Με μόνο Δούρειο Ίππο το Πνεύμα

Αντιμέτωπος με το πρόσφατο εικαστικό έργο του Κορνήλιου Γραμμένου, που εκτίθεται στη γκαλερί της Γιάννας Γραμματοπούλου, οφείλει κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και όσο γίνεται παρατηρητικός. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί έχει ν’ αποκωδικοποιήσει τα «αιχμηρά» δημιουργήματα του οξυδερκούς κι έμπειρου καλλιτέχνη, αλλά γιατί πρέπει συνάμα να αιτιολογήσει, ως ένα βαθμό, και την ιδιόμορφη οικειοποίηση μιας έντονα ειρωνικής στάσης, με την επιδέξια χρήση φτωχών εκ πρώτης όψεως υλικών, θραύσματα ή υπολείμματα αντικειμένων, στα πλαίσια μιας φαινομενικά απέριττης, λιτής τέχνης, για να βγάλει, σαν γνήσιος επίγονος των κακομαθημένων παιδιών της τέχνης, των πάλαι ποτέ ντανταϊστών, κοροϊδευτικά τη γλώσσα του στην τρέχουσα παραγωγή έργων τέχνης, σαρκάζοντας όμως ταυτόχρονα με εποικοδομητικό τρόπο και τη σοβαρή, προσεγμένη, με σχεδόν ακαδημαϊκό τρόπο μελετημένη, σε κάποιες εκφάνσεις της έως και ιερατική, παραγωγή του ίδιου του καλλιτεχνικού του έργου μέχρι σήμερα.

Γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει τη ντανταϊστική χειρονομία του ιερού τέρατος της μοντέρνας τέχνης, του θείου-Marcel Duchamp (το πρόθεμα «θείος» χρησιμοποιείται περιπαικτικά και ουδόλως περιφρονητικά) που επιδέξια ελλοχεύει πίσω από κάθε ένα από τα 44 έργα του Κ.Γ.;

Στην έντεχνη αυτή χειρονομία ενσωματώνονται πολυποίκιλες αναφορές στο εικαστικό λεξιλόγιο της μοντέρνας τέχνης ολόκληρου του 20ου αιώνα. Έτσι, περιδιαβαίνοντας την έκθεση, ο επισκέπτης βιώνει την αλλόκοτη αίσθηση πως κρατά στα ανήσυχα χέρια του ένα εικονογραφημένο λεξικό των πρωτοπόρων καλλιτεχνών του μοντερνισμού σε επανέκδοση, όπου όμως οι πρωταρχικές μορφές των έργων τους έχουν υποστεί ακραία, χιουμοριστική μετάπλαση, με τρόπο ώστε ο Κ.Γ., εκτός από την άμεση εικονιστική αναφορά στην αφήγηση του μοντέρνου κινήματος, να συμπεριλάβει στο νοηματικό δοχείο του εκάστοτε έργου και την πολυσημία της αναγωγής στο προσωπικό του έργο, την ίδιο-προσωπική του ιστορία. Έτσι, μέσα σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο των μεγάλων και καταξιωμένων, το μαυσωλείο των γιγάντων της μοντέρνας τέχνης, επιχειρεί να παραθέσει την αστεία, γκροτέσκα χειρονομία μιας ουσιαστικής και πολλά υποσχόμενης συνύπαρξης.

Πόσο θα με χαροποιούσε να εμφανιζόταν ένας εικονικός, παντοκράτωρ επιμελητής, όπου ως δια μαγείας θα έπαιρνε τα έργα του Κ.Γ. και θα τα τοποθετούσε, σ’ ένα και μόνο βράδυ, δίπλα σ’ εκείνα τα διάσημα έργα που ξεκουράζονται, αναπαυμένα στις δάφνες τους, στα μεγάλα μουσεία στις μεγαλουπόλεις του κόσμου, έτσι ώστε να μας δινόταν η δυνατότητα να παρατηρήσουμε την έκπληξη των πρωινών επισκεπτών που θα αντίκριζαν την παράδοξη και συνάμα προκλητική αυτή συνύπαρξη των απόλυτα τεκμηριωμένων έργων, των κανονιστικών επιτευγμάτων του μοντερνισμού, πλάι στον μεταμοντέρνο, σύγχρονο αντικατοπτρισμό τους.

Έτσι, θα ήταν υπέροχο να μπορούσαμε να δούμε το χιουμοριστικό «RastaMalevichGanja» δίπλα σε ένα από τα πολλά μαύρα τετράγωνα του Malevich, ή «Το πλοίο των τρελλών» πλάι σε ένα από τα χιλιάδες ψυχολογικά κολάζ, ή Merzbild, του Schwitters, ή το «Οι Έλληνες έγιναν τελικά εποικοδομητικοί» δίπλα σ’ έναν από τους μαύρους πίνακες του Reinhardt ή του Frank Stella, ή «Το παλιό μου σπίτι» πλάι σ’ έναν Diebenkorn, το «Man oh Man» κοντά σ’ ένα ανθρωπόμορφο Πικασικό κολλάζ, τη «Θλίψη» δίπλα σ’ ένα ασπρόμαυρο του Vasarely, το «Αρμενίζοντας» μαζί μ’ ένα γλυπτό του Sir Antony Caro, το «Triplex» κοντά σ’ ένα από τα συμπιεσμένα κόκκινα αυτοκίνητα του Chamberlain, το «La donna e mobile» πλάι σ’ ένα mobile γλυπτό του Calder, το «Ο χορός του Ζαλόγγου» να κρέμεται πλάι σ’ ένα από τα carcrashes πορτοκαλί τυπώματα του Warhol, με τη λίστα να μην εξαντλείται, και τα διάσημα ονόματα των Hans Arp, Raul Hausmann, Robert Rauschenberg ή Theo van Doesburg να ανακατεύονται ποικιλοτρόπως.

Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε πως η χρήση των μηχανισμών του Schwitters, του καλλιτέχνη-κλειδί στην ανάλυση αυτή, γίνεται με τρόπο ώστε ο Κ.Γ. να καταφέρνει, τόσο με τα έργα όσο και με τους χιουμοριστικούς τίτλους που επιλέγει, να σχολιάσει τη σκληρή καθημερινότητα μιας Ελλάδας σε κρίση, εισάγοντας και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, με τρόπο συγγενικό στον ντανταϊστή καλλιτέχνη που το πραγματοποίησε με ασυναγώνιστη επιτυχία κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.

Δεν είναι τυχαίο που ο Robert Rauschenberg όταν είδε μια έκθεση με έργα του Schwitters στη Sidney Janis gallery το 1959, φαίνεται πως δήλωσε: «Ένιωσα πως τα είχε φτιάξει όλα αποκλειστικά για εμένα!»

Σημασία επίσης έχει εδώ να τονίσουμε πως ακόμη μεγαλύτερη αξία έχει ο ενθουσιασμός που ο Κ.Γ. επιχειρεί μια αντίστοιχη προσέγγιση, ειδικά μέσα σ’ ένα τόσο αρνητικά φορτισμένο κοινωνικό περιβάλλον, ο σχεδόν παιδικός ενθουσιασμός του να ανακατέψει τα εφήμερα, σκόρπια, τυχαία υλικά του, σ’ ένα παραλήρημα δημιουργικότητας, στα πλαίσια της τέχνης του assemblage, προκειμένου τελικά να μας πείσει πως ο μόνος σίγουρος δρόμος διεξόδου βρίσκεται στη βεβαιότητα να χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης την εικαστική γλώσσα που γνωρίζει καλά, την τέχνη που έχει αγαπήσει και μελετήσει σε βάθος.

Έτσι, μέσα στη χιουμοριστική έκρηξη ενέργειας, ο ώριμος εικαστικά Κ.Γ., παρά τη μεταμοντέρνα, υφολογική ειρωνεία του, πετυχαίνει να διατηρήσει τη φλόγα του μοντερνιστή, του καλλιτέχνη δηλαδή που μέσα στα όρια που οι πρωτοπόροι καθόρισαν, καταφέρνει να σχολιάσει το σήμερα με σίγουρο οδηγό την εικαστική του δεινότητα, τη δοκιμασμένη γνώση γύρω από την τέχνη του, δίχως περιττά μανιφέστα μικροπολιτικού λόγου ή ακροβασίες σε ξένα, αλλότρια χωράφια, ή υπερπόντια, ριψοκίνδυνα άλματα σε χώρους μακρινούς και αδιάφορους, παραμένοντας τελικά πιστός και πλουραλιστικά δημιουργικός στο πλαίσιο των ουσιαστικών θεμάτων που πάντα τον απασχολούσαν και βαθύτατα τον ενδιέφεραν, όλα όσα τον προκαλούσαν να παραμένει άγρυπνος και κοφτερός στην πρώτη γραμμή των χαρακωμάτων.

Η ατομική έκθεση του Κορνήλιου Γραμμένου, με τίτλο “σκουλπτούρα emfatica 39+1 έργα “, φιλοξενείται στην αίθουσα τέχνης «έ κ φ ρ α σ η – γιαννα γραμματοπουλου», από 21 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου 2014.