκε κατά τα γυρίσματα είναι μια ευγενική παραχώρηση της Γιώτας Νέγκα.

Ο Αντρέας Κωνσταντίνου έκανε μάθημα μπουζουκιού για πολλούς μήνες. Το ίδιο και ο Νίκος Ιωαννίδης με την κιθάρα. Ενώ ο Γιώργος Παναγιωτίδης, Θεσσαλονικιός, δεν χρειάστηκε μαθήματα. Είναι μουσικός, παίζει και μπουζούκι και μπαγλαμά. Η αγάπη του για τον Βασίλη Τσιτσάνη τον έφερε στην Αθήνα πολλές φορές για τα γυρίσματα.

Όλα τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν με όργανα της εποχής.  Η ορχήστρα συμπεριλάμβανε ελληνικά λαϊκά όργανα, όπως μπουζούκια, μπαγλαμάδες και τζουράδες, αλλά και δυτικά όπως κουαρτέτο εγχόρδων και συμφωνικά τύμπανα.

Στο soundtrack της ταινίας περιλαμβάνεται μια σπάνια εκτέλεση της «Συννεφιασμένης Κυριακής» από το προσωπικό αρχείο της οικογένειας Τσιτσάνη, ερμηνευμένο από τον Βασίλη Τσιτσάνη και την Ελένη Γεράνη.

Όλοι οι ηθοποιοί, που ερμηνεύουν ρόλους Εβραίων έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα «Λαντίνο», τη γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, παράλληλα με τα Ελληνικά. Έχοντας έρθει από την Ισπανία το 1492, διωγμένοι από την Ισαβέλλα την Καθολική, οι Εβραίοι διαμόρφωσαν το γλωσσικό αυτό ιδίωμα μέσα στους αιώνες.

Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 6000 κοστούμια, πολλά από τα οποία είναι αυθεντικά ενδύματα της εποχής. Η έρευνα για τα κοστούμια έγινε σε βεστιάρια επαγγελματικά και ιδιωτικά, σε σεντούκια μαμάδων και γιαγιάδων, με τη συμβολή ειδικών σε θέματα στρατιωτικών στολών και αξιοπιστίας.  Tα διακριτικά των στολών παραγγέλθηκαν σε εξειδικευμένους οίκους του εξωτερικού. Οι πρόβες των ρούχων για κάθε ηθοποιό διήρκησαν πολλές ημέρες.

Για την ολοκλήρωση του σεναρίου χρειάστηκαν τρία χρόνια με ιστορικό σύμβουλο αλλά και με ανθρώπους που εκτός από την ιστορία γνώριζαν τα ήθη και τα έθιμα της εποχής.

Ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός της Θεσσαλονίκης είναι ο πραγματικός σταθμός από όπου το 1943 ξεκίνησαν τα τρένα για το Άουσβιτς. Το τρένο μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη με τη βοήθεια του ΟΣΕ, καθώς τα βαγόνια ήταν διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα και η ατμομηχανή βρέθηκε εγκαταλελειμμένη στη Δράμα. Επισκευάστηκε από τεχνικούς του ΟΣΕ και λειτούργησε ξανά.

Credits:

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Ανδρέας Κωνσταντίνου , Χάρης Φραγκούλης , Χριστίνα Χειλα – Φαμέλη , Βασιλική Τρουφάκου , Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης , Λάκης Κομνηνός , Αλμπέρτο Εσκενάζυ , Μαρία Καβουκίδη, Μιχάλης Αεράκης

Mια παραγωγή της ΤΗΛΕΚΙΝΗΣΗ Α.Ε. σε συμπαραγωγή με τους ΟΤΕ TV & ΣΑΜΠΥ ΜΙΩΝΗ με την υποστήριξη των TOPCUT MODIANO & ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

ΣΚΗΝΙΚΑ: Αντώνης Χαλκιάς

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Άννα Μαχαιριανάκη

ΜΟΥΣΙΚΗ: Θέμης Καραμουρατίδης

ΜΟΝΤΑΖ: Λάμπης Χαραλαμπίδης

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κωστής Γκίκας

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΗΧΟΥ : Μανώλης Μανουσάκης

ΜΙΞΑΖ : STUDIO 19 – Κώστας Μπώκος

ΗΧΟΣ: Δημήτρης Αθανασόπουλος

ΣΕΝΑΡΙΟ : Βασίλης Σπηλιόπουλος – Άντα Γκουρμπαλή – Μανούσος Μανουσάκης

ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Μαρία Μανουσάκη                                                                    

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ : Γιώργος Παπαδάτος

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μανούσος Μανουσάκης