Ο Χρήστος Δασκαλάκης μάς αφηγείται την ιστορία γραφής του «Νικολύκου στη μακρινή Ντουλαποχώρα», ενός… ημι-αληθινού παραμυθιού, που προσδοκά να αφυπνίσει τον καλύτερό μας εαυτό και μας μιλά για τα δυο βιβλία που τον έκαναν να κλάψει.

Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου

Culturenow. gr: Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για τον μικρό Νικόλα, εμπνευστή του «Νικολύκου»;

Χρήστος Δασκαλάκης: Ο Νικόλας, χαίρομαι πολύ να το λέω, είναι ο καλύτερος και μικρότερος ηλικιακά φίλος μου. Φέτος πηγαίνει στην Έκτη Δημοτικού και ομολογώ ότι ήταν και είναι η μεγάλη μου αδυναμία, από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Πάντα σκαρφιζόμουν διάφορες ιστορίες όταν περνούσαμε χρόνο μαζί, και αυτή η επαφή μαζί του, μου ξύπνησε έναν εαυτό που είχα ξεχάσει. Μέσα από αυτή την επαφή λοιπόν, τα συναισθήματα που αναπτύχθηκαν και τις μνήμες που ξύπνησαν, βγήκε και η ιστορία του νεαρού Νικολύκου.

Cul. N.: Γιατί επιλέγετε τα Χριστούγεννα ως φόντο για να εκτυλιχθεί το παραμύθι;


Χρ. Δ.: Στο παραμύθι του μικρού Νικολύκου, έχω δώσει τη δική μου εικόνα ενός κόσμου που θα μπορούσε με λίγη προσπάθεια να είναι καλύτερος, με περισσότερη αλληλεγγύη και περισσότερη καλοσύνη από όλους προς όλους. Τα Χριστούγεννα είναι εκείνη η μαγική περίοδος που βγάζει από τους ανθρώπους τον καλύτερό τους εαυτό. Χωρίς λοιπόν να είναι ένα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι, ήθελα η ιστορία του Νικολύκου να έχει ως «βάση» τα Χριστούγεννα, για να μας θυμίζει και να μας ξυπνά το καλύτερο που αξίζει και μπορούμε να είμαστε.

Cul. N.: Στο βιβλίο θίγετε και τον ρόλο των ΜΜΕ στη δημιουργία κοινωνικών στερεοτύπων και ενίοτε κλίματος τρομοκρατίας και παραπληροφόρησης. Τα μικρά παιδιά, πώς κρίνετε σκόπιμο να αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ;


Χρ. Δ.:  Χαίρομαι πολύ που εντοπίσατε αυτόν το συμβολισμό. Είναι ένα από τα πολλά  θέματα που θίγει με έμμεσο και διακριτικό τρόπο το βιβλίο. Θεωρώ ότι υπάρχουν καλά και κακά Μέσα. Δυστυχώς ένα παιδί είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσει. Για αυτό και θεωρώ σκόπιμο ένας γονέας να έχει δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες στο σπίτι ώστε ένα παιδί να μπορεί εύκολα να ρωτήσει ή να συζητήσει μαζί του οτιδήποτε βλέπει, ακούει ή διαβάζει στα ΜΜΕ. Σε μια ιδανική οικογένεια βέβαια, οι άσχημες ειδήσεις, τα στερεότυπα, η παραπληροφόρηση και η τρομοκρατία, δε θα έπρεπε να επιτρέπεται να εισχωρούν αφιλτράριστα στο πεδίο ενός παιδιού.

Cul. N.: Στην αφιέρωση του βιβλίου αφήνετε να εννοηθεί ότι επιστρέφετε στην παιδική σας ηλικία και επανατοποθετείστε απέναντί της. Ισχύει;


Χρ. Δ.: Έχετε δίκιο. Ναι, ισχύει. Είναι ο δικός μου τρόπος να επιστρέψω σ’ εκείνη την ηλικία και να προσφέρω σ’ εκείνο το μικρό αγόρι, που μεγάλωνε μοναχικά στο νησί, όλα όσα του έλειπαν και δεν μπορούσε μόνο του να κατακτήσει. Όλα όσα βίωσα, ένιωσα, στερήθηκα ή τελικά απόκτησα, είναι «μεταφρασμένα» μέσα σε αυτό το βιβλίο. Ο Νικολύκος και η φαινομενικά  «ιδανική» Ντουλαποχώρα είναι η δική μου πραγματικότητα σαν παιδί, με πολλές «υποχρεωτικές»  αλλαγές και πολλά στοιχεία που δεν υπήρχαν τότε στη ζωή μου, αλλά τα ονειρευόμουν και τα αποζητούσα, και τώρα, μου δόθηκε η ευκαιρία να τα ζήσω μέσα από αυτή την απλή  και τρυφερή ιστορία…

Cul. N.: Η γιαγιά, στο βιβλίο, είναι φορέας καταστολής του ρατσισμού και του φόβου: ως πρότυπο οικογενειακό, έχει επιδράσει κάπως στη δική σας ψυχολογία;


Χρ. Δ.: Θα έλεγα πως όχι. Περισσότερο με ενέπνευσε ο Παππούς μου και οι ασκητικές μορφές των μοναχών από τα μοναστήρια της Ύδρας όπου περνούσα αρκετό από τον χρόνο μου τα καλοκαίρια. Εκείνοι, μέσα από την καθημερινότητά τους και τις ιστορίες που μου αφηγούνταν, με οδήγησαν, χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, σε έναν δρόμο που ήταν ανοιχτός στο διαφορετικό, στην αλληλεγγύη, στην καλοσύνη, στην προσπάθεια, στη πίστη ή την συγχώρεση.  Τότε, θυμάμαι, ήθελα να γίνω ιεραπόστολος. Τότε βέβαια πίστευα και ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι αγγελικά πλασμένος. Τώρα, μου έχουν μείνει μόνο οι μνήμες. Σίγουρα δεν κατάφερα να μείνω ή να γίνω το ίδιο καλό παιδί που περίμεναν από εμένα όλες αυτές οι ασκητικές μορφές, αλλά θέλω να πιστεύω ότι μέσα μου έμεινε ένα μικρό κομμάτι από εκείνο το παιδί που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. 

Cul. N.: Γράφετε για βιβλία μέσα από πρακτικές πρωτότυπες, που μαρτυρούν αφενός μια ιδιαίτερη αγάπη για τη λογοτεχνία και αφετέρου μια τάση να επικοινωνήσετε τις ιδέες σας με τρόπο διαδραστικό. Πείτε μας πώς προέκυψε αυτή η προτίμηση και πού στοχεύει.


Χρ. Δ.:  Ο μοναδικός πλούτος στη ζωή μου ήταν πάντα η φαντασία… Αυτή με κράτησε ζωντανό, αυτή μου έδωσε δύναμη να μην τα παρατήσω, αυτή με βοήθησε στο να πλάσω, την εποχή που το χρειαζόμουν, έναν όμορφο κόσμο. Αυτήν λοιπόν χρησιμοποιώ για οποιαδήποτε ιδέα χρειάζομαι. Το ίδιο έγινε και με τις δυο στήλες μου που είναι αφιερωμένες στο βιβλίο. Φρέσκιες ιδέες, στρίμωγμα του ελεύθερου χρόνου, ιδανική άσκηση χαλιναγώγησης του εγωισμού (για να μπορέσεις να γράψεις για άλλους συγγραφείς), διάθεση για εθελοντική προσφορά και πίστη στους αναγνώστες σου. Όσα δεν έκανε κανείς για εμένα θέλω να τα κάνω εγώ μέσα από τις στήλες μου. Να προβάλω έργα, χώρους και ανθρώπους που έχουν να κάνουν με το βιβλίο, που προσπαθούν, που το αξίζουν, που χρειάζεται να ακουστούν…

Cul. N.: Ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο παιδικό βιβλίο ή παραμύθι;


Χρ. Δ.: Όπως σας είπα και παραπάνω, πέρασα πολύ χρόνο από την παιδική μου ηλικία δίπλα σε ασκητικές φιγούρες. Εκεί, στο μοναστήρι της Ζούρβας στην Ύδρα, οι μοναχές με έβαζαν να διαβάζω διάφορα βιβλία και μετά με εξέταζαν γραπτώς. Δύο από αυτά ήταν «Η Μικρή Πριγκίπισσα» του Μπάρνετ και «Η καλύβα του μπαρμπα Θωμά» του Στόου. Αυτά τα βιβλία  ήταν τα πρώτα και μοναδικά που με έκαναν -σε ηλικία δέκα περίπου ετών- να κλάψω τόσο πολύ και να πιστέψω ότι οι καλοί άνθρωποι πάντοτε πάντα θα λένε ευχαριστώ, πάντα θα συγχωρούν και, σχεδόν πάντα, θα δικαιώνονται… Αργότερα προστέθηκε «Η Πεντάμορφη και το Τέρας», ένα παραμύθι που δεν είναι απλά μια ρομαντική ιστορίας αγάπης, αλλά είναι, όπως και τα παραπάνω, ένας ύμνος στην αποδοχή του διαφορετικού, ένας ύμνος στην υπομονή, στην πίστη, στην αυτοθυσία και στην αληθινή αγάπη.

Cul. N.: Στον «Νικολύκο», η εξαιρετική εικονογράφηση απευθύνεται και στο ενήλικο κοινό: να το δούμε ως αποτέλεσμα της τεχνοτροπίας του εικονογράφου ή μήπως εξυπηρετεί τους σκοπούς της ιστορίας;


Χρ. Δ.: Ο Γιάννης Ζαμπέλης, ο δημιουργός της μοναδικής εικονογράφησης του Νικολύκου, αν και μόλις 26 ετών, δεν είναι απλά ένας εικονογράφος, αλλά ένας «αρχιτέκτονας» της εικόνας. Η κάθε γραμμή του σχεδίου του εξυπηρετεί και έναν σκοπό, η κάθε κίνηση κρύβει ένα μήνυμα.  Με τον Γιάννη, είδαμε την ιστορία του Νικολύκου όχι μόνο ως ένα παραμύθι για παιδιά, αλλά ως ένα έργο που θα θυμίζει σε εμάς τους ίδιους όλα τα μηνύματα που αυτό το βιβλίο κρύβει στις σελίδες του. Και αυτό ακριβώς πέτυχε ο Γιάννης. Κάθε κίνηση, κάθε χρώμα, κάθε αντικείμενο της ιστορίας να μπορεί να θυμίσει  σε εμάς τους μεγάλους τη σημασία του να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σε έναν ασφαλή κόσμο, χωρίς φόβο, χωρίς διακρίσεις, χωρίς ρατσισμό, χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Το παιδικό βιβλίο του Χρήστου Δασκαλάκη,  «Ο Νικολύκος στη μακρινή Ντουλαποχώρα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γρηγόρη.