Στις 20 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η μεγάλη επίσημη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ του Κωστή Ζουλιάτη, «Anaparastasis: Η ζωή και το έργο του Γιάννη Χρήστου (1926-1970)». Ο δημιουργός της ταινίας απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για τον σημαντικό αλλά άγνωστο ουσιαστικά συνθέτη, την τραγικότητα του βίου και του θανάτου του και την ιδιαίτερη φιλοσοφία του.

Ο Κωστής Ζουλιάτης, λίγες ημέρες πριν την προβολή της ταινίας στο Μέγαρο Μουσικής, μας παρουσιάζει επίσης το υλικό για τον Γιάννη Χρήστου και μας εκπλήσσει ευχάριστα όταν στην ερώτηση για τις προσωπικότητες της μουσικής με τις οποίες θα ήθελε να ασχοληθεί στο μέλλον, η απάντησή του περιλαμβάνει ονόματα όπως του Άκη Πάνου,  του John Coltrane και του Johnny Cash…

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

Culturenow.gr: Η ταινία σας «Anaparastasis:  Η ζωή και το έργο του Γιάννη Χρήστου, (1926-1970)» μετά το «Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας-Cosmote» θα προβληθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 20 Οκτωβρίου. Θα ήθελα να μας μιλήσετε λίγο για την αφετηρία της ενασχόλησής σας με τον Χρήστου η οποία, αν δεν κάνω λάθος , πάει αρκετά χρόνια πίσω στην αναζήτηση θέματος πτυχιακής. Ποιά στοιχεία στο έργο αλλά και την προσωπικότητα του Χρήστου σας κέντρισαν το ενδιαφέρον;
Κωστής Ζουλιάτης: Η πρώτη επαφή με το έργο του Χρήστου πάει πράγματι αρκετά χρόνια πίσω, στα 1998, ως πρωτοετής φοιτητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα, μέσα από το μάθημα χορωδίας στο έργο του «Λατινική Λειτουργία». Κάπου μέσα στο 2002 ξεκίνησα την έρευνα γύρω από το συνθέτη και το μουσικό σύμπαν του, ως πτυχιακή εργασία, η οποία συνεχίζεται ακόμα σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής. Και ήταν μια φυσική – σχεδόν αναγκαστική – συνέχεια, αφού το ίδιο το έργο αυτό σου ζητάει να σκάψεις βαθύτερα και να αφοσιωθείς, αν θες να σου αποκαλυφθεί περισσότερο από το φως του. Ως ακροατής, συναρπάζεσαι σε βαθμό που δύσκολα μπορείς να εξηγήσεις. Ως μουσικός, καλείσαι να εξηγήσεις προκειμένου να εκτελέσεις, να φωτίσεις σημεία. Ως ερευνητής, έχεις να συνθέσεις το υλικό των πληροφοριών και να αφηγηθείς εκ νέου την ιστορία. Έχω την τύχη να έχω βιώσει όλους αυτούς τους ρόλους όσον αφορά στην πρόσληψη αυτού του έργου και μπορώ να διαβεβαιώσω ότι οι λόγοι και τα στοιχεία που με γοητεύουν αφοπλιστικά γύρω από αυτή την υπόθεση, δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με το ρόλο και την εξειδίκευση της επαφής. Αυτή η μουσική ανήκει σίγουρα στα συναρπαστικότερα βιώματά μου –και όχι μόνο ακούσματα- και παραμένει η πιο άμεση και ειλικρινής μουσική κατάθεση για την οποία είμαι ενήμερος.

Cul.N.: Πιστεύετε πως ο ξαφνικός θάνατος του Χρήστου επιτείνει το μυστήριο που υπάρχει γύρω από τη ζωή του και τις ιδεολογίες του;
Κ.Ζ.: Πάντα ένας ξαφνικός χαμός αφήνει χώρο για μυστήριο. Πόσο μάλλον όταν είναι τόσο βίαιος, αλλά συνδέεται και με άλλες μυστήριες συμπτώσεις: ημέρα γενεθλίων και ονομαστικής γιορτής, ο χαμός του μεγαλύτερου αδερφού του (Έβη Χρήστου) επίσης σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1956, ακόμα κι η πληροφορία ότι ο Ρώσος συνθέτης Αλεξάντερ Σκριάμπιν πέθανε επίσης στα 44 του, αφήνοντας κάποια ελάχιστα σχέδια για ένα έργο με τίτλο «Μυστήριο» -τίτλος επίσης έργου του Χρήστου, που φέρει αρκετές εξωτερικές ομοιότητες ως προς τη μεγαλεπήβολη σύλληψή του. Και δεν είναι μόνο ο θάνατος του Χρήστου, αλλά και ο ίδιος ο βίος του. Όλα τα στοιχεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για ένα μύθο, για ένα μυστήριο. Όμως, για το μεγαλύτερο μυστήριο γύρω από τον «μεγάλο άγνωστο», ίσως να είμαστε υπεύθυνοι κι εμείς, οι οποίοι «σ’ αυτόν τον τόπο πολύ αργά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι μας έλειψε», όπως λέει προς το τέλος της ταινίας ο Κάρολος Κουν.

Cul.N.: Σε αντίθεση όμως με άλλους καλλιτέχνες που έφυγαν ξαφνικά και νέοι, η φήμη του συνθέτη Χρήστου δεν εξαπλώθηκε, το έργο του παραμένει άγνωστο σε σχέση με το έργο άλλων συνθετών της γενιάς του όπως του Ξενάκη. Σε ποιους λόγους οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτό;
Κ.Ζ.: Ανέφερα μόλις πριν έναν λόγο, δεν είναι όμως ο μόνος. Ο Χρήστου στην ουσία δεν εντάχθηκε ως συνθέτης σε κάποια γενιά δημιουργών, πέρα από το ότι ξεκάθαρα τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα – αρχικά με συμφωνικά έργα, αργότερα χρησιμοποιώντας πολύτεχνα μέσα, είτε ηλεκτρονικά είτε ακόμα και ψυχοδραματικές τεχνικές. Ο ίδιος δεν βρισκόταν κοντά σε κανένα ακαδημαϊκό κύκλο, παρ’ ότι συναναστρεφόταν πολλούς σύγχρονούς του συνθέτες – και μάλιστα όχι μόνο της πρωτοπορίας. Δημιουργούσε και προχωρούσε πάνω σε ένα πολύ προσωπικό κανάλι, χρησιμοποιώντας μια ακραία ιδιόχειρη γλώσσα, που δεν του επέτρεπε ίσως να κατοχυρώσει μια παράδοση πάνω στο έργο του. Επίσης, τα έργα του -ακριβώς εξαιτίας της ιδιαιτερότητας στις απαιτήσεις τους αλλά και της ανάγκης του δημιουργού να εμπλέκεται προσωπικά στην προετοιμασία και εκτέλεσή τους –  παίχτηκαν ελάχιστες φορές. Τις περίφημες «Αναπαραστάσεις» του, ο ίδιος τις είδε ζωντανά μόλις δύο φορές. Την «Τοκάτα για πιάνο και ορχήστρα» δεν την άκουσε ποτέ του. Το ίδιο και το «Μυστήριον», που ακόμα και σήμερα παραμένει στη συνολικότητά του ανεκτέλεστο. Παρ’ όλα αυτά, ο Χρήστου στην εποχή του είχε καταφέρει να δημιουργήσει μεγάλη αίσθηση σε εντελώς διαφορετικά ακροατήρια, κυρίως στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα. Έφυγε όμως πολύ νέος και, με δεδομένα όλα αυτά, στην ουσία δεν πρόλαβε να φτάσει σε ένα σημείο, απ’ όπου τα πράγματα θα μπορούσαν να συνεχίσουν από μόνα τους.

Cul.N.: Τί είδους υλικό χρησιμοποιήσατε στην έρευνά σας για την ταινία; Συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό; Υπήρξε κάποια πληροφορία για τη ζωή ή το έργο του Χρήστου που δε γνωρίζατε και σας εντυπωσίασε για κάποιο λόγο;
Κ.Ζ.: Στην ταινία έχει χρησιμοποιηθεί ό,τι υλικό, αλλά και τεκμήριο τεχνολογίας,  μπορούσαμε να έχουμε: από σπάνια μικρά φιλμ σε super-8 με τον συνθέτη στο στούντιο και στην πρόβα, αλλά και σε οικογενειακές στιγμές, μέχρι αρχειακές καταγραφές, όπως αυτή του Καρόλου Κουν. Έγινε ένας μεγάλος κύκλος επαφών με ανθρώπους που τον γνώριζαν, που συνεργάστηκαν, που μελέτησαν και συνδέθηκαν με το έργο του, αλλά και καταγραφές όπως μια πρόβα σπουδαστών υποκριτικής πάνω στα χορικά των Περσών και των Βατράχων που είχε συνθέσει ο Χρήστου για το Θέατρο Τέχνης. Πλούσιο και πολύτιμο υπήρξε επίσης το αρχείο του συνθέτη, που περιλαμβάνει από μαγνητοταινίες και ηχογραφήσεις μέχρι πλήθος φωτογραφιών και χειρόγραφων σημειώσεων και το οποίο φυλάσσει και επιμελείται με ευλάβεια η κόρη του Σάντρα Χρήστου, που μας εμπιστεύτηκε γενναιόδωρα καθ’όλη τη διάρκεια της έρευνας και των γυρισμάτων. Υπάρχουν πολλές πληροφορίες που εντυπωσιάζουν και οι οποίες προέκυψαν από τη συνομιλία μου με τους κοντινούς του ανθρώπους, αλλά για τις οποίες δεν υπάρχουν σήμερα γραπτά ή οπτικά ντοκουμέντα. Οι περισσότερες αφορούν συναντήσεις και επαφές με άλλους σπουδαίους ανθρώπους της εποχής του, τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι -με τον οποίο υπήρχε αμοιβαίος καλλιτεχνικός σεβασμός και φιλία- τον Ξενάκη, τους ευρωπαίους συνθέτες της πρωτοπορίας, καθώς και η ανεξακρίβωτη σύντομη μαθητεία του δίπλα στον Καρλ Γιουνγκ και τον Βίτγκενσταϊν.

Cul.N.: Μετά από τόσα χρόνια έρευνας για τον Χρήστου ποιός είναι κατά τη γνώμη σας ο βασικός άξονας της φιλοσοφίας του;
Κ.Ζ.: Ο άνθρωπος – ο άνθρωπος στην ολότητά του: οι δυνάμεις του, τα ένστικτά του, η πορεία του μέσα στο χρόνο, στην Ιστορία, στο μέλλον, τα πάθη του, οι αδυναμίες του, οι επιθυμίες του, οι ανάγκες του. Οι μαρτυρίες και οι πληροφορίες συγκλίνουν πως η μεγάλη του αγωνία υπήρξε η εξερεύνηση των πιο δύσβατων περιοχών της σκέψης, της πράξης και των συναισθημάτων του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, του ανθρώπου κάθε εποχής. Ο Χρήστου μέσα από την τέχνη του και την ίδια τη ζωή του, εξερευνούσε.

Cul.N.: Η ταινία γυρίστηκε με τη στήριξη του Ιονίου Πανεπιστήμιου. Πόσο σημαντική θεωρείτε τη συμβολή του Πανεπιστημίου σε τέτοιου είδους προσπάθειες; Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τις Ακαδημαϊκές σπουδές ανεξάρτητες από την καθημερινότητα και τη δημιουργία που αυτή εμπεριέχει. Πόσο αλληλένδετη είναι η έρευνα με την πράξη;
Κ.Ζ.: Το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, και συγκεκριμένα το Τμήμα Μουσικών Σπουδών, στήριξε αυτή την έρευνα κυρίως στην πολύ αρχή της κι αυτό ακριβώς είναι το πιο σημαντικό. Είχα την ελευθερία να δουλέψω πάνω σε μια άλλη φόρμα μουσικής έρευνας –  την κινηματογραφική, που κατά κάποιο τρόπο ξεφεύγει κι από τα πλαίσια του ακαδημαϊκού προγράμματος  –  και όλη την εμπιστοσύνη των ανθρώπων της σχολής πως βαδίζω σε έναν δρόμο που στη διεύρυνση της μουσικής έρευνας μας είναι απαραίτητος και σύγχρονος. Ακριβώς για να αποσυνδεθεί ο ακαδημαϊσμός από την έρευνα και να μετουσιωθεί το έργο της σπουδής σε έργο χρήσιμο και πολύτιμο για την καθημερινότητα και την πράξη μας. Αυτός άλλωστε είναι κι ο λόγος που η ταινία ξεπέρασε τους στόχους της ακαδημαϊκής ερευνητικής εργασίας. Και συγκεκριμένα το πανεπιστημιακό Τμήμα της Κέρκυρας έχει ως βασική φιλοσοφία τη σύνδεση της σπουδής με την πράξη και αυτό το προσπαθούν ζεστά οι άνθρωποί του εδώ και πολλά χρόνια με κάθε τρόπο.

Cul.N.: Εκτός από τον Γιάννη Χρήστου, υπάρχει κάποια άλλη προσωπικότητα της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας με την οποία θα θέλατε να ασχοληθείτε μέσω κάποιου αφιερώματος ή έκδοσης;
Κ.Ζ.: Είναι αρκετοί και σίγουρα ετερόκλητοι. Μιλώντας για εντόπια μεγέθη, βρίσκω μεγάλο ενδιαφέρον στην προσωπικότητα και την πράξη του Άκη Πάνου, του Νίκου Σκαλκώτα, του Παύλου Σιδηρόπουλου, του Αλέξανδρου Ηλιάκη. Και πιο παγκόσμια: του Moondog, του John Coltrane, του Johnny Cash, του Edgar Varese.

Cul.N.: Μετά την προβολή της ταινίας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, υπάρχουν σχέδια για επόμενες προβολές της ταινίας;
Κ.Ζ.: Αυτό τον καιρό κάνουμε ένα σχεδιασμό για προβολές σε πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, απ’ όπου έχουμε δεχτεί ένα ιδιαίτερα θερμό ενδιαφέρον  – το οποίο φτάνει μέχρι την Αργεντινή. Μας ενδιαφέρει πάντα και η ιδέα της προβολής σε κινηματογραφική αίθουσα, δεδομένου πάντα ότι θα έρθουμε σε συμφωνία με κάποιο διανομέα. Αλλά ακόμα και σε κοινωνικούς χώρους και πολιτιστικά στέκια, που κάνουν αθόρυβα δουλειά στην επαφή των ανθρώπων με τη ζώσα τέχνη. Είναι σημαντικό για μας να φτάσει το σύγχρονο ανθρώπινο μήνυμα του Χρήστου όπου μπορεί να το έχουν σήμερα ανάγκη.