Τι μένει μετά το τέλος μιας εποχής; Τι μας δένει με ένα πρόσωπο ή μια ιστορία και μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά; Πόση μυθοπλασία χωράει σε αυτή τη διαδικασία της ανάκλησης;

Η έκθεση μέσα από έργα οκτώ καλλιτεχνών εξερευνά την έννοια του επιγράμματος από διάφορες πλευρές, είτε σε σχέση με τη λειτουργία του ως ενθύμιο ή αφιέρωμα σε ένα πρόσωπο ή παρελθούσα κατάσταση, είτε με τη μορφή του, σύντομη και περιεκτική, ή το ύφος του μελαγχολικό και λυρικό. Έργα με διαφορετικές καταβολές επιτυγχάνουν με την εκφραστική τους δύναμη να δημιουργήσουν ένα συνεκτικό περιβάλλον που υποβάλλει την κεντρική ιδέα.

Το γλυπτό της Μαρίας Τζανάκου TWOGETHER μας εισάγει με εύγλωττο τρόπο στο κεντρικό θέμα της έκθεσης, καθώς παραπέμπει στην αρχετυπική λειτουργία του επιγράμματος, ως σύντομη επιτύμβια επιγραφή. Εν προκειμένω, επικοινωνεί λακωνικά το τέλος μιας σχέσης, το πέρασμα από το «μαζί» στο «δύο». Άλλα δύο έργα της λειτουργούν σαν διακριτικές, λεπτοφυείς επεμβάσεις στο χώρο, ωστόσο αποτελούν την ίδια στιγμή δυνατά ενθύμια μιας σχέσης που ανήκει στο παρελθόν.

Έπειτα, το μοναδικό στοιχείο που κυριαρχεί ηχητικά στο χώρο δεν είναι έργο τέχνης, αλλά αρχείο. Πρόκειται για ένα σύντομο οπτικοακουστικό αφιέρωμα από τη δεκαετία του ’70 σχετικά με έναν λαϊκό αρχιτέκτονα & γλύπτη, τον Δημήτρη Κουνάδη. Το εγχείρημα που εξαίρεται είναι το περίτεχνο και σχεδόν σουρεαλιστικό περιβάλλον που δημιούργησε ο ίδιος στον κήπο του σπιτιού του με γλυπτά από ζώα, πουλιά και άλλα παράξενα πλάσματα. Η μελοδραματική μουσική επένδυση και η παλαιομοδίτικη αφήγηση προκαλούν αυθόρμητα τη συμπάθεια του θεατή, ενώ η χρήση ενός ξεχασμένου ιστορικού τεκμηρίου μικρής σημασίας λειτουργεί πολύ επιτυχημένα στην σύνδεση των έργων και στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας. Συνειρμικά, από τον ίδιο κήπο μοιάζει να ξεπηδά το γλυπτό της Μαλβίνας Παναγιωτίδη και του Παναγιώτη Λουκά Spirit II. Ένα παράξενο πλάσμα που με την περίτεχνη διακόσμηση σαν μορφή του Arcimboldo καθηλώνει με την ανθρωπόμορφη ματιά του, και καλλιεργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας, έλξης και απώθησης ταυτόχρονα.

Σε παρόμοιο κλίμα, οι ακουαρέλες της Μάρως Μιχαλακάκου με πρωταγωνιστές από το ζωικό και φυτικό κόσμο εκ πρώτης θέλγουν, καθώς μορφολογικά παραπέμπουν στην παιδική εικονογραφία, ωστόσο, επί της ουσίας αφηγούνται άκρως ανησυχητικές σκηνές. Μη συμβατές εκδοχές σχέσεων εξελίσσονται μεταξύ τους ενώ οι δεσμοί, που είναι ορατοί με τη μορφή κόμπων ή λαβών, συχνό μοτίβο στο έργο της Μιχαλακάκου, αποτελούν σημεία οριακά, που από τη μια ενώνουν και ασφαλίζουν, από την άλλη περιορίζουν, εγκλωβίζουν.

Το έργο του Κώστα Μπασάνου μια γλυπτική κατασκευή από ξύλο με εγχάρακτη τη φράση Appearing and disappearing as if in a dream αρθρώνει τόσο το φυσικό χώρο, όσο και το ρυθμό της περιρρέουσας αφήγησης. Η φράση αποτυπώνεται μέσα από μια διαδικασία εκτοπισμού του υλικού δημιουργώντας ένα παιχνίδι ανάμεσα στο πλήρες και το κενό, και παραπέμπει εν μέρει στη ρευστή αίσθηση της εμπειρίας του ονείρου, που επιτείνεται ούτως ή άλλως από την επισφαλή στήριξη της κατασκευής.

Τα έργα της Αναστασίας Δούκα και του Κυρίλλου Σαρρή αποτελούν ίχνη και ενθύμια της ίδιας τους της πορείας μέσα στο χρόνο, καθώς κουβαλούν το καθένα την ιστορία της δημιουργίας του και προηγούμενων εκθέσεων του. Θεματικά, ο θάνατος παραμονεύει και στα δύο, κυρίως όμως αναδίδουν μια αίσθηση ερμητικού, απροσπέλαστου χαρακτήρα. Ειδικότερα, το Επιτύμβιο του Σαρρή με άμεσες αναφορές στο θάνατο, αλλά και τη λειτουργία του ονείρου καθώς σχετίζεται με το Finnegans Wake του James Joyce, αποτελεί ιδανικό επίγραμμα της ίδιας της έκθεσης, συνοψίζοντας τα σημεία επαφής των έργων.