Η γοητευτική «Σκακιστική Νουβέλα», του Αυστριακού αυτόχειρα συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, διασκευασμένη για το θέατρο από τους Θοδωρή Τσαπακίδη, Γιάννη Νταλιάνη και Μαριλίτα Λαμπροπούλου, “ζωντανεύει” ξανά στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, ύστερα από την πρώτη επιτυχημένη παρουσίασή της στο Φεστιβάλ Αθηνών 2013, υπό τον τίτλο «Λάθος Κίνηση».

Ο Γιάννης Νταλιάνης που, μόνος επί σκηνής, ενσαρκώνει όλους τους χαρακτήρες του έργου, μας προσκαλεί σε «μια παρτίδα σκακιού όπου θα συγκρουστούν αληθινοί στρατιώτες και αξιωματικοί, θα πέσουν βασίλεια θα καταλυθούν τα σύνορα, το πνεύμα θα έρθει αντιμέτωπο με την βαρβαρότητα».

Μπορεί ο δρ. Μπ. να αντιτάχθηκε με σθένος στη βαρβαρότητα, όμως «έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στον ναζισμό να πάρει την ρεβάνς», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γ. Νταλιάνης. «Εμείς που ακόμα ταξιδεύουμε πάνω σε ένα πλοίο αναζητώντας την ελευθερία, δεν θα πρέπει να του δώσουμε μια τέτοια ευκαιρία», λέει στη συνέχεια και καταλήγει στο σήμερα.

Μαύρο ή άσπρο; Νίκη ή ήττα; Φως ή σκοτάδι; Ποια θα είναι η επόμενη κίνηση;

Τα ερωτήματα έχουν τεθεί και ο καθένας από μας καλείται να δώσει τη δική του απάντηση.


Culturenow.gr: Η «Σκακιστική Νουβέλα» είναι το κύκνειο δημιούργημα του σπουδαίου συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, αφού λίγο μετά τη συγγραφή του αυτοκτόνησε, αυτοεξόριστος από την πατρίδα του.  Ποια είναι η δική σας οπτική για το έργο και σε ποιους δραματουργικούς άξονες στηρίχθηκε η θεατρική διασκευή που κάνατε μαζί με τον Θοδωρή Τσαπακίδη και τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου;

Γιάννης Νταλιάνης: Πρώτα απ’ όλα, στα γεγονότα κρατήθηκε πιστά η σειρά του πρωτότυπου. Είναι σοφός ο τρόπος που ο Τσβάιχ ξεδιπλώνει την ιστορία, δημιουργώντας έντονες και παράδοξες αντιθέσεις, πολλαπλούς συμβολισμούς και δραματικό σασπένς. Είδαμε τον αφηγητή-συγγραφέα σαν έναν άνθρωπο σαν και μας. Έχει επηρεαστεί από την κρίση και αναγκάζεται να ταξιδέψει μακριά από την Ευρώπη. Τον διακρίνει μια έμφυτη περιέργεια, θέλει να παρατηρεί τους ανθρώπους και τα πράγματα. Αυτή του η ανάγκη είναι ο μοχλός που  κινεί το έργο, και θα τον φέρει κοντά στους δύο μελλοντικούς αντιπάλους. Τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι, έναν εντελώς αγράμματο και φιλοχρήματο αλαζόνα, και τον δρ. Μπ. έναν άνθρωπο που φυλακίστηκε από τους ναζί και που στην απομόνωση, για να μην τρελαθεί, δοκίμασε κάτι παράλογο: έπαιξε σκάκι εναντίον του εαυτού του. Η ιστορία αυτή του Μπ. αποτελεί, όπως και στην νουβέλα, τον κεντρικό κορμό της παράστασης. Το «τώρα» όμως της παράστασης είναι η τελική αναμέτρηση αυτών των δύο. Μια παρτίδα σκακιού όπου θα συγκρουστούν αληθινοί στρατιώτες και αξιωματικοί, θα πέσουν βασίλεια θα καταλυθούν τα σύνορα, το πνεύμα θα έρθει αντιμέτωπο με την βαρβαρότητα.

Cul. N.: Το έργο, που πρωτοπαρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών τον Ιούλιο του 2013, υπό τον τίτλο «Λάθος Κίνηση», επέστρεψε τη φετινή σαιζόν στο Θέατρο Πορεία. Σε ποια σημεία διαφέρει η 1η σκηνική εκδοχή από την δεύτερη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την εμφανή αλλαγή που είναι ο τίτλος;

Γ. Ντ.: Η δεύτερη εκδοχή έχει κερδίσει σε βάθος. Χωρίς να υπάρξουν μεγάλες εξωτερικές διαφορές αναπροσαρμόσθηκαν οι εσωτερικές γραμμές και φωτίστηκαν λεπτομέρειες απορροφώντας την δύσκολη εποχή μας. Ο πρώτος τίτλος προέκυψε από μια φράση που λέει κάποια στιγμή ο κεντρικός ήρωας και που την θεωρούμε κλειδί για την δράση του έργου, λειτουργούσε όμως παραπλανητικά γιατί έδινε την εντύπωση ότι είχαμε απομακρυνθεί πολύ από το κείμενο του Τσβάιχ, πράγμα που δεν ισχύει.

Cul. N.: Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να ενσαρκώσει τον χαρακτήρα ενός λογοτεχνικού κειμένου που έχει μετουσιωθεί σε θεατρικό, όταν μάλιστα βρίσκεται μόνος επί σκηνής, όπως στην παρούσα περίπτωση;

Γ. Ντ.: Είναι το ίδιο δύσκολο με το να ερμηνεύσεις κάποιον αμιγώς θεατρικό ρόλο. Η υποκριτική προσέγγιση δεν διαφέρει. Διαθέτεις μάλιστα πληροφορίες και περιγραφές του συγγραφέα για τον ήρωα, που δεν κρατιούνται στην θεατρική διασκευή, αλλά αποτελούν πολύ χρήσιμο υλικό. Ένα είδος πολύτιμου “βιογραφικού”. Τώρα, το να βρίσκεσαι μόνος σου επί σκηνής είναι σίγουρα μια διαφορετική περιπέτεια. Πρέπει να φανταστείς τα ερεθίσματα που κανονικά θα αντλούσες από τους άλλους ηθοποιούς και να δημιουργήσεις στην φαντασία του θεατή διαλόγους ανάμεσα σε πρόσωπα, αντιθέσεις, συμμαχίες, συγκρούσεις… Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο αλλά και συναρπαστικό στοίχημα.

Cul. N.:  Πως σκιαγραφείτε την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του ήρωά σας, που φτάνει στο σημείο να παίξει σε μία αόρατη σκακιέρα εναντίον του ίδιου του εαυτού του; Που έγκειται η γοητεία αυτού του πολυεπίπεδου ρόλου, για εσάς προσωπικά;

Γ. Ντ.: Το έκανε για δυο λόγους: Ήθελε να μην υποκύψει στις ανακρίσεις, να μην καταδικάσει με τις απαντήσεις του αθώους ανθρώπους. Αυτό φανερώνει έναν ακέραιο χαρακτήρα που αντιτάσσεται στην βαρβαρότητα. Ήθελε επίσης να μην βυθιστεί , όπως λέει ο ίδιος, στο κενό. Να αντέξει και να επιβιώσει στις συνθήκες της απομόνωσης. “Ακόμα και οι σκέψεις δεν μπορούν να υποφέρουν το τίποτα! Έχουν ανάγκη από κάτι καινούργιο, από μια αλλαγή!” Ψυχισμός ενός βαθιά ευαίσθητου και κοινωνικού ανθρώπου. Ένα ελεύθερο πνεύμα. Η γοητεία του ρόλου έγκειται ακριβώς στη διερεύνηση αυτού του χαρακτήρα που βρέθηκε σε εξαιρετικά ακραίες συνθήκες. Ο ρόλος γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικός μέσα από την σκηνοθετική οδηγία της Μαριλίτας Λαμπροπούλου, να μην είμαι σίγουρος για το ποια θα είναι η επόμενη κίνηση στην αναδίπλωση της ιστορίας. Να μην έχουμε δηλαδή μια αφήγηση εκ του ασφαλούς.

Cul. N.: «{…}Συγχωρήστε με γι’ αυτή την ήττα- ήταν η τελευταία φορά στη ζωή μου που δοκίμασα να παίξω σκάκι». Πως αντιλαμβάνεστε την συγκεκριμένη φράση του δρ. Μπ, αλλά και την έννοια «ήττα»; Αυτή η «εν πλω» σκακιστική παρτίδα, από ποιες πλευρές μπορεί να ιδωθεί σήμερα;

Γ. Ντ.: Σε μια χρονική στιγμή όπου ο ναζισμός είχε απλωθεί σε όλη την Ευρώπη, η ήττα αυτή στο σκάκι, το κατ’ εξοχήν πνευματικό παιχνίδι αλλά και συγχρόνως παιχνίδι της στρατηγικής και του πολέμου, ήταν μια ήττα του πνεύματος απέναντι στην βαρβαρότητα. Ο Μπ. βέβαια, νίκησε στην πρώτη παρτίδα με αντίπαλο τον αλαζόνα παγκόσμιο πρωταθλητή-κατακτητή. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Δοκίμασε να παίξει και δεύτερη. Νόμιζε ότι η φυλάκιση δεν του είχε αφήσει κανένα σημάδι. Αλλά έκανε λάθος. Αυτή ήταν η λάθος κίνηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στον ναζισμό να πάρει την ρεβάνς. Εμείς που ακόμα ταξιδεύουμε πάνω σε ένα πλοίο αναζητώντας την ελευθερία, δεν θα πρέπει να του δώσουμε μια τέτοια ευκαιρία. Να μην παίξουμε το παιχνίδι του.

Cul. N.:  Ο Τσβάιχ μιλάει στο έργο του για την ψυχολογική βία, τη πνευματική χειραγώγηση και τον εσωτερικό εγκλεισμό, θέματα ιδιαίτερα επίκαιρα σε μία εποχή στην οποία παρακολουθούμε “άφωνοι” τη ραγδαία ανάπτυξη και άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα οι πόλεμοι μαστίζουν την ανθρωπότητα. Εσείς, βλέπετε «να χαράζει μετά από μια τόσο ατέλειωτη νύχτα» (για να χρησιμοποιήσω τα λόγια από την τελευταία δήλωση του συγγραφέα πριν πεθάνει); Αν ναι που το βασίζετε;  

Γ. Ντ.: Ο Μπρεχτ λέει κάπου : «Η πιο μαύρη νύχτα θα φέρει το φως». Το φως θα έρθει αλλά δυστυχώς, μάλλον θα χρειαστεί να προηγηθεί μία πολύ μαύρη νύχτα. Το φως πάντα έρχεται. Το θέμα είναι πριν έρθει, τι θα πνίξει μέσα του το σκοτάδι ποιες θα είναι οι απώλειες. Είναι ήδη πολλές. Πολύ σωστά λέτε ότι οι πόλεμοι μαστίζουν την ανθρωπότητα. Γιατί συνηθίζουμε να θεωρούμε πόλεμο μόνον αυτόν που συμβαίνει στην Ευρώπη. Αυτή η λογική όμως επιτρέπει στη φωτιά του πολέμου να απλωθεί παντού.

Cul. N.: Μετά την «Σκακιστική Νουβέλα», έχετε κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια για το εγγύς μέλλον;

Γ. Ντ.: Βερσίνιν στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, πάλι στο θέατρο Πορεία. Με την Μαριλίτα Λαμπροπούλου δουλεύουμε πάνω σε ένα άλλο σπουδαίο λογοτεχνικό κείμενο. Τον «Μυστικό Πράκτορα» του Κόνραντ.

Cul. N.: Κλείνοντας, πως θα ολοκληρώνατε τις ακόλουθες φράσεις: 

Μία «λάθος κίνηση» αρκεί για να __

Στις καθημερινές «μάχες» της ζωής «νικητής» είναι όποιος __

Γ. Ντ.: Μία «λάθος κίνηση» αρκεί για να __πάνε χαμένες δέκα σωστές κινήσεις.

Στις καθημερινές «μάχες» της ζωής «νικητής» είναι όποιος __δεν ξεχνάει για ποιο σκοπό μάχεται, γιατί έτσι αποκτά υπομονή και σωστή κρίση.


Η Σκακιστική νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ παρουσιάζεται στο Θέατρο Πορεία, με ερμηνευτή το Γιάννη Νταλιάνη, σε σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου