Ότι κάνουμε για τον εαυτό μας, έχει βραχεία χρονική διάρκεια και αλγεϊνή ημερομηνία λήξης. Ό,τι κάνουμε για τους άλλους, προσμετράται στην αθανασία της ψυχής. Αυτό είναι το κοινό μυστικό και ο ιδιάζων κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα σ’ αυτούς που αντιλαμβάνονται ότι ο σοφός δεν επαναπαύεται ποτέ στους πνευματικούς κι υλικούς του θησαυρούς. Όσα περισσότερα μεταγγίζει, τόσα περισσότερα λαμβάνει, προτού αφήσει τον κόσμο έτσι όπως τον βρήκε: μικρονοϊκό, μίζερο κι ετεροβαρή. Ο ογδονταδιάχρονος γέροντας με τη μακριά γενειάδα και το σοβαρό κρυολόγημα, που στις 7 Νοεμβρίου του 1910 πετάχτηκε ως ψοφίμι από το τρένο όπου ταξίδευε μόνος, στον σταθμό Αστάποβο, για να πιστοποιηθεί λίγο αργότερα η παύση της καρδιάς του από διερχόμενο γιατρό, τα είχε τακτοποιήσει όλα πριν φύγει. Είχε κλείσει την διαθήκη του, κι ούτε ένας δε βρέθηκε να την προσβάλλει. Δεν ήθελε να έχει τη φήμη του γαλαντόμου και ταυτόχρονα να τού κοστίζει φτηνά. Πολέμιος της κοινωνικής υποκρισίας και ένδειας, ήταν αυτός που αγωνίστηκε για να δωρίσει στους συγχρόνους, αλλά και τους επιγενόμενούς του, δύο από τα πιο σπουδαία κομμάτια του εαυτού του. Του αβασάνιστου ανθρωπισμού και της υπερμεγέθους λογοτεχικής του οντότητας. Ήταν ο άντρας που επιβραδύνοντας για μια στιγμή μονάχα τον επιθανάτιο ρόγχο, είπε σθεναρά: «Υπάρχει πλήθος ανθρώπων στον κόσμο, και εσείς χάσκετε μπροστά σε έναν Λέοντα.»

Γεννήθηκε στη Γιάσναγια Πολιάνα στις 9 Σεπτεμβρίου του 1828 και πριν συμπληρώσει τα δέκα του χρόνια ήταν ορφανός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν ανατολικές γλώσσες και νομικά, χωρίς όμως να πάρει το δίπλωμά του. Λίγο το είχε ανάγκη, μια και όπως αποδείχθηκε, όσο πίστευε εκείνος στον Θεό, άλλο τόσο πίστευε και ο Θεός σε ‘κείνον, και τού επεφύλασσε ειδική αποστολή στο διάβα του στη γη. Ο Ρώσος αριστοκράτης που μιλούσε άπταιστα αρχαία Ελληνικά, Εβραϊκά και μελέτησε σε βάθος του Κινέζους διανοητές, ο γενναίος αξωματικός του πυροβολικού στον πόλεμο της Κριμαίας που είδε χειροβομβίδες να εκρήγνυνται μπρος στα πόδια του, ανθρώπους που δεν γνωρίζονταν να αλληλοσκοτώνονται σαν αγρίμια, επειδή κάποιοι που γνωρίζονταν δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν, ο καθρέφτης της Ρωσικής επανάστασης, κατά τον Λένιν, και ο ερμηνευτής των εσώτερων ανθρώπινων αληθειών, δεν ήταν άλλος από τον θαυμαστό κοσμοποιό της παγκόσμιας Λογοτεχνίας, Λέον Τολστόι. Ουμανιστής και συμπονετικός απέναντι στους συγχωριανούς του, άνοιξε σχολείο για τα αγροτόπαιδα της Γιάσναγια Πολιάνα και ίδρυσε και το ομόνυμο περιοδικό. Ιδιότυπη   η διδασκαλία του. Βιβλία δε συμπεριελαμβάνοντο. Διδακτική ύλη μονάχα η αναζήτηση των ανθρώπινων ιδανικών μέσω της γνώσης. Εργατικός και υπέρ το δέον δίκαιος, μετείχε στις αγροτικές δουλειές με τους απλούς ανθρώπους, φρόντιζε υπέρ των πλανόδιων και φτωχών μουζίκων, και αποκαθιστούσε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όπου ένιωθε ότι αυτή εξανεμιζόταν. Ο Τολστόι ήξερε καλά ότι το σπαθί της δικαιοσύνης δεν έχει θηκάρι, ότι η ζωή είναι είδος γρίφου που μόνο η πίστη έχει τη λύση, κι ότι κάθε άνθρωπος οφείλει να ανακαλύψει το ταλέντο του και με απλότητα και καλοσύνη να το χαρίσει στους άλλους. Ήξερε επίσης πως ποτέ δεν είναι αρκετό να μιλά κανείς για την ειρήνη. Πρέπει να την πιστεύει. Και δεν είναι πάντα αρκετό να την πιστεύει. Πρέπει να την προστατεύει. Γιατί ο πόλεμος επ’ ουδενί δεν είναι περιπέτεια. Είναι σαράκι. Είναι τύφος. Είναι ο ανήθικος πολλαπλασιασμός του τέλειου εγκλήματος, κι ένα από τα φλέγοντα θέματα της τολστοϊκής τέχνης.

Ο φίλεργος Εσπεραντιστής που γύρεψε τον Θεό στις λεπτομέρειες, επέδρασε καταλυτικά στον παγκόσμιο ρεαλισμό, και επηρέασε τους Ρίλκε, Ρολάν, Στρίντμπεργκ, Χέμινγκουει, Μπέρναρντ Σω, Γκόρκι, Πλεχάνοφ, Γκάντι κι άλλους, κατέγραψε τις φρικαλεότητες που έζησε κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο και τον άκρατο ηρωισμό των στρατιωτών στο έργο «Διηγήματα της Σεβαστούπολης» (1855-1859) συγκινώντας βαθύτατα τη χήρα του αυτοκράτορα Νικολάου Α’. Το 1862 παντρεύτηκε τη Σοφία Αντρέγεβνα Μπερς, η οποία θα του χάριζε 13 παιδιά. Έναν χρόνο αργότερα στο διήγημα «Οι Κοζάκοι», κατέγραψε τη ζωή στον Καύκασο ενώ από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του «Πόλεμος & Ειρήνη». Το συγκεκριμένο πολυπρόσωπο έργο που θεωρείται δικαίως από τα μείζονα της κλασικής Λογοτεχνίας, αποτελεί γραπτή αναπαράσταση της ρωσικής ζωής κατά τους ναπολεόντειους πολέμους, εξηγώντας την ίδια στιγμή γιατί τα διαχρονικά μυθιστορήματα ανήκουν ως οράματα στις πολυάσχολες διάνοιες, αλλά και το λόγο για τον οποίο το μυθιστόρημα και η πραγματικότητα είναι το ένα η σκιά του άλλου. Το 1873 ακολουθεί το δεύτερο συγκλονιστικό του μυθιστόρημα, «Άννα Καρένινα», στο οποίο η γυναικεία απόγνωση απέναντι στην κοινωνική ψευδοηθική, ανοίγει πλατιές λεωφόρους κατανόησης ανάμεσα στους ανθρώπους, και στο τέλος γίνεται ισχυρό παυσίλυπο ενάντια στις καταδυναστευτικές διαθέσεις του πεπρωμένου. Ο Τολστόι έχει τον τρόπο, την δύναμη και το χάρισμα να κάνει τους ανθρώπους μέσα από τα έργα του πλούσιους σε ιδέες, αισθήματα, αλλά κυρίως σε ανθρωπιά. Ο Τολστόι έχει επίσης το πλεονέκτημα της κατ’ ιδίαν συναναστροφής με τον Θεό και το Διάβολο, κι αυτό αποδεικνύεται στα ανυπέρβλητα έργα «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» (1884), «Ο Σατανάς» (1889), «Αφέντης και δούλος» (1895), «Πατήρ Σέργιος» (1898). Παρόλα αυτά, στα τελευταία χρόνια της ζωής του ήρθε σε αντιδικία με την Ρωσική Εκκλησία, με αποτέλεσμα να τον αφορίσει το 1901. Αλλά ήταν έξυπνος άνθρωπος, κι ας τον θεωρούσαν μανιακό κι επικίνδυνο οι δικοί του. Και ας δημιουργούσε μόνο προβλήματα στη σύζυγό του με την οξύθυμη συμπεριφορά του. Ήταν έξυπνος γιατί υπέφερε υπομονετικά τις αδυναμίες όλων γύρω του, μα περισσότερο τα πάθη, τις εκκεντρικότητες και τις αντιφάσεις του εαυτού του. Ήταν μια καλή καρδιά που ενίοτε σκλήραινε. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα λάθος, καθώς το να είσαι διαμάντι με ελαττώματα, είναι προτιμότερο από το να είσαι ένα χαλίκι χωρίς κανένα.

Όταν έφυγε από το σπίτι του το 1910, δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Η υγεία του ήταν κλονισμένη, όμως ήθελε να ζήσει μια ζωή μέσα στη φύση, να απαρνηθεί τον πλούτο που τον συνόδευε σαν κατάρα, να αφήσει πίσω ακόμα και τη Λογοτεχνία. Η θλίψη του τον είχε στοιχειώσει, ο Θεός τον καλούσε να εξεγερθεί με κάποιον τρόπο απέναντι στο ίδιο του το είναι. Το χιόνι είχε καλύψει σαν σεντόνι τη ρωσική γη το βράδυ που πήρε το τρένο για άγνωστο προορισμό. Σε όλο το ταξίδι πνιγόταν από το βήχα κι η μορφή του φλογιζόταν από έναν ακατέβατο πυρετό. Υποτροπίασε λίγο πριν τον σταθμό Αστάποβο, κι όταν έφτασε εκεί σε άθλια κατάσταση με το χέρι του απλωμένο στον θάνατο, συνειδητοποίησε ότι όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο αλλά κανείς τον εαυτό του, ευτυχία δεν είναι να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις κι ότι για να βρεις ένα παράδειγμα άξιο προς μίμηση, θα πρέπει να ψάξεις στους απλούς και ταπεινούς. Να ψάξεις στους τολμηρούς, στους θαρραλέους, σε όσους δε βιάζονται. Κοντολογίς, να ενωθείς μ’ αυτούς που πλησιάζουν την τελειότητα.