Ο Γιώργος Κοτανίδης θα “συνομιλήσει” και πάλι με μια κορυφαία μορφή της επιστήμης, τον Νομπελίστα φυσικό Ρίτσαρντ Φάυνμαν (1918– 1988), στη σκηνή του Θεάτρου του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, σε ένα νέο ανέβασμα της ιδιαίτερα επιτυχημένης παράστασης Q.E.D ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν.

Πως προσεγγίζεται υποκριτικά ένας πολυεπίπεδος ήρωας όπως είναι ο κύριος Φάυνμαν; Που οφείλεται η επιτυχία μίας παράστασης που μετρά δέκα χρόνια ζωής; Τι σχέση έχει η επιστήμη με την τέχνη και τη ζωή;

Ο ηθοποιός Γιώργος Κοτανίδης απαντάει σ’ αυτά και σε αρκετά ακόμη ερωτήματα, λύνοντας όλες μας τις απορίες, ενώ μοιράζεται μαζί μας τα επόμενα καλλιτεχνικά του σχέδια που περιλαμβάνουν ένα θεατρικό έργο, ένα προσωπικό αφήγημα και μία ποιητική συλλογή. Παράλληλα, καταθέτει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο την άποψη του για την πολύχρονη κρίση που βιώνουμε.

Ο ίδιος ελπίζει –κι εμείς μαζί του- πως, «κάποια στιγμή η κρίση θα μας διδάξει και θα κάνουμε ένα καινούργιο ξεκίνημα».

Συνέντευξη: Ερριέττα Μπελέκου

Culturenow.gr: Το έργο του Peter Parnell, Q.E.D ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν  ζωντανεύει ξανά, στη σκηνή του Θεάτρου του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, από 23 Νοεμβρίου! Πότε ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με το κείμενο; Τι αποτέλεσε για σας πόλο έλξης  στη ζωή και το έργο του σπουδαίου νομπελίστα φυσικού Ρίτσαρντ Φάυνμαν και αποφασίσατε να «συνομιλήσετε» μαζί του;

Γιώργος Κοτανίδης: Πρωτοείδα το “QED” στο Lincoln Center Theater στη Νέα Υόρκη το 2002, στο ρόλο του Φάυνμαν­­­­ έπαιζε ο Άλαν Άλντα ο οποίος είχε την πάρει πρωτοβουλία για να γραφτεί το έργο σε συνεργασία με τον συγγραφέα Πήτερ Παρνέλ. Μόλις τελείωσε η παράσταση, ήξερα ότι αυτός ο ρόλος είναι για μένα, είχα ήδη δει τον εαυτό μου στο ρόλο. Αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί γνώριζα από πριν τον Φάυνμαν, είχα διαβάσει το αυτοβιογραφικό «Σίγουρα θα αστειεύεστε κύριε Φάυνμαν» και άλλα περισσότερο επιστημονικά βιβλία του και είχα γοητευτεί από την προσωπικότητα αυτού του υπέροχου ανθρώπου. Πόλος έλξης λοιπόν για μένα ήταν τόσο γοητεία που μου ασκούσε ο ίδιος όσο και η αγάπη μου για τη φυσική, σαν επιστήμη που εξερευνά τα μυστικά του σύμπαντος. Βέβαια το κλειδί ήταν το υπέροχο έργο “QED” το οποίο όπως εξομολογείται ο Άλαν Άλντα, το έγραφαν και το ξανάγραφαν επί έξι χρόνια προσπαθώντας να «χωρέσουν» μέσα του το φαινόμενο Φάυνμαν.

Ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν ένα σημαντικό στήριγμα για μένα γιατί είχε γνωρίσει από κοντά τον Φάυνμαν και μου μίλησε πολύ γι αυτόν, έγραψε μάλιστα κι ένα θαυμάσιο κείμενο για το πρόγραμμα. Το ίδιο και ο Πέτρος Δήτσας καθηγητής φυσικής κι αυτός στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, ο οποίος έλεγξε τους επιστημονικούς όρους της μετάφρασης.

Cul. N.: Συναντήσατε, εξ’ αρχής, κάποιες δυσκολίες ή προκλήσεις στην ενσάρκωση του κύριου Φάυνμαν; Με ποιους τρόπους προσεγγίσατε υποκριτικά αυτή την πολυσχιδή προσωπικότητα;

Γ. Κ.: Το πρώτο στάδιο ήταν η μετάφραση που κάναμε με τον Γιάννη Μήλιο που είχε σπουδάσει φυσική κι αυτό βοήθησε πολύ. Μεταφράζοντας το έργο ήρθα πιο κοντά με τον ήρωα, τον αποκρυπτογράφησα σαν χαρακτήρα αλλά βέβαια τρόμαξα από την πολύπλευρη προσωπικότητα και από τις συνεχείς μεταπτώσεις και αλλαγές του στη διάρκεια του έργου. Η υποκριτική προσέγγισή μου στηρίχτηκε στο να καταλάβω ότι ένας τέτοιος πολυεπίπεδος ήρωας δεν αντιμετωπίζεται ευθύγραμμα. Έπρεπε να μπω μέσα στον χαρακτήρα, να τον καταλάβω αλλά μου ξέφευγε από παντού όπως τα ηλεκτρόνια και τα φωτόνια που περιγράφει ο ίδιος. Έπρεπε να παίξω με τις πιθανότητες και όχι με τις υποκριτικές βεβαιότητες. Ο Φάυνμαν είναι η προσωποποίηση της αβεβαιότητας που είναι από τις βασικές αρχές της κβαντικής φυσικής. Συμφωνήσαμε λοιπόν με τον σκηνοθέτη μου Σήφη Βαρδάκη ότι πρέπει να αποφύγουμε τις κοινοτοπίες και τα κλισέ και να αφεθώ να με οδηγήσει ο ίδιος.

Cul. N.: Μετά από δέκα περίπου χρόνια, έχει αλλάξει καθόλου η σχέση με τον ήρωά σας, αλλά και η μορφή της παράστασης; Που οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η μεγάλη επιτυχία της;

Γ. Κ.: Η σχέση μου με τον ήρωα έχει ωριμάσει όλα αυτά τα χρόνια γιατί με επηρέασε σαν προσωπικότητα, μου έμαθε πράγματα για την επιστήμη και την τέχνη που ωρίμασαν μέσα μου σιγά-σιγά και κούμπωσαν μέσα μου. Υπήρξε είναι  μια αλληλεπίδραση που είναι κι αυτή μια βασική αρχή της κβαντικής φυσικής. Ίσως φαίνονται λίγο «κουφά» αυτά που λέω αλλά πιστέψτε, αισθάνομαι ότι είναι αληθινά. Κατάλαβα ότι ο ρόλος δεν είναι ένα τελειωμένο σχήμα αλλά κάθε βράδυ, δίνεις μια εκδοχή του ρόλου που ωριμάζει και εξελίσσεται. Η επιτυχία του νομίζω ότι στηρίζεται στην ποιότητα του έργου και στην προσωπικότητα του ήρωα που το έργο κατάφερε να μεταδώσει στο κοινό και να το κάνει να ενδιαφερθεί. Αν σε όλα αυτά θεωρηθεί ότι συνέβαλε και η ποιότητα της παράστασης και η δική μου ερμηνεία, είναι μεγάλη τιμή για μένα.

Cul. N.: Αξίζει να αναφερθούμε και στο γεγονός ότι η φετινή παρουσίαση του έργου, που τελεί υπό την αιγίδα της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών,  πρόκειται να αποτελέσει και μία ξεχωριστή γιορτή της Φυσικής, αφού το κοινό θα έχει τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσει ξεχωριστές ομιλίες αλλά και να συνομιλήσει πριν και μετά από αυτή με  κορυφαίους Έλληνες Φυσικούς (όπως: Σιμόπουλος, Γραμματικάκης, Δρης, Τριμπέρης, Θεοδοσίου κ.α.). Πως συνδέεται, σύμφωνα με τη δική σας άποψη, η επιστήμη με την τέχνη, αλλά και με την ίδια τη ζωή;

Γ. Κ.: Η Τέχνη και η Επιστήμη είναι οι δύο βασικές δραστηριότητες που βοηθούν τον άνθρωπο να κατανοήσει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Η Επιστήμη περισσότερο με την έρευνα, το πείραμα και τη λογική και η Τέχνη μέσα από το ένστικτο και το συναίσθημα. Άλλωστε ο Φάυνμαν, εκτός από λαμπρός αστέρας της επιστήμης ήταν και καλλιτέχνης, σπουδαίος ντράμερ και ζωγράφος. Έτσι λοιπόν είχα ισχυρό κίνητρο να δοκιμάσω μια σύνδεση των δύο.

Είχα έναν διαρκή διάλογο με την Ένωση Ελλήνων Φυσικών και θέλω να υπογραμμίσω ότι είναι υπόδειγμα επιστημονικού συλλόγου που ξεπερνάει τη λογική του συνδικαλιστικού φορέα και έχει μια εξαιρετική δράση για τη διάδοση της φυσικής επιστήμης. Είχαμε συνεργαστεί και παλιότερα, ιδιαίτερα στην περιοδεία που έκανα με το έργο σε όλη την Ελλάδα και ανακάλυψα με χαρά ότι πολύς κόσμος στην επαρχία ήρθε να δει την παράσταση, ήταν ένα στοίχημα για μένα που στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία. Τώρα λοιπόν που ήθελα να κάνω ένα τελευταίο κύκλο παραστάσεων είχα την ιδέα να κάνουμε μια συνομιλία Τέχνης – Επιστήμης κάτι που ενθουσίασε τον Τάκη Φιλντίση που είναι ο πρώτος αντιπρόεδρος της Ε.Ε.Φ. και σχεδιάσαμε αυτήν τη μορφή της παράστασης ώστε να είναι σαν μια γιορτή επιστημονική και καλλιτεχνική.

Cul. N.: Θα θέλατε να κάνετε κάποιο σχόλιο για τις τρέχουσες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις, όπως τις βιώνετε εσείς προσωπικά, τόσο ως πολίτης όσο και ως καλλιτέχνης;

Γ. Κ.: Γιατί μου βάζετε θέματα από τα οποία θέλω να ξεφύγω έστω και για λίγο. Είμαι πολιτικό ζώο και έχω νιώσει βαθιά μέσα μου όλη αυτήν την πολύχρονη κρίση που δεν είναι απλά οικονομική αλλά κρίση αξιών. Μπορώ να πω ότι ξεγύμνωσε όλο το πολιτικό μας σύστημα αλλά και τον ίδιο το λαό μας που παραδόθηκε ολοκληρωτικά σε ένα καταναλωτικό τρόπο ζωής με δανεικά, έμαθε στα εύκολα, ξεχνώντας τις μεγάλες αξίες των γονιών μας και των παππούδων μας που μας είχαν διδάξει το μέτρο και την σεμνότητα, ότι πρέπει να ζούμε χωρίς να τα έχουμε ΟΛΑ αλλά όσα μπορούμε. Παραδοθήκαμε στην ύλη και ξεχάσαμε το πνεύμα. Αυτό που με πληγώνει περισσότερο είναι η ρηχότητα που αποκάλυψε η κρίση, όπου ο κάθε πολιτικός αρχηγός και το κάθε κόμμα θέλησε να «σώσει» τη χώρα από μόνος του ενώ έπρεπε από την αρχή να ενωθούν όλοι και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Έτσι θα είχαμε βγει από την κρίση όπως και οι άλλες χώρες. Προτιμήσαμε όμως τα εύκολα λόγια και τον λαϊκισμό που υπόσχεται μαγικές λύσεις. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή η κρίση θα μας διδάξει και θα κάνουμε ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Cul. N.: Επιστρέφοντας στη παράσταση, η Φήλντ έρχεται στο τέλος για να θυμίσει στον Φάυνμαν τη χαρά της ζωής και για να του δώσει τη δύναμη να παλέψει για τη δική του. Εσείς, από πού αντλείτε δύναμη για να αντεπεξέλθετε στις καθημερινές – πάσης φύσεως – «μάχες»;

Γ. Κ.: Από αυτό που έλεγε από παλιά ο λαός μας και μου το έμαθαν οι γονείς μου: «κι αυτό θα περάσει». Οι γονείς μας πέρασαν προσφυγιά, παγκόσμιους πολέμους, πέρασαν καταστροφές και πείνα και έμαθαν να εκτιμούν την ειρήνη και τα υλικά αγαθά που προσφέρει. Αντλώ δύναμη από τη διδασκαλία του Επίκουρου που λέει ότι πρέπει να μπορούμε να ξεπερνάμε τα προβλήματα όταν τα αποδεχόμαστε και όχι όταν κλείνουμε τα μάτια μας και τα μεταθέτουμε σε τρίτους. Αντλώ από τη δύναμη του πνεύματος, του Ελληνικού πνεύματος που μας εξυψώνει και βοηθάει να ξεπεράσουμε τα υλικά προβλήματα.

Cul. N.: Κάνοντας μία αναδρομή στο «ημερολόγιο» της ζωής σας (προσωπικό και καλλιτεχνικό), μπορείτε να εντοπίσετε μία στιγμή που χρειάστηκε να πάρετε κάποια σημαντική απόφαση, όπως ο Φάυνμαν; Αν ναι, τι υπερίσχυσε τελικά, η λογική ή το συναίσθημα;

Γ. Κ.: Καλό ερώτημα. Μπόρεσα να ξεπεράσω προβλήματα όταν τα σκέφτηκα λογικά και τα κατάλαβα ενώ όσο αντιδρούσα κατευθείαν με το θυμικό, με το συναίσθημα πήγαινα από λάθος σε λάθος. Όμως αφού καταλάβαινα ένα πρόβλημα με τη βοήθεια της λογικής, μετά πάντα επιστράτευα το συναίσθημα για να αντλήσω την απαραίτητη δύναμη για να το αντιμετωπίσω, να δώσω την προσωπική μάχη μου.

Cul. N.: Ποιοι είναι οι στόχοι και οι προσδοκίες σας για το μέλλον; Έχετε κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια, που μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας;

Γ. Κ.: Έχω σχέδια, πολλά σχέδια, είναι η δύναμή μου και ταυτόχρονα η αδυναμία μου. Προσπαθώ εδώ και καιρό να τελειώσω ένα θεατρικό με ήρωα μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, τον Νίκο Ζαχαριάδη, την τελευταία νύχτα της ζωής του. Έχω ξεκινήσει και ένα μεγάλο προσωπικό αφήγημα για την περίοδο της μεταπολίτευσης, κάτι σαν συνέχεια του τελευταίου βιβλίου μου «Όλοι μαζί, τώρα» που κυκλοφόρησε πριν τρία χρόνια από τις εκδόσεις Καστανιώτη και είχε μεγάλη επιτυχία. Άμεσα όμως, εντός των ημερών, θα κυκλοφορήσει μια ποιητική συλλογή μου από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, με τίτλο «Ηθοποιός σημαίνει φως;».

Το έργο του Peter Parnell, Q.E.D ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν, παρουσιάζεται στη σκηνή του Θεάτρου του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, από 23 Νοεμβρίου