«Η αφήγηση είναι παρηγοριά: Σου δίνει το δικαίωμα να παραλείπεις όσους και όσα σε κάνουν να ντρέπεσαι, να αμφιβάλλεις, να μετανιώνεις». Με αυτή τη φράση ο Δημήτρης Στεφανάκης, βραβευμένος στη πεζογραφία με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη και με το Prix Mediterranee Entranger για το 2011, μας εισάγει στο νέο του βιβλίο με τίτλο: «Άρια. Ο κόσμος από την αρχή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός και ταυτόχρονα ολοκληρώνει μια τριλογία αυτοτελών μυθιστορημάτων με θέμα τον κοσμοπολιτισμό που εγκαινιάστηκε με το βραβευμένο «Μέρες Αλεξάνδρειας», πέρασε στο «Φιλμ Νουάρ» και ολοκληρώνεται με το «Άρια. Ο κόσμος από την αρχή».

Η ιστορία του βιβλίου οριοθετείται γύρω από έναν νεαρό Έλληνα διπλωμάτη, τον Στέφανο Μαυροειδή που έρχεται από το Λονδίνο την εποχή του Μεταξά για να βοηθήσει στην έρευνα σε μια υπόθεση εξαφάνισης. Η γνωριμία του με την αγγλογαλίδα αρχαιολόγο Ρόζμαρι Λεμπλάν θα σταθεί ορόσημο στη ζωή του, σε μια εποχή που μεγάλοι ιστορικοί κραδασμοί έχουν πυροδοτηθεί. Οι δυο τους θα ζήσουν έναν μεγάλο έρωτα, θα βρεθούν στις ανασκαφές των Μυκηνών, θα στροβιλιστούν στη δίνη της ιστορικής συγκυρίας του 1941 και τελικά θα διαφύγουν στο Κάιρο. Μέσα από τη σχέση αυτή οι δυο εραστές θα αντικρίσουν τη ζωή με διαφορετικά μάτια σε μια εποχή που η αμεριμνησία της κοινωνίας θα τερματιστεί με βίαιο και οδυνηρό τρόπο.

Είναι σημαντικό να ορίσουμε ως προϋπόθεση  για την λογοτεχνική αξία ενός έργου την αισθητική λειτουργία του. Κάτι τέτοιο μπορούμε να κάνουμε εύκολα αν εστιάσουμε στον ηχητικό συμβολισμό των φράσεων, των λέξεων, των συνδετικών αρμών που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Στο έργο του αυτό ο Δημήτρης Στεφανάκης  συνθέτει διανοητικούς στοχασμούς και τους τοποθετεί μέσα σε αλήθειες που συγχωνεύονται ανάμεσα σε δυο ιστορικές συγκυρίες, ο ηχητικός συμβολισμός των οποίων αποτελεί τη πιο βέβαιη απόδειξη, ότι η γλώσσα είναι κεφαλαιώδους σημασίας σε ένα λογοτεχνικό έργο.

Τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν τη χώρα στον εμφύλιο, οι πολιτικές αποφάσεις και συμφωνίες των ισχυρών, η πρόκληση μιας μυστικής αποστολής με σκοπό την προστασία των ελληνικών αρχαιοτήτων, ο κοσμοπολιτισμός που διεκδικεί τη θέση του στον κόσμο που χάνεται, η κατασκοπεία, οι πολιτικές πλεκτάνες, οι σχέσεις των ανθρώπων προς την περιρρέουσα ιστορική και πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής τους, ο έρωτας, όλα αυτά γίνονται απλώς η διεγείρουσα αφορμή για τη συγγραφή ενός βιβλίου  από έναν συγγραφέα που τολμά να σκηνοθετεί «κόσμους από την αρχή» στο νεοελληνικό μυθιστόρημα.

Απαλλαγμένος από ξεπερασμένες αφηγηματικές τεχνικές, ο Στεφανάκης στήνει το συγγραφικό του σύμπαν αφήνοντάς το να συνδιαλέγεται με την «κινηματογραφική θέαση των πραγμάτων», του Προυστ, και το φιλοσοφικό στοχασμό του Καμύ και αποδεικνύει περίτρανα ότι «ένα μυθιστόρημα είναι φιλοσοφία σε εικόνες».

Παράλληλα, καταφέρνει να διαφυλάξει μέσα στις σελίδες του δικού του μυθιστορήματος φιλοσοφικούς του στοχασμούς, αφορισμούς που από μόνοι τους θα μπορούσαν να γίνουν αφετηρία μιας διανοητικής περιήγησης για τον αναγνώστη του και ταυτόχρονα να περάσει με κινηματογραφικό τρόπο προσωπικότητες της εποχής. Σημαντική στιγμή του κειμένου είναι η εμφάνιση του Σεφέρη μέσα στις σελίδες του.

«Δεν υπάρχει αλήθεια που να μην κουβαλά μαζί την πίκρα της», έλεγε ο Καμύ και η αλήθεια του έργου αυτού μπορεί να συνοψιστεί στην πικρή  διαχρονικότητα την οποία έχει, καθώς περιγράφονται καταστάσεις που όλοι μας αναγνωρίζουμε ως μεσοπολεμικές αλλά ταυτόχρονα σύγχρονες: «Αυτός ο πόλεμος ήταν δικό μας έργο. Τον έφεραν οι μέρες μας, η μία μετά την άλλη. Στα χρόνια του ’20 και του ’30, στη σύγχρονη Βαβέλ της ακατανοησίας και του αμοραλισμού υψώναμε τον πύργο της νέας εποχής με υλικά την αλαζονεία, την επίδειξη, τον ευδαιμονισμό. Την ίδια στιγμή, οι παλιοί αμετανόητοι αντίπαλοι προετοιμάζονταν για δεύτερη και καθοριστική παρτίδα. Άνθρωποι υπεράνω υποψίας στρατολογούνταν στα παρασκήνια. Ένας στρατός από σκιές απειλούσε την κοινή μοίρα των λαών. Το ξέραμε, αλλά δεν κάναμε τίποτα για να το αποτρέψουμε», γράφει ο Στεφανάκης και η γεύση της πίκρας είναι διάχυτη στην αλήθεια της ιστορικής πραγματικότητας που αναφέρεται στο χτες αλλά δυστυχώς αγγίζει το σήμερα.

Ο Στεφανάκης μετασχηματίζει τον κόσμο του μεσοπολέμου και τον μεταφράζει στη σύγχρονη πραγματικότητα, κάνοντάς μας να δούμε ότι ο κόσμος μπορεί να δημιουργηθεί από την αρχή μόνο αν περάσει μέσα από μια διαδικασία αποσύνθεσης πρώτα. Και η αποδόμηση είναι πάντα πολύ οδυνηρή. Για το λόγο αυτό συνθέτει ένα έργο μέσα στο οποίο το τέλος μάς δείχνει το πρόσωπό του, για να απολαύσουμε μια νέα αρχή, έστω κι αν αυτό που σβήνει τελικά μπορεί να είναι εξαιρετικά όμορφο, άλλωστε «η ομορφιά θα μας αιφνιδιάζει πάντοτε γιατί είναι αδύνατο να συλλάβουμε όλες τις εκδοχές της», όπως γράφει ο ίδιος. Αυτός είναι και ο κύριος λόγο που υψώνεται αισθητικά το έργο του. Η μοναδική αίσθηση ενός απαραίτητου τέλους σε ό,τι υπήρξε αναντίρρητα όμορφο.
Με μεθοδικότητα, γνώση και σεβασμό απέναντι στο κλασικό μυθιστόρημα, το οποίο ο ίδιος άλλωστε εκτιμά ιδιαίτερα, ο Στεφανάκης μάς δίνει ένα έργο κλασικής αφηγηματικής, μέσα στο οποίο αποτυπώνεται τόσο η ευδαιμονία όσο και η σταύρωση ενός κόσμου που χάθηκε ανάμεσα σε δυο πολέμους και σε δυο εποχές, ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία της ιστορικής οδύνης, ανάμεσα στην αθωότητα και στο τρυφηλό ζόφο, στη σκιά και στο φως. Είναι απίστευτο ότι ο κόσμος πριν αφανιστεί από την έμφυτη ροπή του προς την αποσύνθεση συνήθως λάμπει, δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο την ηδυπαθή ομορφιά του, ίσως όμως και το τέλος του.

Ιστορικό, κοινωνικό, ερωτικό και ταυτόχρονο αιχμηρό. Με σκηνές που οριοθετούν την προσωπική εξομολόγηση του συγγραφέα και ταυτόχρονα είναι συχνά υπαινικτικές και πάντα ακριβείς, που άλλοτε καρφώνονται «σα μαχαιριά» μέσα στο σώμα του κειμένου κι άλλοτε οριοθετούν τους ήρωες με σαφήνεια, το βιβλίο αυτό είναι μια ώριμη εξομολόγηση ενός συγγραφέα που αγωνιά για το μέλλον του μυθιστορήματος μια και η τύχη του φαίνεται ότι τον βαραίνει. Το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος όταν γράφει: «Η αφήγηση είναι εξομολόγηση. Τις πιο ωραίες ιστορίες τις λέμε για όσα μας βαραίνουν».

Το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη, Άρια. Ο Κόσμος από την αρχή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.