Η γκαλερί ΑΔ εγκαινιάζει την έκτη ατομική έκθεση του φωτογράφου Γιώργου Κορδάκη με τίτλο 10.000 Αμερικάνικες Ταινίες την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου στις 20:00.

Ο Κορδάκης ξεκίνησε να δουλεύει αυτή την σειρά φωτογραφιών το 2009, όταν αποφάσισε να διερευνήσει το κατά πόσον η περιπλάνηση του στις Η.Π.Α., σε νέες, άγνωστες γι’ αυτόν περιοχές και εδάφη, θα ήταν δυνατόν να του ανανεώσουν την σκέψη και να τον βοηθήσουν στον επαναπροσδιορισμό. Τον Φεβρουάριου του 2013 του απονεμήθηκε για τη σειρά αυτή το πρώτο βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό 6th  Photography Masters Cup Awards στη Νέα Υόρκη.

Το αμερικάνικο τοπίο είναι αναγνωρίσιμο σ’ ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Ταξίδεψε την υδρόγειο σαν φόντο σε χιλιάδες ταινίες του Hollywood αγγίζοντας το συναίσθημα εκατομμυρίων θεατών. Συνέβαλε στο να ειπωθούν κάθε είδους ιστορίες περνώντας στο χώρο του αρχετύπου το Αμερικάνικο όνειρο και την αισθητική του. Ο Κορδάκης βρήκε προς μεγάλη του έκπληξη πολλές από αυτές τις εικόνες ακόμα ζωντανές κι ανέγγιχτες πλάι στα κουρασμένα κλισέ.

Η πλειοψηφία των μεταπολεμικών γενεών της «γηραιάς ηπείρου» παθιάστηκε με την αμερικάνικη μουσική, τα αυτοκίνητα, τις «υποσχέσεις» του Αμερικάνικου Ονείρου. Λάτρεψε τις αμερικάνικες ταινίες, τον Clint Eastwood και τον Steve McQueen, καθώς όλα φαίνονταν απίστευτα διαφορετικά, εξωτικά και άγνωστα στους εφήβους που μεγάλωναν σε κάποια μεσογειακή χώρα.

Σημειώνει ο Κορδάκης στο “σημείωμα του καλλιτέχνη” που συνόδευε τη συμμετοχή του στα 6α Photography Masters Cup Awards: «Φθάνοντας στην Αμερική άρχισα να οδηγώ κα να φωτογραφίζω χωρίς συγκεκριμένο στόχο, χωρίς συγκεκριμένο όραμα για την δουλειά. Τα ρετρό αυτοκίνητα, τα κτίρια, τα τοπία έκαναν την καρδιά μου να χτυπάει γρηγορότερα καθώς ανακάλυπτα συνεχώς εικόνες κινηματογραφικών λήψεων που είχαν εισχωρήσει στο μυαλό μου από την παιδική μου ηλικία. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι διερευνούσα αυτές τις παιδικές μνήμες κατασκευάζοντας νέες πάνω στις παλιές. Μικρές πόλεις στο Kansas, την North Dakota ή το Las Vegas με έκαναν να σκέφτομαι τους σκηνοθέτες που πέρασαν από εκεί, εμπνεύσθηκαν και είπαν: Άς γυρίσουμε αυτήν την σκηνή εδώ!».

Πέρασε τέσσερα χρόνια αισθανόμενος παραδόξως «σπίτι του» σε έναν ξένο τόπο ψάχνοντας να τεκμηριώσει στο παρόν τις νοητικές εικόνες της παιδικής μνήμης του παρελθόντος μέσα από ένα μακρύ traveling. Μακριά από κάθε δημοσιογραφική ή στρατευμένη προσέγγιση αναζήτησε τοπία με εγγενείς κινηματογραφικές ποιότητες, ένα κινηματογραφικό φόντο που από μόνο του διηγείτο μια ιστορία. Οι φωτογραφίες – «ταινίες» του λένε κάτι για την ισχυρή αίσθηση ότι υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που αγαπάμε και λαχταρούμε τα οποία δεν έχουν ακόμη ένα πρόσωπο ή ένα όνομα με το οποίο να τα αποκαλούμε –σαν μια απελπισμένη πείνα για κάτι που δεν έχουμε ποτέ δοκιμάσει, η μια ατελείωτη επιθυμία για ένα μέρος στο οποίο δεν έχουμε ποτέ βρεθεί. Λέει ο Andre Breton « Σε όλη μου την ζωή η καρδιά μου ποθούσε κάτι που δεν μπορούσα να ονοματίσω».

Είναι αυτή η επιθυμία που οδήγησε τον Robert Smithson στο HOTEL PALENQUE Yucatan is Elsewhere, την beat generation (Jean-Louis “Jack” Kérouac, Irwin Allen Ginsberg, William Seward Burroughs) στην αναζήτηση του On the Road. Αυτή η ματιά στο αμερικάνικο τοπίο του Κορδάκη μοιράζεται αρκετά κοινά σημεία με την ματιά του γερμανού σκηνοθέτη Wim Wenders στην ταινία Paris, Texas. Λέει ο Wenders σε μία συνέντευξή του «η Αμερική για μένα ήταν ένας ου-τόπος συγκρινόμενος με την χώρα μου». Η έξοδος από ένα «στενό» και «βαρύ» σε ιστορία τοπίο και η αναζήτηση μιας νέας αρχής είναι πιθανόν όλη η ιστορία της ζωής. Όπως ο γερμανός σκηνοθέτης, ο φωτογράφος δεν αναζητά τοπία στα οποία να εγγράφονται ιστορίες κοινωνικής επιτυχίας και φανταχτερής καταξίωσης, αλλά μάλλον ιστορίες αινιγματικών outsiders.

Στο ίδιο σημείωμα αναφέρει ο Κορδάκης: «Όταν ξεκίνησα ένιωθα σαν ηθοποιός σε μια ταινία που δεν τελείωνε ποτέ, αλλά όπως δούλευα αντιλήφθηκα ότι ήμουν μάλλον ένας σκηνοθέτης που αναζητούσε μια πραγματικότητα που ζει μόνο στην αντεστραμμένη εικόνα του καθρέφτη που δημιουργούν οι κινηματογραφικές ταινίες. Ήθελα να κρατηθώ όσο μακριά γινόταν από την τελική εικόνα, από την οποία ήθελα να απουσιάζει τόσο η κάμερα, όσο και κάθε ανθρώπινη παρουσία ώστε τίποτα να μην σε αποσπά από την λειτουργία της μνήμης». Δημιουργεί λοιπόν μια αφήγηση «απλή», απογυμνωμένη από περιττά στοιχεία που στηρίζεται στα χαρακτηριστικά του «άδειου» τοπίου.

Τον τελευταίο καιρό οι φωτογραφίες του Κορδάκη εξελίσσονται περαιτέρω. Ο φωτογράφος απλοποιεί το χρώμα στην τελική επεξεργασία που μοιάζει με μονοχρωματική και επιτείνει την σχέση εικόνας-μνήμης θυμίζοντάς μας τους πίνακες του Edward Hopper.