Η Προδοσία των Εικόνων1

Από τον τίτλο ήδη, «Το Μέλλον Βρίσκεται Πίσω Μας», στην παράλληλη παρουσίαση των ατομικών εκθέσεων του Κωστή Βελώνη και του Νίκου Μάρκου,  στη γκαλερί ΑΔ, επιχειρείται μια ανατροπή, ένα κάλεσμα να αγνοήσουμε το διαδεδομένο γραμμικό σχήμα, παρελθόν– παρόν- μέλλον, και να θεωρήσουμε πως το «μετά», χρονικά προσδιορισμένο, τοποθετείται «πριν», προηγείται του παρόντος, συναγελάζεται με το παρελθόν, με τ’ ανομήματα και τα σφάλματα των προπατόρων.

Η πρόσκληση αυτή βέβαια, οφείλουμε να το επισημάνουμε από την αρχή, δεν διακρίνεται για την πρωτοτυπία της. Αρκεί να θυμηθούμε, ανάμεσα σε άλλες, την τοποθέτηση του Jürgen Habermas όταν υποστήριζε πως η έννοια του μοντερνισμού εκφράζει την πεποίθηση ότι το μέλλον έχει ήδη ξεκινήσει, ή όπως στο πρωτότυπο «the future has already began2».

Όμως, ποιός θα τολμούσε σήμερα, σ’ ένα ολότελα εξουθενωμένο πολιτισμικό τοπίο, σε μια μετά- νεωτερική συνθήκη, όπου όλα φαίνεται σάμπως να αντηχούν γνώριμες ιδέες και να επαναλαμβάνουν καταστάσεις του παρελθόντος, μια αέναη επανεμφάνιση στοιχείων από το ήδη ειπωμένο, το ήδη βιωμένο, να χαρακτηρίσει οτιδήποτε ως καινοφανές;

Ίσως βέβαια, θα έπρεπε κι εμείς, ως φιλότεχνοι θεατές ή καταναλωτές ιδεών, εικόνων και αναπαραστάσεων, κάποτε, αν δεν το έχουμε ήδη αποτολμήσει, να παραιτηθούμε από την επίμονη τάση μας  για καινοφανή φαινόμενα, να θεωρήσουμε πως η πρωτοτυπία και το καινούργιο στην τέχνη, το νέο επίτευγμα, με την έννοια που το συναντάμε στην επιστήμη, δεν αποτελεί ασφαλές αξιολογικό κριτήριο, ούτε ίσως ειδική κατηγορία για να προσεγγίσουμε αισθητικά ένα έργο τέχνης.

Φρόνιμο θα ήταν εδώ, επιστρέφοντας στο ζήτημα του τίτλου, να αναφέρουμε επιγραμματικά πως όλες οι αφηγήσεις, μικρές ή μεγάλες, επιδιώκουν τη σύνδεση του μέλλοντος με το παρελθόν, και όλες, ή σχεδόν όλες, αναζητούν στο παρελθόν τα αίτια για την ακμή ή την παρακμή του παρόντος, προσδοκώντας, ως ένα βαθμό, να μαντέψουν, στα αποτυπωμένα στοιχεία του παρελθόντος, μια  ασφαλή πρόβλεψη για το μέλλον.

Ο κίνδυνος όμως που ελλοχεύει στην πρόθεση να ερμηνεύσουμε την έννοια του χρόνου με όρους από την εποχή πριν την έλευση του μοντέρνου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Γιατί, αν τα «ερχόμενα» και τα «περασμένα», το μέλλον και το παρελθόν, αντιμετωπισθούν σα να πρόκειται για ταυτόσημα χρονικά συμβάντα, αν αφεθούμε στις απέλπιδες προσπάθειές μας να αγκαλιάσουμε την ολότητα της ζωής ως «ένα» και οραματισθούμε πως μπορούμε, σε μια και μόνο σαρωτική χειρονομία, να ενοποιήσουμε το σύνολο των νοημάτων σε μία καθολική ενότητα, τότε ίσως αναγκαστούμε να εφαρμόσουμε τις μεθόδους και τις στρατηγικές του μύθου, με την κλασσική ερμηνεία του όρου, προκειμένου τα συμβάντα να οργανωθούν και να διανεμηθούν σύμφωνα με την ιεραρχική δομή του αφηγηματικού ιστού ενός επινοημένου μύθου, έτσι ώστε εν τέλει να δημιουργηθεί ένας πειστικός, αυτόνομος, επεξηγηματικός ρυθμός με αρχή, μέση και τέλος. Μέσα σ’ ένα τέτοιο γραμμικό ιστό, το μέλλον προϋπάρχει στο παρελθόν, παραμένει καλά κρυμμένο στα συμβάντα του χθες, και η καθοριστική σχέση ανάμεσα στο «πριν» και το «μετά» αποκαλύπτεται πανηγυρικά στο τέλος του μύθου, επιβεβαιώνοντας τα τραγικά στοιχεία κάθε αφήγησης με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Υπό αυτή την οπτική γωνία, μπορούμε να αναγνωρίσουμε και την εμμονή του μοντερνισμού με την κατάτμηση του χρόνου σε ιστορικές περιόδους, και την πεποίθησή του να οριστικοποιεί τα γεγονότα, να τα εγκιβωτίζει σε περιόδους και κατόπιν, απελευθερωμένος από το χθες, να θέτει τους δείκτες του ρολογιού στο νέο χρόνο, να ξεκινά από την αρχή, από το σημείο μηδέν, και να εμφορείται από την ελπίδα πως μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τα μελλούμενα χάρις στην καταγεγραμμένη γνώση του παρελθόντος3.

Από τα τρία γλυπτά που εκθέτει ο Κ. Βελώνης, αυτό που πετυχαίνει, κατά τη γνώμη μου, τον αισθητικό του στόχο και υπηρετεί πειστικότερα την κατεύθυνση των σύγχρονων καλλιτεχνών που διατηρούν ως βασικό πλαίσιο αναφοράς την ιστορία της τέχνης, θεωρούμενοι  – έτσι όπως τουλάχιστον προσδιορίζεται στο δελτίο τύπου – ως συνεχιστές της μοντερνιστικής στρατηγικής, είναι το γλυπτό με τον τίτλο «Tout n’ est pas fleur».


Μια σπασμένη γλάστρα, γυρισμένη ανάποδα, βαμμένη με ακρυλικό, με ευανάγνωστα τα ίχνη του πινέλου βουτηγμένου σ’ ένα σκοτεινό καφέ, με κομμάτια ξεραμένου τσιμέντου στην περιφέρεια και σύρμα να συγκρατεί τον ταλαιπωρημένο λαιμό της, σα να πρόκειται για γλάστρα που έχει χρησιμοποιηθεί σε εργατικές δουλειές, ενώ από μέσα να ξεπροβάλλει μια ανοιχτόχρωμη, στερεοποιημένη μάζα πηλού, απειλητική, αδιάφορη στην έννοια του ωραίου της μορφής, και χωρίς κανένα ίχνος από ρίζες φυτού, ή υπόνοιες λουλουδιών. Φαίνεται πως για τον Κ. Β. τίποτε δεν είναι ρόδινο κι ωραίο, δεν είναι τα πάντα λουλούδια, η τέχνη, και ειδικά η γλυπτική, δεν απαρτίζεται μόνο από φόρμες θελκτικές κι όμορφες, σαγηνευτικές και καλογυαλισμένες.

Το συγκεκριμένο έργο, χάρις στην περίπλοκη εσωτερική λογική του δυναμικού αισθητικού μηχανισμού του, φαίνεται πως καταφέρνει να προσκαλεί και ταυτόχρονα να διαφεύγει μιας τελικής ερμηνείας, ενεργοποιώντας το «ελεύθερο, αρμονικό παιχνίδι» των γνωστικών λειτουργιών, της φαντασίας και της διάνοιας, του Καντιανού μοντέλου της αισθητικής απόλαυσης, προκειμένου να μορφοποιήσει και να περιγράψει την ιδέα μιας ιδιότυπα πολιτικής, αντι-αισθητικής πρότασης, υπαινικτικής και αβέβαιης, αλλά περισσότερο πειστικής από τον πολιτικοποιημένο συμβολισμό και τη μονοσήμαντη αφηγηματική περιγραφικότητα των δύο άλλων γλυπτών, «Ποιος θα  μπορούσε να χτίσει;» και «Μοντέλο για την προοπτική ναυαγίου»,  που παρουσιάζονται παράλληλα.

Η βίντεο προβολή με τα φωτογραφικά πορτρέτα του Ν. Μάρκου, που αφηγούνται με την τεχνική του voice-over τη δική τους προσωπική ιστορία, μολονότι περιχαρακωμένα στην ασφάλεια του αισθητικού πλαισίου που έχουν εξερευνήσει καλλιτέχνες του είδους, όπως για παράδειγμα ο Τούρκος Kutluğ Ataman, πετυχαίνουν να υποστηρίξουν έντιμα και με αισθητική αξιοπρέπεια την πρόθεση του καλλιτέχνη ( έτσι τουλάχιστον όπως διατυπώνεται με σαφήνεια στη δήλωσή του στο διαδικτυακό «Life Narratives», με το οποίο συμμετέχει στο συλλογικό project «Depression Era»), να δημιουργήσει δηλαδή ένα μεγάλο βιβλίο, μία χάρτα ανθρώπινων αφηγήσεων, ένα ιδιόρρυθμο οπτικοακουστικό παιχνίδι ανάμεσα στο πορτραίτο του αφηγητή, τον ακροατή-θεατή και τη σχέση τους με την ιστορία, προσωπική ή διαπροσωπική, ατομική ή συλλογική, την ιστορία της μονάδας και πως αυτή αντικατοπτρίζεται στην ιστορία του συνόλου. 

1Η επικεφαλίδα αποτελεί ελεύθερη απόδοση του τίτλου La Trahison des images/ Ceci n’est pas une pipe (1929), έργο του ζωγράφου Rene Magritte.

2Habermas, Jürgen (1987) The Philosophical Discourse of Modernity: Twelve Lectures, trans. Frederick Lawrence, Cambridge: Polity Press, σελίδα 5

3Μέρος της παραπάνω συλλογιστικής αποτελεί ερμηνευτική προσέγγιση και παρακινδυνευμένη σύντμηση της εκτεταμένης τοποθέτησης του Jean-Francois Lyotard για την αέναη επανεμφάνιση του μοντέρνου σε αντιδιαστολή με την παρουσία του μεταμοντέρνου, σε δοκίμιο που έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο The Inhuman (1991) Stanford University Press.


*φωτό θέματος: έργο του Κωστή Βελώνη, “Who Might Rebuild?”, 2014

κόντρα πλακέ, ξύλο, σφυριά, 102 X 350 X 40 εκ.


Η Γκαλερί ΑΔ φιλοξενεί την διπλή ατομική έκθεση του γλύπτη Κωστή Βελώνη και του φωτογράφου Νίκου Μάρκου, με τίτλο «Το Μέλλον Βρίσκεται Πίσω Μας», μέχρι τις 17 Μαΐου 2014.