Μία κοινωνία που ζει με παραισθησιογόνους εικόνες και γεύεται τους καρπούς μίας υποτιθέμενης ευμάρειας και ενός παρόντος που μέσα σε αυτό καθρεφτίζεται μία πορεία φθίνουσα ως προς το ηθικό μέτρο και τον αυτοέλεγχο είναι μία κοινωνία που ζει στον ρυθμό του κατασκευασμένου ψέματος.

Αυτή η κοινωνία και οι άνθρωποί της είναι το επίκεντρο του Δημήτρη Στεφανάκη, σε μία στροφή της συγγραφικής του τέχνης προς την απεικόνιση του καυτού παρόντος που μοιάζει να εξουσιάζει το μέλλον. Αφορμή για αυτή την στροφή είναι να καταδείξει το φλέγον ζήτημα μίας κακώς εννοούμενης πολιτείας που έχει γυρίσει την πλάτη στα διδάγματα του ένδοξου παρελθόντος και έχει σβήσει την μνήμη των αρχών και των κανόνων με τα οποία χτίστηκε και τα οποία μεταλαμπάδευσε.

Καταγράφεται εδώ το ιστορικό μίας παρέας φίλων που με αφορμή το άδοξο τέλος ενός μέλους της παρέας τους περιγράφουν άλλοτε με κυνισμό και άλλοτε με θλίψη τα πεπραγμένα και την εξέλιξή τους. Τελικά προκύπτει πως κάποιοι κινήθηκαν σε τεντωμένο σχοινί απολαμβάνοντας ένα εικονικό πλαίσιο χαράς και ευδαιμονίας μέσα στον πυρετό του χρήματος που έρεε εν αφθονία ενώ το οικοδόμημα που λέγεται ζωή ράγιζε με τρομακτική ταχύτητα. Ενώ άλλοι την απόλαυσαν με ρυθμούς χορευτικούς μακριά από ψεύτικες συγκινήσεις και έγιναν απλά μάρτυρες της κατηφόρας των άλλων. Για τους τελευταίους η τελμάτωση προ των πυλών να χτυπάει την πόρτα αλλά το κεφάλι να κολυμπάει στον πλούτο θυμίζοντας πύργο της Βαβέλ έτοιμο να κατακερματιστεί από στιγμή σε στιγμή.

Ο Στεφανάκης δεν προσπαθεί να κρύψει γεγονότα ή στοιχεία, προβάλει την περιπέτεια και τον εξευτελισμό μίας ολόκληρης χώρας μέσα από τον ίδιο της τον ξεπεσμός αλλά ραντίζει με δόσεις ερωτισμού και αληθινής αγάπης τους ανθρώπους που δεν παγιδεύτηκαν στην λάσπη γιατί απαρνήθηκαν ρητά την φαυλότητα. Εδώ πάντως βράζει ένα ολόκληρο έθνος που αναζητά ταυτότητα σαν αυτή να έγινε σκόνη στο όνομα και στον βωμό της απόκτησης εύκολου χρήματος με όποιο κόστος. Και όταν αναφερόμαστε σε κόστος πρόκειται για ανθρώπινες ζωές που κινδύνευσαν και θυσιάστηκαν, για ανθρώπους που εξαπατήθηκαν ή ξεγελάστηκαν, για οικογένειες που διαλύθηκαν ή καταστράφηκαν. Αυτό εξάλλου αποδεικνύεται περίτρανα από το εναρκτήριο έναυσμα που αποφασίζει να δώσει στην ιστορία του ο συγγραφέας και δεν είναι άλλο από την αυτοκτονία ενός ανθρώπου που έλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο αυτό του παραλόγου. Μίας παράστασης που εκτελέστηκε με δεξιοτεχνία μόνο και μόνο για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ενός ολόκληρου λαού πως όλα έβαιναν καλώς και ομαλώς. Μία ζωή σκηνοθετημένη με σκηνικό την απατεωνιά, την ασυδοσία και την κουτοπονηριά είναι ένας καταρράκτης που τελικά παρασέρνει όλους στο διάβα του χωρίς να ξεχωρίζει νικητές και ηττημένους, φτωχούς και πλούσιους.

“Οι άνθρωποι εθελοτυφλούν μπροστά στο συμφέρον τους ή σε αυτό που θεωρούν συμφέρον” σημειώνει ο Στεφανάκης και αυτή η φράση είναι το απαύγασμα της προδοσίας που επιτελέστηκε τα χρόνια που προηγήθηκαν και που όλοι ζήσαμε. Τα θύματά της ήταν οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας, βουτηγμένοι σε ένα όνειρο που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε και κανείς δεν βρέθηκε να ταράξει τα νερά αυτής της ονειροπόλησης. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ένας άνθρωπος του συστήματος και του κυκλώματος, ένα ανδρείκελο της επιτήδευσης που απλόχερα μοίραζε στο περιβάλλον του, σκόρπιζε συνεχώς και παντού την πεποίθηση πως είναι ένας ευγενής του καιρού του. Τελικά απέδειξε με τις πράξεις του και την συμπεριφορά του πως το μόνο που άφησε πίσω του να τον θυμίζει είναι στάχτες και αποκαΐδια μίας νιότης που οικοδομήθηκε σε γυάλινα πόδια, ο κόσμος του ψεύτικος και απατηλός, αναξιοπρεπής, ακριβώς έτσι όπως ήταν και ο ίδιος. Ο αφηγητής και “φίλος” του εξιχνιάζει με κάθε λεπτομέρεια την εποχή εκείνη που ο μετέπειτα “μεγιστάνας” και αυτόχειρας θα διαμόρφωνε την εικόνα του δήθεν πλούσιου και αριστοκράτη που πλούτισε εις βάρος άλλων, φωτογραφίζοντας ουσιαστικά μία ολόκληρη τάξη ανθρώπων όμοιων με εκείνον. Εκείνος, ο Αλεκίνος, όπως τον αποκαλούσαν, ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, τις επιλογές του και τις φιλοδοξίες του πατώντας μεταφορικά ή κυριολεκτικά επί ζώντων ή πτωμάτων για να πετύχει τους ανήθικους και αναξιοπρεπείς στόχους του. Στο παιχνίδι αυτό επιθυμούσε να παίζει μόνος γιατί το χρήμα δεν έχει ανάγκη από συντροφιά αλλά ενέχει πολλή μοναξιά. Έτσι το μόνο που “χάρισε” στους φίλους του και τον περίγυρό του ήταν ένα αίσθημα πικρίας και ένα μεγάλο ερωτηματικό για το αίνιγμα του θανάτου του που ποτέ δεν θα λυθεί.

“Ο χορός των ψευδαισθήσεων είναι πάντως εκτός από μία επιτυχής ακτινογραφία συμβάντων και προσώπων μία παρέλαση σκέψεων και ανησυχιών του σημερινού ανθρώπου και μία ανάδειξη των προβλημάτων που κλονίζουν ανέκαθεν τις κοινωνίες, το θέμα των αξιών, του σεβασμού και της ανιδιοτέλειας. Αξίες που όλο και συρρικνώνονται ή διυλίζονται μέσα στην μέθη της οικονομικής ανάπτυξης. Ο Στεφανάκης με την αναφορά του στον χορό, μοιάζει να επαναφέρει μνήμες μίας άλλης εποχής, αυτής που προηγήθηκε του οικονομικού κραχ στην Αμερική. Έναν κόσμο ανεμελιάς που περιέγραψε στα βιβλία του ο Σκοτ Φιτζέραλντ. Και μία φράση του ταιριάζει εδώ: “Ζούμε πια στην παραίσθηση ενός κινηματογραφικού σκηνικού που προσφέρει αίγλη στην ασημαντότητά μας”. Γιατί τελικά τι είμαστε από απλοί ηθοποιοί που απλά βρισκόμαστε στην σκηνή που λέγεται ζωή και μετά δίνουμε την σκυτάλη στους επόμενους; Αν η παράσταση που θα δώσουμε έχει κάποιο νόημα τότε ίσως το πέρασμά μας μείνει άξιο λόγου.

“Όμως τα χρόνια περνούν, κι αυτά που περιμένουμε δεν έρχονται, και καταλήγουμε προδομένοι, όχι από τους ανθρώπους, όχι. Από τις προσδοκίες μας περισσότερο που δεν επαληθεύονται”

Το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη, Ο χορός των ψευδαισθήσεων, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.