«Η τελευταία σταγόνα», το έργο της Τζένης Μιχαηλίδου βασισμένο σε αληθινά γεγονότα της ζωής της, ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο Αλκμήνη την Κυριακή 8 Μαΐου 2016 και για λίγες μόνο παραστάσεις.
…η μοίρα μας είναι ο χαρακτήρας μας
Είμαι ερωτευμένη με την ζωή. Είμαι ερωτευμένη με το καθετί που κάνω.
Τώρα έρχεται ο τελευταίος έρωτας. Ο θάνατος.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Θα τα καταφέρω; Για χρόνια εχθρός και φόβος μου.
Θα προλάβω; Θα προσπαθήσω.
Θα είναι μεγάλη νίκη…
Η μάνα… Η κόρη… Εκείνος. Η μάνα εγκλωβίζει από αγάπη.
Η κόρη εγκλωβίζεται από την ημέρα της γέννησης της.
Εκείνος όμως είναι πιο ελεύθερος κι απ’ τον άνεμο της Αλεξάνδρειας…
Ένα ταξίδι που δεν έγινε ποτέ κι ένας έρωτας που μετατρέπεται σε θάνατο.
Υπάρχει τρόπος και χρόνος να ξεφύγουν από το ακλόνητο παρελθόν
και τη σκληρή πραγματικότητα;
Η κόρη αναζητάει την αλήθεια και τη δύναμη να αποκοπεί απ’ τα δεσμά που της πέρασαν. Η μάνα αφήνεται ολοκληρωτικά στην ηδονή της φαντασίας, αλλά με τι κόστος; Πόσο δυνατός μπορεί να παραμείνει ο νους σ’ αυτή τη μάχη;
Και οι άλλοι; Οι γύρω; Οι φίλοι; Οι θεατές;
Μπορούν να αποδεχτούν αυτή την μάσκα οξυγόνου
ή γελάνε χαρακτηρίζοντας την αποκριάτικη;
Ταυτότητα παράστασης
Κείμενο: Τζένη Μιχαηλίδου
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαγδαληνή Παλιούρα
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Περού
Sound design: Νίκος Τσέκος
Camera: Αλεξάνδρα Μασμανίδη
Video editing: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Video art: Ελπίδα Πανουργία
Γραφιστική επιμέλεια: Γιάννης Στιβανάκης
Φωτογραφία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Προώθηση/Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού
Με τους:
Τζένη Μιχαηλίδου, Μαριλέττα Κυριαζή, Γιώργος Ματιάμπα
Σημείωμα της Τζένης Μιχαηλίδου
Είμαι ηθοποιός του θεάτρου εδώ και πενήντα χρόνια (εάν υπολογίσω και τις ερασιτεχνικές παραστάσεις στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου προέρχομαι ). Δεν είμαι συγγραφέας. Ο λόγος που έγραψα είναι γιατί ένιωσα την ανάγκη να καταγράψω κάποια σημαντικά γεγονότα της ζωής μου κυρίως την σχέση μου με την μάνα μου. Γνωρίζοντας την δομή ενός θεατρικού έργου, τόλμησα να ξεκινήσω την πανέμορφη διαδικασία της συγγραφής. Έτσι πριν πέντε χρόνια δημιουργήθηκε Η «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ».
Ήμουν τυχερή στην ζωή μου. Όλα αυτά τα χρόνια δούλευα και ζούσα απ’ αυτό το υπέροχο επάγγελμα το οποίο δεν έψαξα να βρω, εκείνο με βρήκε. Πραγματικά υπέροχο επάγγελμα γιατί με έκανε να σπουδάσω την ζωή και τους ανθρώπους. Πάντα κυνηγούσα το χρόνο… να προλάβω όλα όσα μου λέγανε ότι έπρεπε να κάνω για να πετύχω και να ευτυχίσω. Η ευτυχία ήταν σαν ένα λεωφορείο, που μόλις είχε φύγει απ’ την αφετηρία και έπρεπε να τρέξω να το προλάβω γιατί θα το έχανα για πάντα. Πολλά λάθη. Όταν όμως τα λάθη είναι από δικές σου επιλογές, πληρώνεις τα τιμήματα χωρίς να διαμαρτύρεσαι και μαθαίνεις από αυτά. Θέλω να πιστεύω πως, ότι αποκόμισα απ’ την ζωή και το θέατρο, μ’ έμαθαν να βλέπω, να ακούω, να αισθάνομαι με μεγαλύτερη ευαισθησία. Να σέβομαι και να εκτιμώ ότι γεννιέται γιατί όλοι έχουμε το ίδιο τέλος. Όπως λέει κι ο Αισχύλος στην Ορέστεια, «Η γη που τα πάντα γεννά, τα πάντα θρέφει κι ύστερα πάλι το σπέρμα της απορροφάει».
Έζησα όμως και ζω μια ωραία ζωή κι αυτό γιατί την πήρα στα χέρια μου. Έπαψα να κάνω αυτό που ήθελαν οι άλλοι, αυτό που οι άλλοι θεωρούσαν καλό για μένα κι έκανα αυτό που εγώ ήθελα και πίστευα ότι μπορούσα να κάνω. Μεγάλη υπόθεση να γνωρίζεις τα όρια των αντοχών σου και των δυνατοτήτων σου. Δεν κοροϊδεύεις κανέναν, αλλά ούτε και τον εαυτό σου. Σταμάτησα να τρέχω, βαδίζω με ρυθμό και σταθερά. Όσο περνούν τα χρόνια, ο ρυθμός αλλάζει ταχύτητα, όλο και πιο αργός. Τώρα έχω χρόνο να χαζέψω τις βιτρίνες με τα δώρα, να μάθω την ιστορία και την ονομασία των δρόμων και των νεοκλασικών κτιρίων. Βλέπω τους νέους που τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο. Κάποιοι το προλαβαίνουν άλλοι τρέχουν ακόμα. «Όσο περνούν τα χρόνια το σώμα δύσκολα κουβαλιέται, το μυαλό και η ψυχή όμως είναι ελεύθερα να κάνουν ότι θέλουν.» Έτσι μπήκα στον χώρο της φαντασίας και της μυθοπλασίας. Ατελείωτες ώρες μοναχικότητας και σκέψεων. Ένιωθα ότι κάπου με οδηγούσαν. Ακολούθησα, όχι τρέχοντας τώρα πιά… ο χρόνος είναι όλος δικός μου. Άλλοτε γέλαγα κι άλλοτε έκλαιγα. Έψαχνα να βρω τι με βοήθησε στην ζωή μου και τι με πήγε πίσω. Πέρασε ένας χρόνος για να αποφασίσω ότι είμαι σχεδόν έτοιμη να πιάσω δειλά-δειλά το μολύβι. Η πρώτη μου σημείωση «Πίσω απ’ τον καθένα μας υπάρχει μία μάνα.»
Σ’ αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω τα τρία νέα παιδιά που στηρίζουν την προσπάθειά μου:
την Κωνσταντίνα Νικολαΐδη που υποκλίνομαι στις σκηνοθετικές της ικανότητες, μαθήτρια μου στην δραματική σχολή του Γιώργου Αρμένη και τώρα δασκάλα μου,
τη Μαριλέττα Κυριαζή μια ταλαντούχα ηθοποιό που πιστεύω ότι στον ρόλο της κόρης, θα δείξει όλο το εύρος της,
και τον ανερχόμενο Γιώργο Ματιάμπα που βρέθηκε στο δρόμο μας και είναι πια μέρος της οικογένειας μας.
Τέλος, ευχαριστώ τον γιο μου για όλα. Γι’ αυτά που ξέρει κι αυτά που δεν ξέρει πως μου χάρισε. Η προσπάθεια μου αυτή είναι αφιερωμένη στον Νικήτα.
Σημείωμα της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη
«Η μοίρα μας είναι ο χαρακτήρας μας.» Αυτή είναι η φράση που με κέρδισε διαβάζοντας το έργο της Τζένης Μιχαηλίδου και αυτή είναι και η ουσία του στα μάτια μου.
Βλέπουμε τη σχέση μιας σκοτεινής μάνας με την κόρη της. Και πώς θα μπορούσε ένα παιδί να κρατήσει την φωτεινότητά του κάτω από την σκιά ενός τέτοιου γονέα; Οι σχέσεις όπως και η συγκεκριμένη είναι έρμαια των χαρακτήρων μας, κι όσο οι χαρακτήρες μας χτίζονται γύρω απ’ το εγώ μας τόσο η μοίρα, μας απομονώνει. Αυτό είναι αυτόματη έκβαση.
Στην παράσταση βλέπουμε το φόβο της μοναξιάς της μάνας και την έλλειψη ανιδιοτελούς αγάπης προς το ίδιο της το παιδί. Όσο κι αν αυτό μας φαίνεται απόμακρο ή εξωπραγματικό, συμβαίνει γύρω μας περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Παιδιά εγκλωβίζονται στα θέλω και τα πρέπει των γονιών τους από την γέννησή τους, μετατρεπόμενα σε μαριονέτες. Παιδιά με άδεια ταυτότητα, που δεν λαμβάνουν σεβασμό και αναγνώριση του μοναδικού τους εαυτού απ’ τους γονείς τους. Αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι επιθυμία ή ανάγκη για κατοχή και διαχείριση.
Απ’ την άλλη πόσο εύκολα καταδικάζουμε αυτούς τους γονείς, όταν δεν γνωρίζουμε τις ιστορίες τους; Όταν ξεχνάμε ότι κι αυτοί κάποτε ήταν παιδιά; Όταν το ξεχνάνε κι αυτοί οι ίδιοι και καταδικάζονται; Πόσα λάθη μπορούν να αντέξουν δυο ανθρώπινοι γερασμένοι ώμοι; Πόσες τύψεις; Και πόσο δύσκολο γίνεται το συγνώμη και το σ’ αγαπώ με το πέρασμα των χρόνων; Δυστυχώς πολύ δύσκολο. Όπως και η μοναξιά. Και κάπου εκεί οι επισκέψεις του Θανάτου, οι επισκέψεις της αυτοκτονίας, γίνονται όλο και πιο συχνές στον νου. Και κάπου εκεί είναι που η μάνα γυρνάει στην γενέτειρά της την Αλεξάνδρεια και χάνεται στους ήχους, τα δρομάκια και τις μυρωδιές της αγαπημένης της πατρίδας. Μιας πατρίδας τόσο μαγικής και φωτεινής, πάντα συνοδευόμενη από τις φωνές των μουεζίνηδων που καλούν για προσευχή. «Αλλάχ ου άκμπαρ»… ο Θεός είναι μεγάλος…