H Ρουμπίνη Μέσκαρη μας το ξεκαθαρίζει από την αρχή: «Λέγε με Ραραού καλύτερα. Ρουμπίνη βέβαια είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστηκα Ραραού όταν βγήκα στο θέατρο και με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο ΙΚΑ έχω προσθέσει “δεσποινίς Ραραού, ηθοποιός”, έτσι θα με γράψουν στον επιτύμβιό μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει. Ξεγράψει. Άσε πια το επίθετο, Μέσκαρη».

Η Ραραού λοιπόν γεννήθηκε σε μια επαρχιακή πόλη, στις Επάλξεις. Ξεκινά την αφήγησή της με το πώς περνούσε τη ζωή της με τη μητέρα της όταν ο πατέρας έφυγε για τον πόλεμο. Δεν τον ξαναείδε κι έκτοτε διατηρούσε επαφή με τη φάτσα του μόνο από τη γαμπριάτικη φωτογραφία. Χάθηκε στα χιόνια της Αλβανίας κι από τότε εκείνη ονειρευόταν πως χιόνιζε παντού, ακόμα και μες στο σπίτι.

Η ιστορία της Ραραούς, έτσι όπως η ίδια την αφηγείται μέσα από την ψυχιατρική κλινική, είναι ταυτόχρονα η ιστορία της κατοχικής και μεταπολεμικής Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που ποτέ δεν πεθαίνει αλλά και ποτέ δεν ανασταίνεται.

Η Ραραού του σήμερα (Δήμητρα Χατούπη) στέκεται μπροστά στη σκηνή και δίπλα ακριβώς εκτυλίσσεται η ιστορία της 15χρονης τότε ηρωίδας. Από την αρχή γίνεται φανερή η ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα της Ασημίνα (Μαριλίτα Λαμπροπούλου) καθώς και ο τρόπος που της καθόρισε την πορεία που χάραξε στη μετέπειτα ζωή της. Εκείνη, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τα τρία της παιδιά συνάπτει σχέση με τον εχθρό – έναν Ιταλό (Γιάννης Δρίτσας) – ο οποίος σε αντάλλαγμα παρέχει τρόφιμα για όλη την οικογένεια.

Σε αυτό το σημείο δίνεται έμφαση στις πληγές της Ελλάδας από τη Γερμανοϊταλική κατοχή ενώ ταυτόχρονα περιγράφονται σκηνές από ήθη και νοοτροπίες της εποχής: η πείνα που θερίζει τα γυναικόπαιδα, η έφοδος στην αποθήκη με τις πατάτες, η συμπαράσταση στα δύσκολα, τα σπίτια με τα ανοιχτά παράθυρα και τις αυλές που είναι δίπλα δίπλα και που τίποτα δεν μένει κρυφό αλλά και η άμεση επικοινωνία μεταξύ τους. Ακόμα, η μικρή Αφροδίτη (Έφη Ρευματά) που πάσχει από φυματίωση, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τις υπόλοιπες να την κουβαλήσουν στα χέρια πάνω σε μια καρέκλα για 11 ολόκληρα χιλιόμετρα μόνο και μόνο για να αντικρίσει για τελευταία φορά τη θάλασσα και την ξενυχτούν κάθε βράδυ για να μην τη βρει ο θάνατος μόνη.

Όταν έρχεται η απελευθέρωση, η Ασημίνα καλείται να πληρώσει το ακριβό τίμημα μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες «δοσίλογους». Την κουρεύουν και τη φορτώνουν σε ένα καμιόνι, διαπομπεύοντάς τη σε ολόκληρη την πόλη. Η σκηνή αυτή της διαπόμπευσης είναι ίσως η συγκλονιστικότερη ολόκληρης της παράστασης: η μικρή Ραραού τρέχει πίσω από το καμιόνι κι όταν γαντζώνεται από την άκρη του, εκείνη ουρλιάζει «διώχτε το, διώχτε το σκυλί, πάρτε από εδώ αυτό το σκυλί που με πήρε από κοντά, διώχτε – τι γυρεύει ο σκύλος, δεν είμαι η μητέρα του». Το γεγονός αυτό όμως είναι και κομβικής σημασίας για τη μετέπειτα ζωή μητέρας και κόρης. Μετακομίζουν στην Αθήνα όπου η Ραραού πλέον παίρνει τη ζωή στα χέρια της, αλλάζει, γίνεται πιο σκληρή, διεκδικητική, επιθετική, αντιδραστική. Μάλιστα, όταν μετά από δεκαετίες ολόκληρες συναντά τον πατέρα της ο οποίος τελικά είχε λιποτακτήσει κι επιζήσει, του απαγορεύει να εμφανιστεί ξανά για να μην χάσει τη σύνταξη. Στην πρωτεύουσα λοιπόν θα κυνηγήσει το όνειρό της να γίνει ηθοποιός. Οι ρόλοι αντιστρέφονται και η Ασημίνα μεταμορφώνεται σε ένα άλαλο κι άβουλο πλάσμα, κατεστραμμένο ψυχολογικά. Η Ραραού όμως δεν δέχεται να ακούσει κακή κουβέντα για εκείνη από κανέναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ρήξη με τον σακάτη ζητιάνο με τον οποίο αναγκάζονται να συζήσουν στο πολυβολείο-σπίτι όταν εγκαθίστανται στην Αθήνα. Όταν αυτός τολμά να προσβάλλει τη μητέρα της, φτάνει στο σημείο να γίνει ο ηθικός αυτουργός του θανάτου του. Προσκολλάται πάνω της, φροντίζει να της παρέχει τα πάντα και όπως εξομολογείται η ίδια μπορεί να μην πραγματοποίησε τα δικά της όνειρα, αλλά πραγματοποίησε όλα τα όνειρα της μαμάς της. Ταυτόχρονα αφήνει να βγει στην επιφάνεια όλη η ματαιοδοξία του μεταπολεμικού Έλληνα που το μεγάλο του όνειρο ήταν να αποκτήσει σπίτι στην Αθήνα. Η Ραραού δεν θίγεται ούτε ντρέπεται πια, η ντροπή είναι για τους επαρχιώτες και υπόσχεται στον εαυτό της ότι επαρχιώτισσα δεν θα ξαναγίνει ποτέ, ούτε και στον θάνατο. Θέλει να είναι πάντα με τον νικητή, δεν της πάει το περιθώριο: «έπρεπε να κολακεύω για να επιζήσω και επέζησα».

Σιγά σιγά η ηρωίδα μας αρχίζει να χτίζει έναν δικό της κόσμο και να ζει μέσα στο ψέμα. Ονειρεύεται ότι είναι μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου, στην πραγματικότητα όμως δουλεύει στο θέατρο ως κομπάρσα. Μέσα στη φαντασία της είναι επιτυχημένη κι ευτυχισμένη. Ήταν υπάκουη σε κάθε θεατρώνη και γι’ αυτό κατάφερε να πάει μπροστά. Τώρα πια, όταν κοιτάζει τον ουρανό, σκέφτεται ήρεμη πως και στον Παράδεισο θα πάει και όλα τα έχει εξασφαλίσει και τη συνείδησή της ήσυχη την έχει. Η αλήθεια αποκαλύπτεται μέσα από τη γνωμάτευση του γιατρού και την ίδια στιγμή αναδεικνύεται όλη η τραγικότητά της. Η γερασμένη πλέον Ραραού είναι ακίνδυνη και πάσχει από ενοχική εξομολογητική μανία.

Ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσακίρης καθοδηγεί σωστά τους χαρακτήρες και καταφέρνει να αποτυπώσει όλο το συναίσθημα και την τραγικότητά τους ενώ αποδίδει τα γεγονότα της ιστορίας μέσα από ένα άλλοτε πικρό κι άλλοτε αφοπλιστικά ειλικρινές χιούμορ.

Η Δήμητρα Χατούπη είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στην πραγματικότητα ενδύεται κατάσαρκα το πρόσωπο της Ραραούς – γελάει και κλαίει σχεδόν ταυτόχρονα, τσαλακώνεται μαζί της. Πέφτει και σηκώνεται ξανά και ξανά δίχως να σταματά να αγωνίζεται. Είναι ένα κράμα αθωότητας, χιούμορ και δραματικότητας.

Η Μαριαλένα Ροζάκη στέκεται επάξια ερμηνευτικά και αποδίδει την καλοσυνάτη κι αθώα νεαρή Ραραού με αξιοσημείωτη τη γεμάτη ένταση σκηνή της διαπόμπευσης. Στο δεύτερο μέρος, αποδίδει επίσης με έμφαση την τεράστια αλλαγή που έχει συντελεστεί μέσα της.

Η Μ. Λαμπροπούλου πετυχαίνει μια εξίσου πειστική ερμηνεία τόσο στην αρχή ως μια γυναίκα εύθραυστη αλλά και δυναμική που τα βγάζει πέρα μόνη της και κάνει τα πάντα για να προστατέψει τα παιδιά της, όσο και στη συνέχεια που καταπτοημένη πια, χάνει τη μιλιά της.

Ομοίως η Τζίνη Παπαδοπούλου (Κανέλω) είναι εξαιρετική στη σκηνή της λεκτικής αναμέτρησης με τον Γερμανό.

Ο Ηλίας Ζερβός με τη χαρακτηριστική φωνή του είναι ο παπα-Ντίνος, ο οποίος παρ’ όλες τις «παρασπονδίες» που δεν αρμόζουν στο αξίωμά του είναι ο μόνος που υπερασπίζεται και φροντίζει την αποδιωγμένη Ασημίνα.

Σπουδαίος και ο Νίκος Γιαλελής ως ο θορυβώδης και χυδαίος ανάπηρος ζητιάνος που εκμεταλλεύεται μητέρα και κόρη. Είναι εκείνος που δίνει το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ραραού, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και ως «ντελάλης» προσελκύοντας την προσοχή του κόσμου στους τρεις επαίτες.

Ο χαμηλός και μουντός φωτισμός ανήκει στην Κατερίνα Μαραγκουδάκη και η συμβολή του είναι καίρια στην εναλλαγή σκηνών και ατμόσφαιρας.

Το μοναδικό αρνητικό της παράστασης η μεγάλη διάρκειά της. Το πρώτο μέρος είναι κάπως φλύαρο και πλατειάζει σε ορισμένες σκηνές οι οποίες θα μπορούσαν να είναι πιο σύντομες. Αντιθέτως, το δεύτερο είναι πιο μεστό και ο χρόνος φαίνεται να κυλά πιο γοργά.

Λίγο πριν το τέλος, όλη η βαθιά ευαισθησία αυτής της ψυχής και η συμφιλίωσή της με τον θάνατο συμπυκνώνονται σε μια συγκινητική ποιητική εικόνα: «λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες, όταν η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δυο σκόνες αμέριμνες, μπορεί να μας ανασηκώσει μια μέρα το ίδιο αεράκι και να μας ενώσει για λίγο στον αέρα. Δυο στιγμές παρέα…»

 

Το Σύγχρονο Θέατρο παρουσιάζει το έργο του Παύλου Μάτεσι με τίτλο «Η μητέρα του σκύλου» σε σκηνοθεσία του Σταύρου Τσακίρη και με τη Δήμητρα Χατούπη στο ρόλο της Ραραού. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ