Η γέννηση ενός έργου λογοτεχνικού κρύβει μυστήριο, αν δε κρύβει και πόνο, ταλαιπωρία και ανηφορίζει έναν Γολγοθά, τότε καθίσταται έργο που αντέχει στον χρόνο. Δεν είναι σε καμία περίπτωση μία τυπική διαδικασία ή μία υπόθεση απλή αν ο συγγραφέας παλεύει με τον εσώτερο κόσμο του, το σύμπαν του, τον ψυχισμό του. Είναι το ίδιο το έργο πνοή και αναπνοή, είναι γέννηση εκ της σαρκός του δημιουργού, σαν ένα τρίπτυχο της Αναγέννησης που αναπαριστά τον Χριστό στον σταυρό να χάνει σταγόνα σταγόνα το αίμα του. Είναι αλήθεια και όχι υπερβολή από μόνο του μία καιόμενη βάτος και ένας πυρετός που κανείς δεν ξέρει πότε θα καταλαγιάσει, ίσως με την ολοκλήρωσή του ή μήπως αυτό ποτέ δεν ολοκληρώνεται; Και αυτό εδώ το σύγγραμμα βάσανο αποτελεί και όχι εξαίρεση από έναν τοκετό που κλονίζει τα σωθικά. Εισαγωγή φιλολογική και κάπως αφηρημένη αλλά το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο, αγγίζει τα όρια ενός αυτοβιογραφικού παραληρήματος.

Πράγματι, το τελευταίο βιβλίο και συνάμα αριστούργημα της Κλαρίσε Λισπέκτορ, μιας γυναίκας που υποδύεται κάποιον άλλο σαν αυτή να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μην έγραψε ποτέ αυτό το κύκνειο άσμα της προτού μεταπηδήσει σε έναν κόσμο ήσυχο και αλλοτινό είναι μία ελεγεία και ένας ύμνος αλλά και τραγωδία? Η ίδια καταγράφει τον μαρτυρικό πόνο μίας ηρωίδας που μοιάζει να είναι ο δικός της καθρέφτης, μία άλλη Frida Kahlo που ζωγραφίζει παρά την αδυναμία που δηλώνει λόγω των συμβάντων της υγείας της, των πολύ οδυνηρών.

Ο αφηγητής ανώνυμος αν και επώνυμος, η ηρωίδα χαμένη αν και παρούσα, όλα εδώ παραθέτονται ατάκτως ερριμμένα με διάθεση για έρευνα εις βάθος πριν το τέλος χαράξει στην αυγή του αύριο. Πότε θα σημάνει η ώρα του αστεριού ή μήπως είναι ήδη πραγματικότητα και κανείς δεν το έχει αντιληφθεί; Όσο προχωράει η απολογία της ηρωίδας που σπαρταράει και εκλιπαρεί, τόσο αντιλαμβάνεται κανείς την ταυτότητα που αναζητάται σαν μία άλλη Σεραφίτα Σεραφίτους για να θυμηθούμε το μεταφυσικό μυθιστόρημα του “πατέρα” του μυθιστορήματος Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Η παρομοίωση που επιχείρησα με την Φρίντα διόλου τυχαία αν ανατρέξει κανείς στην εργοβιογραφία της συγγραφέως στο τέλος του βιβλίου. Μία γυναίκα με μορφή άντρα που άντεξε και δεν λύγισε, που άντλησε δύναμη να γράψει μέχρι τέλους αν και ουσιαστικά είχε φύγει με το πνεύμα δεν μπορεί να παραλειφθεί, δεν γίνεται να μην αναφερθεί. Συγκλονίζει ο λόγος της και η μνήμη των στιγμών της ηρωίδας της, ένα αγκάθινο στεφάνι που όλο και την αφαιμάσσει μέχρι να την οδηγήσει στον “παραΐσο”, παράδεισο δηλαδή όπως έλεγε και ο Ιάπωνας Σουσάκου Έντο στην “Σιωπή”. Κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας αν και όλα αυτά είναι έννοιες μετέωρες και αιωρούμενες, εκεί κάπου κινείται η Μακκαμπέα και ο αφηγητής άντρας/γυναίκα ολοκληρώνει το ανθρώπινο δράμα, ελευθερώνει δυνάμεις και ενέργεια για να ντύσει με το πέπλο της φυγής το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Η Έλεν Σίξου στο πεφωτισμένο επίμετρο του βιβλίου περιγράφει χαρακτηριστικά: “Η συγγραφέας της “Ώρας του αστεριού” γεννήθηκε από την ανάγκη του ίδιου του κειμένου, και πεθαίνει μαζί με το κείμενο. Είναι δημιούργημα του δημιουργήματος του. Είναι το παιδί, ο πατέρας (στην πραγματικότητα η μητέρα)”.

Ο αναγνώστης συμπάσχει με την πορεία της κορύφωσης της αγωνίας που διαχέεται δίχως έκπτωση καθ’ όλη την διάρκεια του διαλόγου της συγγραφέως με τον εαυτό της μέσω των δύο χαρακτήρων που χειρίζεται με δεξιότητα αλλά με φυσικότητα αφού όλα εξαρτώνται από εκείνη. Όπως η ζωή τρέμει στα χέρια της και παλεύει να την κρατήσει για να μην της ξεφύγει έτσι και οι λέξεις γλιστράνε στα δάχτυλα και ποτίζει όλο το κείμενο με ρεύματα, με τάσεις και με μία ροπή ανυπαρξίας που κανείς αναρωτιέται αν έχει ήδη επιτελεστεί ή βρίσκεται στο μεταίχμιο. Η Μακκαμπέα, όπως και η συγγραφέας, στα προάστια του Ρίο ντε Τζανέιρο μάχεται με την ανικανότητα και την λιγοψυχία που την διακατέχει και αγωνίζεται να αποδεχτεί πως είναι ήδη αγκαλιά με τον θάνατο, την λύτρωση, την επιθυμία για απαλλαγή, με λίγα λόγια πως αποτελεί ήδη παρελθόν. “Γιατί είναι κάτι ώρες που ο άνθρωπος έχει ανάγκη έναν τοσοδούλη θάνατο και ούτε που το ξέρει”. Αυτό συμβαίνει από την μία ενώ παρατηρεί τον άντρα και συγγραφέα Ροντρίγκο να την οδηγεί στο τέλος της και εκείνη το απολαμβάνει. Από την άλλη όμως η ίδια η Λισπέκτορ εγκιβωτίζει τον συγγραφέα σε ένα πλαίσιο συγκεκριμένο, σε έναν οίκο ενοχής και ανοχής για να αποφασίσει την μοίρα της ηρωίδας. Ο παλμός και ο σφυγμός του σε ένταση, το μυαλό του σε ηφαιστειώδη κατάσταση, τα λόγια του σε παραλληλισμό με την σκέψη του: “Για να σχεδιάσω την κοπέλα πρέπει να χαλιναγωγηθώ και για να μπορέσω να συλλάβω την ψυχή της πρέπει να τρέφομαι λιτά με φρούτα και να πίνω παγωμένο λευκό κρασί γιατί κάνει ζέστη σε αυτό το κουβούκλιο μέσα στο οποίο κλειδώθηκα και απ’ όπου έχω την αξίωση να θέλω να βλέπω τον κόσμο”.

Οι συνθήκες που δημιουργεί η ίδια η Λισπέκτορ είναι άκρως πιεστικές, η ίδια ζει υπό την πίεση ενός θανάτου που πλησιάζει αλλά ενώ η ίδια οδεύει μαθηματικά προς την έξοδο και στέκεται αγέρωχη, οι ήρωές της είναι πιόνια που μέχρι τελευταία στιγμή τα μετακινεί. Η αίσθηση στον αναγνώστη είναι πως τίποτε δεν τελειώνει ακόμα και αν η τελική τελεία έχει μπει και το βιβλίο έχει παραδοθεί στα χέρια του. Ένας φιλοσοφικός όσο και υπαρξιακός πόλεμος εργάζεται μέσα της με μανία σαν την μανία του πολεμιστή στη μάχη που ξέρει πως ο θάνατος θα του φέρει δόξα και τιμή αλλά που πάλι λαχταρά να λάβει μέρος ξανά και ξανά για να νιώσει την ίδια ικανοποίηση. Η Έλεν Σίξου υπογραμμίζει την ιδιοσυγκρασία της συγγραφέως με μία φράση πολύ χαρακτηριστική που αφήνει μία γεύση γλυκιά αν και το τέλος είναι πάντα πικρό: “Την τελευταία μέρα πριν το θάνατο του, ο συγγραφέας κάθεται στην άκρη της γης, με τα πόδια του να κρέμονται στον άπειρο αιθέρα και κοιτάζει τα άστρα. Την επόμενη θα είναι και εκείνος ένα ακόμα αστέρι ανάμεσα στα άλλα, ένα μόριο ανάμεσα στα άπειρα μόρια. Η τελευταία μέρα είναι όμορφη για όποιον ξέρει να τη ζήσει, είναι μία απ’ τις πιο όμορφες μέρες της ζωής”.

“Το αίμα είναι το μυστικό του καθενός, η ζωογόνος τραγωδία του”.

“Δεν λέγονται τα πάντα γιατί το παν είναι ένα κούφιο τίποτα”.

“Το πρόσωπο είναι πιο σημαντικό από το σώμα γιατί το πρόσωπο δείχνει τι αισθάνεται κανείς”.

Το βιβλίο της Κλαρίσε Λισπέκτορ, Η ώρα του αστεριού, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.