Μια νεαρή γυναίκα, η Εύα, παρακολουθεί ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση: πρόκειται για μια δεμένη αρκούδα που οδηγείται στον βέβαιο χαμό της. Αυτή η σκηνή θα πυροδοτήσει αναμνήσεις και θα ανασύρει εκκρεμότητες, με αποτέλεσμα η Εύα να επιστρέψει στο νησί της και να ψάξει να βρει τι απέγινε η αδελφή της δεκατέσσερα χρόνια πριν. Παρότι η παρουσία της θα αναστατώσει τη μικρή κοινωνία που προτιμά να μην διαταράσσονται οι εύθραυστες ισορροπίες, η Εύα, αποστασιοποιημένη και παρατηρητική, θα επιμείνει. Η συγγραφέας και σκηνοθέτις Βασιλική Ηλιοπούλου απαντά στις ερωτήσεις μας σχετικά με την εμπειρία της από τη ζωή στα νησιά όταν οι περισσότεροι δεν τα βλέπουμε, για τις πιθανές συνέπειες της ιδρυματοποίησης, για τη σαρωτική τουριστική ανάπτυξη, αλλά και για το πού μπορεί τελικά να βρεθεί η αθωότητα.

***

– Η κεντρική πλοκή στο τελευταίο σας βιβλίο εκτυλίσσεται σε ένα απροσδιόριστο ελληνικό νησί, το οποίο όμως παρουσιάζετε από την πλευρά των λιγοστών μόνιμων κατοίκων, μια εικόνα που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. Πώς αντλήσατε τα στοιχεία για να φιλοτεχνήσετε αυτό το σκηνικό;

 

Εκτός του ότι κατάγομαι από ένα νησί των Κυκλάδων, που νομίζω πως το γνωρίζω πολύ καλά, έχω ταξιδέψει πολύ στα νησιά, και όχι μόνο στη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς επίσης έχω κινηματογραφήσει κάποια από αυτά, στα πλαίσια τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ για την κρατική τηλεόραση. Μα, πάνω απ’ όλα, έχω φίλους καλούς σ’ αυτά, που αγαπούν τον τόπο τους και δραστηριοποιούνται προσπαθώντας να σώσουν ό,τι μπορεί ακόμα να σωθεί.

– Η Εύα, η βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός σας, μεγάλωσε από τα έξι της χρόνια σε ίδρυμα για ορφανά παιδιά. Πώς θεωρείτε ότι επηρέασε αυτό τον ψυχισμό της;

Συνήθως η διαβίωση σε ένα ίδρυμα ενισχύει το αίσθημα ανασφάλειας μακριά από ένα προστατευμένο περιβάλλον, όπως ορίζεται αυτό από τους άλλους. Όπως επίσης συχνά διαμορφώνει ανθρώπους παθητικούς, υποτακτικούς στην κάθε μορφής εξουσία, τους φορείς της οποίας όμως θαυμάζουν και επιδιώκουν την εύνοιά τους. Αλλά η Εύα οδηγείται στο ίδρυμα έχοντας ζήσει τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής της με δύο ανθρώπους ιδιαίτερους, και κυρίως σε απόλυτη αρμονία με τη φύση και τους ρυθμούς της. Αυτά την βοηθούν να επηρεαστεί ελάχιστα από τις συνθήκες του ιδρύματος, ή τουλάχιστον να μην επηρεαστεί με τον τρόπο που επηρεάζονται τα άλλα παιδιά. Η Εύα πλάθει έναν δικό της κόσμο μέσα στον οποίο νιώθει ασφαλής, παρότι διαφορετική.

– Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η παρεμβολή στην πλοκή των συνεδριών της Εύας με το μέντιουμ. Για ποιο λόγο χρησιμοποιήσατε αυτό το αφηγηματικό εργαλείο;

Η γυναίκα αυτή, η Σίβυλλα, είναι η «συγγενής» που η Εύα διάλεξε να έχει, με τον τρόπο που ήθελε να την έχει. Χωρίς να την δεσμεύει, αλλά ούτε και να δεσμεύεται η ίδια από υποχρεώσεις που δημιουργεί μια συμβατική συγγενική σχέση, φροντίζοντας ώστε να είναι μια σχέση καθαρής ανταλλαγής –την πληρώνει για να την ακούει– και απαλλαγμένη από συναισθήματα. Η Σίβυλλα, δημιούργημα του μοναδικού δίαυλου στον κόσμο των «άλλων», του κινητού τηλεφώνου, εμφανίζεται και εξαφανίζεται σύμφωνα με την επιθυμία της Εύας. Κυρίως όμως, η Σίβυλλα, εν αγνοία της, μεταφέρει στην Εύα κάτι από αυτό που ζούσε κοντά στη μητέρα και την αδελφή, κάτι ανείπωτο, φτιαγμένο από ήχους και θροΐσματα και απαλές κινήσεις, μια γοητεία που την αιχμαλωτίζει και την ηρεμεί.

– Η Εύα, όπως και η μητέρα της και η αδελφή της, εκπροσωπούν το διαφορετικό σε ένα νησί στο οποίο ούτε η τεχνολογική πρόοδος ούτε το άνοιγμα σε άλλους ανθρώπους μέσω του τουρισμού άλλαξε τη στάση των ανθρώπων. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την αλλαγή;

Οι άνθρωποι θα πρέπει πρώτα να μάθουμε να αποδεχόμαστε την δική μας διαφορετικότητα, μια και αυτό είναι προϋπόθεση για να αποδεχτούμε την διαφορετικότητα των άλλων. Είναι ένα πρώτο, δύσκολο βήμα. Το δεύτερο βήμα είναι φυσικά ο διάλογος. Πρέπει να κατακτήσουμε την τέχνη του διαλόγου, και να την διδάξουμε και στους νεώτερους.

Ένας επίσης τρόπος να μάθουμε να προσεγγίζουμε τους άλλους, είναι να παραδειγματιστούμε από τα παιδιά. Τα παιδιά, πριν προλάβει να τα επηρεάσει και να τα «καταπιεί» το οικογενειακό περιβάλλον, δείχνουν μια άνεση και μια καθαρή αποδοχή εκείνων των παιδιών που προέρχονται από διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο. Και αν τα άφηναν ήσυχα γονείς και δάσκαλοι με τους εύκολους διαχωρισμούς τους, μάλλον θα αποδέχονταν –αφού πρώτα ικανοποιούσαν την περιέργειά τους– κι εκείνα τα παιδιά που θα διέφεραν σωματικά ή νοητικά. Το έχουμε δει να συμβαίνει.

– Η τουριστική ανάπτυξη στο βιβλίο σας φαίνεται θηριώδης, χωρίς φραγμούς. Είναι κάτι το οποίο βλέπετε και η ίδια στους τουριστικούς προορισμούς και πώς μπορεί να ανακοπεί αυτή η πορεία;

Ο τουρισμός αποτελεί μεν μια σημαντική, ίσως την σημαντικότερη για τη χώρα μας πηγή εσόδων, η ανεξέλεγκτη ανάπτυξή του όμως μπορεί και να συμβάλει στην καταστροφή του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος όταν ξεπεράσει τα όρια αντοχής του τόπου. Τα σημάδια αυτής της απειλούμενης καταστροφής είναι κάθε χρόνο και περισσότερο ορατά: Άναρχη δόμηση, διάνοιξη δρόμων πάνω στα παλιά μονοπάτια, οικοπεδοποίηση άγριων, απάτητων τόπων, ασφαλτοστρώσεις παραλιών, κλπ. Πώς μπορεί να ανακοπεί αυτή η πορεία; Πολιτική βούληση χρειάζεται, όπως πάντα και παντού, και συνεργασία με όλους τους φορείς. Και το πιο σημαντικό: Με κάποιο τρόπο να πεισθούν οι κάτοικοι ότι η διατήρηση της φυσικής και της πολιτιστικής τους κληρονομιάς έχει μόνο οφέλη. Περιβαλλοντικά κοινωνικά, αλλά και οικονομικά. Το τελευταίο μάλλον τους ενδιαφέρει πολύ.

– Στο βιβλίο σας αθώα πλάσματα ήταν η αρκούδα στην αρχική σκηνή του μυθιστορήματός σας, όπως και η Ειρήνη, η αδελφή της Εύας, τα μικρά παιδιά… Πού εντοπίζετε την αθωότητα μέσα σας και γύρω σας;

Η αθωότητα του τίτλου αφορά λίγο πολύ όλους μέσα σ’ αυτή την ιστορία, αλλά και έξω από αυτή. Αθώοι είναι οι άνθρωποι όποτε βρίσκονται σε αδυναμία να κατανοήσουν τις πράξεις των άλλων, ή ακόμα και τις δικές τους πράξεις.

Διαβάστε επίσης: 

Βασιλική Ηλιοπούλου – Το αθώο: Ένα βιβλίο που διερευνά την ανάγκη για αποδοχή, αγάπη, δικαιοσύνη