Ο Ολλανδός καλλιτέχνης Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Vincent Van Gogh) αποτελεί μια μορφή που συναντάται όλο και πιο συχνά στις σύγχρονες τάσεις, έχοντας συγκεντρώσει πλήθος θαυμαστών, γνωστών της τέχνης και μη. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα, άστατες και μεγάλες πινελιές, δρόμους, αστέρια και λουλούδια, ένα πορτρέτο με κομμένο αυτί και ένα ανήσυχο πνεύμα. Πίσω, όμως, από το πάθος των πινάκων του κρύβεται μία σύντομη και άστατη ζωή η οποία καθιέρωσε την πορεία της τέχνης του.

Τα πρώτα χρόνια (1853-1880)

Ο Vincent Willem Van Gogh, γεννήθηκε στο χωριό Ζίντερτ της νότιας Ολλανδίας στις 30 Μαρτίου του 1853. Ήταν το πρώτο από έξι παιδιά. Το 1869 ξεκίνησε ως μαθητευόμενος στην εταιρία εμπορίου τέχνης Goupil & Co. στην οποία ο θείος του ήταν συνέταιρος, στην Χάγη. Από εκεί στάλθηκε στο Λονδίνο και εν τέλει, το 1875 στο Παρίσι, όπου και το 1876 απολύθηκε. Παρόλα αυτά η συναναστροφή του με την τέχνη και κυρίως τους ανερχόμενους ιμπρεσιονιστές, αποτέλεσαν τις πρώτες σπίθες ώστε να ξεκινήσει να ασχολείται με το σχέδιο.

Επηρεασμένος από τον πατέρα του, που ήταν προτεστάντης πάστορας, και θέλοντας να βοηθήσει τους λιγότερο τυχερούς, αποφάσισε να ακολουθήσει μια θρησκευτική καριέρα. Παρόλο που προσπαθούσε να εφαρμόσει την βιβλική διδασκαλία στην καθημερινότητα του, δεν μπόρεσε να επιτύχει. Το 1879 διώχθηκε ως φανατικός γεγονός που τον ανάγκασε να αφήσει την ζωή του κλήρου. Όμως, το θρησκευτικό του αίσθημα και η ανάγκη αλληλεγγύης τον έστρεψε ώστε στην αρχή την καλλιτεχνικής του πορείας .

Το τέλος της δεκαετίας βρίσκει τον Van Gogh να αποφασίζει να ασχοληθεί με την ζωγραφική. Τότε σημειώνεται η αρχή της δεκαετίας κατά την οποία θα γνωρίσει την ψυχική του πτώση αλλά και την καλλιτεχνική του άνοδο.

Η Δεκαετία (1880-1890)

Η καλλιτεχνική του καριέρα διήρκεσε μια δεκαετία αλλά τα σημαντικότερα έργα του καταγράφονται τα 5 τελευταία χρόνια αυτής.

Το 1881 αποφασίζει να σπουδάσει τέχνη στην ακαδημία των Βρυξελλών, την οποία στην συνέχεια εγκατέλειψε. Γίνεται αυτοδίδακτος και το 1882 παρακολουθεί μαθήματα από τον Anton Mauve. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια, τα οποία αποτελούν την Δανική του περίοδο, εξασκούσε την τεχνική του, δημιουργώντας κυρίως σχέδια με μολύβι . Οι αυστηρές και απότομες γραμμές των σχεδίων αυτών, προμηνύουν την εξέλιξη της τεχνικής του. Παρόλα αυτά, μέχρι να γνωρίσει τον ιμπρεσιονισμό, τα έργα του ήταν άκαμπτα και σκληρά. Την περίοδο αυτή είναι που έρχεται σε επαφή και επηρεάζεται από τον Anthon van Rappard, τον οποίο ακολουθεί στην επαρχία Δρένδη το 1833.

Επηρεασμένος από τον Γάλλο καλλιτέχνη Jean-François Millet αλλά και από την σύντομη ζωή του ως κληρικός, ο Van Gogh επικεντρώθηκε στο να απαθανατίσει την ζωή των χωρικών. Το 1885, μετά από χρόνια εξάσκησης ,ολοκληρώνει το πρώτο έργο που θα τον εισάγει στον χώρο των μεγάλων καλλιτεχνών, τους «Πατατοφάγους». Αποτελεί ένα έργο με έντονες σκιές και φωτισμό, πρόσωπα και χέρια με τόση λεπτομέρεια, που υπογραμμίζουν επιτυχώς την αθλιότητα της αγροτικής καθημερινότητας, όπως την αντιλαμβανόταν ο καλλιτέχνης. Παρόλη την μαεστρία που επιδεικνύει, δεν κατάφερε να επιτύχει αγοραστικά σε μία Ευρώπη όπου ο εύθυμος και χρωματιστός ιμπρεσιονισμός ανερχόταν δυναμικά στην καλλιτεχνική σκηνή.

Έχοντας διαμείνει, πότε στο Βέλγιο και πότε στην Ολλανδία, το 1886, ο ζωγράφος αποφασίζει να μετακομίσει στο Παρίσι, κοντά στον πολυαγαπημένο του αδελφό Τέο, με τον οποίο συχνά αλληλογραφούσε. Από τότε, δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στην Ολλανδία.

Σταδιακά, το στιλ του Van Gogh πήρε μορφή, κατανοώντας αρχικά την σημασία του χρώματος, από καλλιτέχνες όπως ο Paulo Veronese, ο Eugene Delacroix και ο Peter Paul Rubens.

Ερχόμενος σε επαφή με τους Ιμπρεσιονιστές του Παρισιού, όπως ο Henri de Toulouse-Lautrec, ο Camille Pissarro και ο Claude Monet και αποκτώντας μία προσωπική συμπάθεια προς την Ιαπωνική τέχνη, το στιλ του είχε πλέον διαμορφωθεί. Έντονα, συμπληρωματικά χρώματα που εκφράζουν τις αλλαγές στον συναισθηματικό του κόσμο και ελεύθερες, δυναμικές, ορατές πινελιές συνδυάζονται για να αποτυπώσουν την πραγματικότητα μέσα από το φίλτρο ενός καλλιτέχνη που αντιλαμβάνεται τον κόσμο γεμάτο αισθήματα. Η πόλη του φωτός δάνεισε λίγο από το φως της και στο νεαρό καλλιτέχνη όπως σε τόσους άλλους, δίνοντας στα έργα του, αντιθέσεις και λάμψη.

Απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή και ρεαλιστική αποτύπωση των θεμάτων του και ξεκίνησε να χρησιμοποιεί ιμπρεσιονιστικές τεχνικές.

Ήδη από το 1884, ο Van Gogh είχε στραφεί στη φύση και στα θέματά της με σκοπό να εκφράσει την καλλιτεχνικότητά του επηρεασμένος από τον Camille Corot και τα εκφραστικά τοπία του. Παρόλα αυτά στο Παρίσι τα θέματα του διευρύνονται, από φιγούρες και τοπία στην νεκρή φύση και τις προσωπογραφίες, φεύγοντας μακριά από τον απόλυτο νατουραλισμό του ιμπρεσιονισμού. Θα φιλοτεχνήσει περίπου 40 προσωπογραφίες μέσα σε 5 χρόνια, οι οποίες θα συγκριθούν με αυτές του Ρέμπραντ, παρόλο που ο δεύτερος τις δημιούργησε σε διάρκεια 40 χρόνων. Αυτό που ήθελε να επιδείξει ήταν, πως ένα πρόσωπο μπορεί να αποτυπωθεί μία μεγάλη γκάμα συναισθημάτων.

Αν και κέντρο της καλλιτεχνικής κοινότητας της εποχής, με τον ίδιο του τον αδελφό να δουλεύει εκεί ως έμπορος τέχνης, η Γαλλική πρωτεύουσα δεν ικανοποιούσε τον καλλιτέχνη. Το 1888 μετακομίζει στο Αρλ της Νότιας Γαλλίας. Προσπαθώντας να αποκτήσει έναν καλλιτεχνικό κύκλο, με τη βοήθεια του Τέο, πείθει τον ζωγράφο Paul Gauguin να συγκατοικήσει μαζί του. Για να στολίσει το δωμάτιο του νέου του συγκατοίκου ο Van Gogh φιλοτεχνεί τα διάσημα “Ηλιοτρόπια” του (είχε ζωγραφίσει πολλές φορές το ίδιο άνθος, το οποίο τον γοήτευε και κατά κάποιο τρόπο τον εξέφραζε) τα οποία, μαζί με τις «Ίριδες» και «Το νυχτερινό καφενείο», αποτελούν τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις της ψυχικής του ασθένειας.

Παρά την αντίθεση στους χαρακτήρες τους, οι δύο άντρες καταφέρνουν να έχουν μια ήπια σχέση του πρώτους μήνες από την άφιξη του Gauguin τον Οκτώβρη του χρόνου. Παρόλα αυτά, το εκρηκτικό ταπεραμέντο του Van Gogh άρχισε να έρχεται σε σύγκρουση με την κλειστότητα και ηρεμία του Gauguin. Στις 23 ή 24 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο Ολλανδός απείλησε με ξυράφι τον συγκάτοικό του, το οποίο έστρεψε τελικά στον εαυτό του, κόβοντας ένα κομμάτι από το δεξί αυτί του και σηματοδοτώντας την ύφεση της ψυχικής του υγείας. Τότε δημιουργεί και το γνωστό του έργο «Προσωπογραφία με Κομμένο Αυτί», στην οποία παρουσιάζεται η καταθλιπτική κατάσταση του καλλιτέχνη.

Το 1889 νοσηλεύεται λόγω παραισθήσεων και μεταφέρεται από τον Μάιο του 1889 για έναν χρόνο στο θεραπευτήριο Saint Paul στο Σεν Ρεμί της Προβηγκίας. Εκεί, παρά τις επιληπτικές και ψυχικές κρίσεις, συνήθιζε να γράφει στον αδελφό του και να ζωγραφίζει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, δημιουργώντας περίπου τα μισά έργα από όσα ξέρουμε, σε διάρκεια μόλις 2 χρόνων. Ανάμεσα τους, η «Έναστρη νύχτα», η απεικόνιση της θέας από το παράθυρο του ψυχιατρείου, ένας πανέμορφος συνδυασμός γαλάζιου και κίτρινου στην προσπάθεια να αποτυπώσει την μεγαλοπρέπεια του σύμπαντος.

Την περίοδο εκείνη φιλοτεχνήθηκαν έργα όπως «Ο κήπος του θεραπευτηρίου», «Το σταροχώραφο με τα κυπαρίσσια», «Ανθισμένες Αμυγδαλιές» , πορτραίτα ιατρών και ασθενών, καθώς και προσωπικές ερμηνείες έργων από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες. Τα έργα του εκείνη την περίοδο χαρακτηρίζονται από μία ηρεμία, τα χρώματα είναι πιο ήπια και λιγότερο αντιφατικά μεταξύ τους, ο ζωγράφος αποτυπώνει την ήρεμη ζωή στο ψυχιατρείο, κουρασμένος από τις δυσκολίες που το ίδιο του το μυαλό του είχε προβάλλει. Τα σχήματα παρόλα αυτά γίνονται πιο δυναμικά.

Τον Μάιο του 1890 αφήνει το ψυχιατρείο και πηγαίνει στην Οβέρ σιρ Ουάζ. Εκεί η τεχνική του απελευθερώνεται ιδιαίτερα και τα έργα του ξεκινούν να αποκτούν εξπρεσιονιστικό αέρα. Επιστρέφει στην αναπαράσταση τοπίων μέσω των οποίων καταφέρει να εκφράσει τον σύνθετο συναισθηματικό του κόσμο ευκολότερα. Παρόλα αυτά, η ηρεμία του χωριού δεν αντιστοιχούσε και με το τι συνέβαινε στην ψυχή του. Απεγνωσμένος από την μοναξιά του, ο Van Gogh πυροβολεί τον εαυτό του στις 27 Ιουνίου 1890 και πεθαίνει από τα τραύματα του 2 μέρες αργότερα, σε ηλικία 37 ετών.

Τι άφησε πίσω

Ο αδελφός του Τέο πεθαίνει από την στεναχώρια 6 μήνες μετά, έχοντας όμως σώσει τον μεγαλύτερο αριθμό έργων του. Η γυναίκα του, ως θαυμάστρια της δουλειάς του αδελφού του, πηγαίνει στην Ολλανδία με τα έργα, ώστε να αποκτήσουν την αναγνωρισιμότητα που τους άξιζε. Και τα κατάφερε σχεδόν αμέσως. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Vincent Van Gogh παρέμεινε ένας άγνωστος καλλιτέχνης, να πουλώντας μόνο έναν πίνακα. Όμως, κατάφερε να γνωρίσει την φήμη μετά τον θάνατό του, μία φήμη που μόνο ανθίζει με την πάροδο του χρόνου.

Σύμφωνα με σύγχρονες έρευνες, ο Van Gogh φαίνεται πως πάσχιζε από επιληπτικές κρίσεις και ψυχασθένεια, χωρίς τίποτα να είναι σίγουρο. Η ερωτική του ζωή χαρακτηρίστηκε από ατυχίες, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην σταδιακή κατάρρευση της ψυχικής του υγείας. Η τέχνη του ήταν αυτή που τον βοήθησε να παραμείνει σταθερός συναισθηματικά, τον εξέφραζε και τον ηρεμούσε σε στιγμές απόλυτου χάους.

Πολλοί είναι αυτοί που γνωρίζουν την ιστορία του βασανισμένου καλλιτέχνη. Στις μέρες μας αποτελεί έναν αστικό μύθο, την κατάληξη ενός ανθρώπου που δημιούργησε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της μοντέρνας τέχνης. Δημιουργώντας πάνω από 800 έργα σε καμβά και 700 σχέδια και γράφοντας περίπου 800 γράμματα στον αδελφό του, την ιστορία και τις σκέψεις του τις γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά. Ίσως αυτή η κληρονομιά επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο μέσος θεατής τα έργα του. Πόσο μπορούμε να διαχωρίσουμε τον καλλιτέχνη από τη δουλειά του; Και κατά πόσο επηρεάζει την ερμηνεία τους; Είτε ευθύνεται στον μύθο της αδικοχαμένης ιδιοφυΐας είτε στο ταλέντο του ένα είναι σίγουρο: ο Van Gogh αποτελεί ένα όνομα που επηρέασε σε βάθος το ρεύμα του εξπρεσιονισμού καθώς και την μοντέρνα τέχνη. Ένας καλλιτέχνης του οποίου το όνομα συνοδεύει αυτά των πιο σπουδαίων ζωγράφων όλων των εποχών.