Πόλεμος και ειρήνη στην ψυχή του Ιβάν Ιλίτς θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος για αυτή την φιλοσοφική νουβέλα του στοχαστή Τολστόι. Σε αυτές τις σελίδες που γράφτηκαν το 1884 και εκδόθηκαν το 1886 ο συγγραφέας συνομιλεί με τον εαυτό του και συλλογίζεται πάνω στην έννοια της ζωής και του θανάτου, είναι ο θάνατος το τέλος της ζωής ή η αρχή της;

Πώς στην είδηση του επερχόμενου τέλους του βίου του μπορεί κανείς να δει τα λάθη του, να τα μετρήσει και να μηδενίσει τον μετρητή για να ξεκινήσει και πάλι από το μηδέν (ο απόλυτος ορισμός της εξίσωσης όλων άρα και της εφαρμογής του φυσικού νόμου της δικαιοσύνης κατά τον Πυθαγόρα), ο θάνατος μπορεί να είναι μία ζωή μετά τη ζωή;

Ερωτήματα που απασχολούσαν τον ίδιο τον Τολστόι καθ΄όλη την διάρκεια της μακράς ζωής του. Αν ο σύγχρονός του Ντοστογιέφσκι πάλευε με την ανέχεια και την απώλεια, ο Τολστόι αγωνίζεται για το είναι του μετά θάνατον, μιας και η ζωή του φέρθηκε καλά, τον προίκισε με δώρα, χάρες και χαρές, του εξασφάλισε μία ζωή που πολλοί όμοιοί του θα ζήλευαν. Στην ανήσυχη ψυχή του ωστόσο αναζητά τα κλειδιά εκείνα που θα φέρουν την πραγματική ευτυχία στον ίδιο και στην οικογένειά του, κυριεύεται από την ανάγκη για την γλώσσα της αλήθειας, την αλήθεια που η ψυχή του ορίζει,  καθώς νιώθοντας το τέλος θα πλησιάζει εδραιώνεται στο μυαλό του η επιθυμία για αιώνια γαλήνη.

Στο πρόσωπο του Ιβάν Ιλίτς, ενός υψηλόβαθμου δικαστικού o Τολστόι θα καθρεφτίσει τις αγωνίες του για την σημασία της ζωής, θα συγκεντρώσει το πάθος του για διάλογο με την ίδια τη ζωή και τον θάνατο, έτσι όπως ο απλός άνθρωπος τον αντιλαμβάνεται όταν έρχεται η στιγμή του απολογισμού και μετά την σύνταξη του “λογαριασμού” αρχίζει να αντιμετωπίζει τα καλώς και τα κακώς κείμενα της ζωής που έζησε ή αυτής που δεν έζησε και μέλλει να ζήσει σε κάποια άλλη σφαίρα. Ο Ιβάν Ιλίτς είναι η προσωποποίηση του ανθρώπου που πασχίζει, μάχεται και προσδοκά σε ένα καλύτερο μέλλον. Ποια όμως τροπή μπορεί ξαφνικά να πάρει η ζωή του, αναγκάζοντάς τον να αναθεωρήσει τα μέχρι τώρα πιστεύω του είναι κάτι που ο Ιβάν Ιλίτς δεν είναι έτοιμος να απαντήσει. Όταν η βαριά αρρώστια του χτυπάει την πόρτα τότε βρίσκεται αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα που ούτε είχε φανταστεί. Αδυνατεί να δει μέσα στην ψυχή του γιατί επιλέχθηκε εκείνος να περάσει αυτή την δοκιμασία, ποια θα είναι η κατάληξή της και πόσο ο φόβος για το άγνωστο τον διακατέχει κάθε μέρα και περισσότερο. Γιατί η ζωή είναι μία ομπρέλα που όσο περνάει ο καιρός αρχίζει να φθείρεται, να γίνεται ελαττωματική και αυτό που ο Ιβάν Ίλιτς αδημονεί να μάθει είναι κατά πόσο θέλει να βραχεί αν εκείνη σπάσει ολοκληρωτικά.

Η ζωή του όμως κρίνεται μετέωρη και επισφαλής όταν μέσα στην δίνη της αρρώστιας του οι δικοί του άνθρωποι, η οικογένειά του, οι φίλοι του δεν αισθάνονται την ζωή που φεύγει κάτω από τα πόδια του. Έτσι απομονωμένος, αποξενωμένος και μόνος βαδίζει αυτό το μονοπάτι προς το τέλος που φτάνει. Μοναδικό του στήριγμα και εικόνα καλοσύνης ο Γκεράσιμ, ένα σύμβολο αγνής και ανιδιοτελούς βοήθειας στο πρόσωπο του οποίου ο Ιλίτς βρίσκει έναν λόγο για να νιώσει πως στο σκοτάδι υπάρχει πάντα μία χαραμάδα φωτός. Σε αντιδιαστολή προς τον υπομονετικό και φιλεύσπλαχνο Γκεράσιμ που θα ήθελε και εκείνος όταν έρθει το δικό του τέλος να απολαύσει την ίδια φροντίδα και στοργή που τώρα δείχνει στον Ιλίτς, ο γιατρός που τον επιβλέπει, ψυχρός και σκληρόκαρδος τον αντιμετωπίζει όπως όλους τους άλλους, με μία παγερή αδιαφορία και χωρίς κανένα οίκτο για την κατάστασή του αποδεικνύοντας πως οι μηχανές ανθρωπιάς έχουν πάψει να δουλεύουν προς όφελος του ανθρώπου. Η εξουσία που τώρα ασκεί ο γιατρός πάνω του δεν μοιάζει άραγε με την δύναμη που επεδείκνυε ο ίδιος ενώπιον της μοίρας των ανθρώπων; Εδώ ο Ιλίτς αναμετριέται με τις δικές του ενοχές για τα πεπραγμένα του, αυτή τη μάχη με τη συνείδησή του περνάει ο Τολστόι μέσω του Ιλίτς. Υπήρξε μήπως άδικος επί δικαίων, ποιο τίμημα μπορεί να απαιτηθεί να πληρώσει για τυχόν λάθη και παραλείψεις του? Γιατί όπως και ο ίδιος ο Τολστόι έχει πει: “Δεν υπάρχει μεγαλείο εκεί που δεν υπάρχει απλότητα, καλοσύνη και αλήθεια”.

Στο κρεβάτι του πόνου ο Ιλίτς καλεί τον θάνατο να έρθει να τον πάρει γιατί αυτή τελικά είναι η λύτρωσή του, όλο αυτό το διάστημα της αρρώστιας του προσπάθησε να βρει την ισορροπία της ψυχής του για να καταλάβει πως ο θάνατος ήταν για αυτόν μία σωτηρία προσωπική, ένα τέλος που θα έβαζε τέλος στο βάσανο του περίγυρού του, γιατί η λύπη θα έδινε θέση στην χαρά της ανακούφισης για εκείνον που δεν είχε πλέον να φοβηθεί τίποτε. “Πέθανε ο θάνατος, δεν υπάρχει πια” θα αναφωνήσει ως στερνό αντίο σε μία ζωή που εγκατέλειπε, μία άλλη ξεκινούσε, “στην θέση του θανάτου υπήρχε το φως”. Ο Τολστόι ανακοινώνει με αυτό το συγγραφικό εγχείρημα και με βλέμμα προς το μέλλον το δικό του τέλος. Προετοίμαζε την δική του “φυγή” και ήθελε αυτή να γίνει με αρμονία και ευφροσύνη τακτοποιώντας τις εκκρεμότητες με τον εσωτερικό του κόσμο για να κοιμηθεί ήρεμα τον αιώνιο ύπνο. Έφυγε για το αιώνιο ταξίδι πλήρης ημερών και έργων γνωρίζοντας πως “ευτυχία δεν είναι πάντα να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις”.

“Η ζωή, μία σειρά από μαρτύρια που γίνονταν ολοένα και μεγαλύτερα, πετάει όλο και πιο γρήγορα προς το τέλος της”

Το βιβλίο του Λέον Τολστόι, Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές. Διαβάστε πληροφορίες για το βιβλίο εδώ