Όταν αποφασίζεις να κάνεις ριμέικ μια ταινία που έχει περάσει στο πάνθεον του κλασικού πρέπει να έχεις σοβαρούς λόγους, και πιο συγκεκριμένα, όραμα και διάθεση ανανέωσης. Να βάλεις την προσωπική σου σφραγίδα και να εξετάσεις πτυχές που καλούν προς διερεύνηση με σύγχρονους όρους.

Στην περίπτωση της «Carrie» το έδαφος ήταν όντως έτοιμο για να δεχτεί ένα σύγχρονο ριμέικ, καθώς το σχολικό bulling είναι θέμα επίκαιρο όσο ποτέ, ο θρησκευτικός φανατισμός δεν έχει χάσει έδαφος, το ενοχοποιημένο σεξ βρίσκει ακόμα μυαλά να κάψει, ενώ γεγονότα όπως το μακελειό στο Λύκειο Columbine ή στον κινηματογράφο του Ντένβερ είναι ακόμη νωπά στη μνήμη μας. Επομένως δεν είναι μόνο ότι ο Στίβεν Κίνγκ και ο Μπράιαν ΝτεΠάλμα σε καλούν σε καλλιτεχνική αναμέτρηση, αλλά και το κοινωνικό γίγνεσθαι του τότε και του τώρα.  

Η Κάρι Γουάιτ (Κλόε Γκρέις Μόρετζ) είναι μια κοπέλα που ζει στο περιθώριο, τόσο στο σχολείο της όσο και στο σπίτι της. Η μητέρα της (Τζούλιαν Μούρ) είναι μια φανατική θρησκόληπτη που η παρουσία της κόρης της συνεχώς της θυμίζει την στιγμή αδυναμίας της που υπέκυψε στις ορμές της σάρκας. Η προσευχή και η αυτοτιμωρία είναι ο μόνος δρόμος εξαγνισμού. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν για την Κάρι, όταν η έναρξη της περιόδου σημάνει, κατά την μάνα, την μετάβαση από την παιδική αθωότητα στην εφηβεία. Ένα περιστατικό στα αποδυτήρια, θα γίνει η αφορμή για να ανακαλύψει η Κάρι τις τηλεκινητικές ικανότητές της. Ικανότητες που δεν θα αργήσουν να μπουν σε θανατηφόρα δράση, όταν το βράδυ της αποφοίτησης ρίχνεται η χαριστική βολή εναντίον της.  

Διαβάζοντας ότι σκηνοθέτης του ριμέικ θα ήταν γυναίκα και δη, η Κίμπερλι Πιρς του εξαιρετικού «Boys Don’t Cry» (1999) είχα ομολογουμένως υψηλές προσδοκίες. Με δεδομένο το σκηνοθετικό ταλέντο της περίμενα με ενδιαφέρον να δω τον τρόπο που, ως γυναίκα, θα έπιανε εκτός των προαναφερθέντων ζητημάτων, την ψυχοσύνθεση της Κάρι και την ιδιότυπη σχέση μάνας – κόρης. Και αυτό διότι, τα δύο έργα – «Boys Don’t Cry» και «Carrie» – βρίσκονται κάτω από την ίδια ομπρέλα: τόσο η Μπράντον Τίνα όσο και η Κάρι υποφέρουν λόγω της διαφορετικότητάς τους. Επομένως, η ιστορία της Κάρι δεν ήταν άγνωστη περιοχή για την Πιρς. Και όμως, πάραυτα, δεν τα καταφέρνει να δώσει την ίδια βαθύτητα και περιπλοκότητα στον χαρακτήρα της Κάρι.    

Η πρώτη σεκάνς ξεκινάει με ενδιαφέρον, με την γνωστή σκηνή στα ντους να τραβιέται βιντεάκι από τις συμμαθήτριες και να «ανεβαίνει» απευθείας στο διαδίκτυο, αφήνοντας έτσι ωραίες αιχμές για την χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μόνο που κάπου εδώ σταματάει και η συμβολή της Πιρς στο όλο εγχείρημα, καθώς το υπόλοιπο μέρος του έργου αφήνεται σε μια βαρετή αντιγραφή της πρώτης εκδοχής του 1976. Η Κλόε Γκρέις Μόρετζ ως Κάρι δεν φέρνει τίποτε το καινούργιο στον χαρακτήρα, ενώ το πρόσωπο πάνω στο οποίο θα έπρεπε να απεικονίζεται το διφορούμενο μεταξύ αγγελικής ομορφιάς και αθωότητας και αυτό της παθολογίας και της διαστροφής δεν εμφανίζεται ποτέ.  

Το όλο εγχείρημα δείχνει να απευθύνεται σε θεατές που δεν έχουν δει την «Carrie» του ΝτεΠάλμα και επομένως, σε νεαρές ηλικίες που θα σπεύσουν απλά για το «bloody entertainment» του πράγματος.

Σκηνοθεσία: Κίμπερλι Πιρς
Σενάριο: Λόρενς Κοέν, Ρομπέρτο Αγκουάιρ (βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Στίβεν Κίνγκ)
Πρωταγωνιστούν: Κλόε Γκρέις Μόρετζ, Τζούλιαν Μουρ, Γκαμπριέλα Γουάιλντ, Άλεξ Ράσελ, Τζούντι Γκριρ
Διάρκεια: 100΄
Διανομή: Feelgood Entertainment